Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄
Παναγιώτατος Κωνσταντίνος ΣΤ΄ | |
---|---|
Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/πόλεως | |
Από | 17 Δεκεμβρίου 1924 |
Έως | 22 Μαΐου 1925 |
Προκάτοχος | Γρηγόριος Ζ΄ |
Διάδοχος | Βασίλειος Γ΄ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 1859 Συγή, Προύσα, Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 28 Νοεμβρίου 1930 |
Ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ (κατά κόσμον Αράμπογλου ή Καρατζόπουλος[1], 1859 - 28 Νοεμβρίου 1930) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τις 17 Δεκεμβρίου 1924 ως τις 22 Μαΐου 1925, οπότε και παραιτήθηκε. Στην ουσία όμως έμεινε στο θρόνο 43 ημέρες, μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 1925, οπότε απελάθηκε από την Τουρκία.
Η ζωή του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε το 1859 στη Συγή Προύσης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1896 εξελέγη επίσκοπος Ροδοστόλου, υπαγόμενος στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Το 1899 εξελέγη μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης. Το 1906 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Τραπεζούντος, το 1913 στη Μητρόπολη Κυζίκου, το 1922 στη Μητρόπολη Προύσης και το 1924 στη Μητρόπολη Δέρκων.
Πατριαρχία και απέλαση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄, ο τότε Μητροπολίτης Δέρκων ήταν ο πλέον δημοφιλής ιεράρχης και θεωρήθηκε κατάλληλος να εξομαλύνει την Μεταλωζάννεια κατάσταση[2]. Έτσι, στις 17 Δεκεμβρίου 1924 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης και ενθρονίστηκε αυθημερόν. Σύμφωνα όμως με τη συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών, οι τουρκικές αρχές του είχαν ήδη τονίσει από την παραμονή της εκλογής ότι τον θεωρούσαν «ανταλλάξιμο», καθώς είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1918. Ο ίδιος, ως Μητροπολίτης Δέρκων, επιχειρηματολογούσε ότι, αφού το Πατριαρχείο είχε εξαιρεθεί ρητώς της ανταλλαγής, η εξαίρεση δεν αφορούσε το κτιριακό του συγκρότημα αλλά και τα φυσικά πρόσωπα που το συναποτελούσαν ως νομικό πρόσωπο[3]. Κατόπιν ανεπιτυχών διπλωματικών παρεμβάσεων, ο εκλεγείς Πατριάρχης απελάθηκε σιδηροδρομικώς στις 30 Ιανουαρίου 1925 από την Κωνσταντινούπολη[2].
Η Κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου προέβη σε έντονα διπλωματικά διαβήματα και, φοβούμενη όξυνση της κατάστασης, του σύστησε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος. Αυτός όμως μετέβη αρχικά στη Θεσσαλονίκη, όπου τον υποδέχτηκαν 30.000 συγκεντρωμένοι[4]. Από την Θεσσαλονίκη προέβη σε ανεπιτυχή διαβήματα προς την Κοινωνία των Εθνών για να του επιτραπεί η επιστροφή. Παράλληλα, η απέλασή του όξυνε τα πνεύματα και στην Αθήνα, σε βαθμό που στρατιωτικοί κύκλοι με επικεφαλής τον Θεόδωρο Πάγκαλο να ζητούν επανάληψη των εχθροπραξιών με την Τουρκία λόγω μη τήρησης της συμφωνίας ανταλλαγής[5]. Η Ελληνική Κυβέρνηση επιχείρησε να διεθνοποιήσει το ζήτημα, προσφεύγοντας στην Κοινωνία των Εθνών, ζητώντας και την συνδρομή ξένων Κυβερνήσεων και του πρώην πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου. Αυτός στάθηκε μεν στο πλευρό της Κυβέρνησης, αρνήθηκε όμως να εκπροσωπήσει για το θέμα αυτό την χώρα στη Γενεύη[6], καθώς διαφωνούσε με την πράξη της Συνόδου του Πατριαρχείου να επιμείνει στην εκλογή ανταλλαξίμου ως Πατριάρχη[α]. Στις 4 Φεβρουαρίου 1925 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση επικύρωσε την απέλαση και στις 11 Φεβρουαρίου η Ελλάδα προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών.
Αφού η Τουρκία αποδέχτηκε να αποσύρει τους φακέλους των υπολοίπων ανταλλάξιμων Μητροπολιτών, απέσυρε και η Ελλάδα την προσφυγή της στην ΚτΕ και προέτρεψε τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο να παραιτηθεί, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα του εξασφαλιστεί επίπεδο διαβίωσης ανάλογο του αξιώματός του. Τελικά, ο Κωνσταντίνος υπέβαλε την παραίτησή του στις 22 Μαΐου 1925. Κατόπιν πήγε για κάποιο διάστημα στη Χαλκίδα, ως φιλοξενούμενος της εκεί Μητροπόλεως Χαλκίδος. Τέλος, εγκαταστάθηκε οριστικά στη Νέα Φιλαδέλφεια της Αττικής, σε σπίτι που του παραχωρήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση[2].
Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1930 και ετάφη στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Το 2011 τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στις 6 Μαρτίου 2011 ενταφιάστηκαν κοντά στους τάφους των Πατριαρχών στη Ζωοδόχο Πηγή τη Μπαλουκλιώτισσα[8].
Υποσημειώσεις και παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ ...«θεωρώ τοσούτον αξιοκατάκριτον συμπεριφοράν των εν Φαναρίω οίτινες (...) επέμειναν εις εκλογήν προσώπου ανταλλαξίμου (...) ώστε δεν δύναμαι αποτελεσματικώς να υπερασπίσω Ελληνικήν άποψιν αφ'ού ερωτώμενος τυχόν εν Συμβουλίω, εάν δεν κρίνω αξιοκατάκριτον ενέργειαν Πατριαρχείου, θ'αναγκαστώ να ομολογήσω ότι θεωρώ αυτήν αξιοκατάκριτον[7]».
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Μάρκου, Μάρκος. «Ο Παναγιώτατος Αρχιεπίσκοπος πρώην Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Κωνσταντίνος ο ΣΤ΄». Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2021.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Ναυπάκτου, Ιερόθεος. «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μετά την συνθήκη της Λωζάννης». romfea.gr. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2021.
- ↑ Μάμαλος 2009, σελ. 79.
- ↑ Μάμαλος 2009, σελ. 89.
- ↑ Μάμαλος 2009, σελ. 90.
- ↑ Μάμαλος 2009, σελ. 91.
- ↑ Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών 1925/Β/35/3
- ↑ Blog «Φως Φαναρίου»
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Amen.gr
- Μάμαλος, Γεώργιος-Σπυρίδων (2009). Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο επίκεντρο διεθνών ανακατατάξεων (1918-1972): εξωτερική πολιτική και οικουμενικός προσανατολισμός. Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ).
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βίντεο του ενταφιασμού των οστών του στο Μπαλουκλή
- Ο «πρόσφυγας» πατριάρχης επιστρέφει στο Φανάρι, άρθρο της εφημερίδας «Το Βήμα», 24 Φεβρουαρίου 2011
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |