Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lewis Carroll. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lewis Carroll. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Η ΑΛΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Θεατρικό αναλόγιο


"Η Αλίκη και ο καθρέφτης"

Θεατρικό αναλόγιο την Πέμπτη 1 Μαρτίου στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Γυναικείες σελίδες σε θεατρικό ρυθμό»

Κείμενο: Πόλυ Χατζημανωλάκη
Σκηνοθεσία Μαίη Σεβαστοπούλου

Παίζουν: Μαίη Σεβαστοπούλου, Αλεξάνδρα Χασάνι, Δημήτρης Μαγγίνας
Μουσική επιμέλεια: Μαίη Σεβαστοπούλου, Παραγωγή: Ομάδα Θεώρηση

Cabaret Voltaire, Μαραθώνος 30, Μεταξουργείο,
Τηλ. 210 5227046
Ώρα έναρξης 20:00
Είσοδος 2 ευρώ επί πλέον στην τιμή του πρώτου ποτού

«Η Αλίκη Λίντελ – Χάργκρεηβς, μια γυναίκα μετά τα σαράντα, μπροστά στον καθρέφτη, στο σαλόνι του σπιτιού της, αναπολεί στιγμές του βίου της…
Αυτή ήταν Αλίκη που ενέπνευσε, λένε, τον Λιούις Κάρολ να γράψει τις «Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Γεγονότα από τη δική της ζωή επανέρχονται, οι σχέσεις της οικογένειας με τον συγγραφέα, τα απογευματινά τους τσάγια στην Οξφόρδη, οι βαρκάδες στο ποτάμι έχουν ίσως το αντίστοιχό τους στις σελίδες του βιβλίου…
Παράλληλα με την «Αλίκη – Γυναίκα», την ενηλικίωση, τις μεταμορφώσεις της, τις ματαιώσεις της, τον απολογισμό της, εμφανίζεται η «Αλίκη – Ηρωίδα του βιβλίου» η οποία σχολιάζει και αποκαλύπτει άγνωστες στον αναγνώστη πλευρές από τις περιπέτειες και τις δοκιμασίες της στην Χώρα των Θαυμάτων και ίσως τις κρυμμένες προθέσεις του συγγραφέα…

Οι δύο μορφές της Αλίκης διεκδικούν πέρα από το χρόνο την προσοχή και το ενδιαφέρον του Λιούις Κάρολ τον οποίο όμως δεν μπορούν να συναντήσουν παρά σε ένα χώρο του καθρέφτη, στην αιώνια παιδική ηλικία…
Παρούσα είναι η σκιά του συγγραφέα που ίσως υπονοεί περισσότερα από όσα έχει γράψει στο βιβλίο του…»

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

H Αλίκη έκλαψε δυο φορές




H εικόνα είναι από το περίφημο σκίτσο του Τένιελ,  του αγαπημένου σκιτσογράφου του Λιούις Κάρολ από το βιβλίο «Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Η  Αλίκη  κολυμπά σε μια αλμυρή λίμνη, την περίφημη  λίμνη των δακρύων στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Η λίμνη, στη οποία συναντά αργότερα διάφορα ενδιαφέροντα πλάσματα από τη χώρα των θαυμάτων, τον ποντικό, την πάπια, τον Ντόντο (αυτός λένε ήταν το alterego του συγγραφέα μια και ήταν γνωστό ότι τραύλιζε και όταν έλεγε το όνομά του Dodgson  ίσως ακουγόταν Nτο – ντο – ντόντγκσον)  ενώ εκείνη έκλαιγε μετά τη μεταμόρφωσή της. Τότε που ψήλωσε «σαν τηλεσκόπιο» στο λαγούμι του λαγού, το κεφάλι της σκόνταψε στο ταβάνι και αποχαιρέτησε από ψηλά τα ποδαράκια της, ανήσυχη ότι δεν θα τα ξαναδεί…Η Αλίκη έκλαψε απελπισμένα,   σύμφωνα με την ιστορία.

Γιατί  έκλαψε η Αλίκη;

Θέλει κι εμείς να πιστέψουμε – όπως η ίδια  ισχυρίζεται ότι αυτό έγινε χωρίς  λόγο,  ότι δηλαδή είναι παράλογη ;
«Σταμάτα να κλαίς αμέσως! Ένα μεγάλο κορίτσι σαν κι εσένα να συνεχίζει να κλαίει έτσι! Σταμάτα αμέσως σου λέω!!!»
 Ο αλλόκοτος μυθιστορηματικός χαρακτήρας που μεταμορφώνεται, πριν το κάνει τον επόμενο αιώνα ο  Καφκικός Γκρέγκορι Σάμσα με τραγικές συνέπειες επίσης  για τον ίδιο και το περιβάλλον του, δεν μπορεί τελικά να αντέξει την Μεταμόρφωσή του…
Δεν ξέρουμε τι υπήρχε στο μυαλό του συγγραφέα…ήταν άραγε το άγχος του  για την ενηλικίωση των μικρών κοριτσιών που ήταν στο κέντρο της προσοχής του, για να τα φωτογραφίζει με τη μηχανή του τον Ιαγουάθα, να τους αφηγείται ιστορίες και τελικά να χάνει το ενδιαφέρον του για αυτά μόλις εκείνες  έφταναν τα δώδεκα;

Ποιος ξέρει;

Στο βιβλίο η Αλίκη κλαίει γιατί ε κ ε ί ν η  δεν αντέχει την Μεταμόρφωσή της…Κλαίει γιατί ανησυχεί,  γιατί της μπήκε η ιδέα ότι η αλλαγή στο σχήμα και στο μέγεθος την έκαναν να αλλάξει ριζικά και να γίνει κάποια άλλη, αλλά δεν ήξερε ποια… Σχηματίζεται λοιπόν γύρω της μια λίμνη βάθους τεσσάρων ιντσών επειδή δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της από την απελπισία.  Έφερνε στο νου της όλα τα ονόματα των γνωστών της παιδιών, μήπως και κατά τύχη έχει μεταμορφωθεί σε  ένα από αυτά… «Μήπως είμαι η Μέημπελ; Μήπως είμαι η Άντα;». Όμως όχι…Δεν είναι ούτε η Μέημπελ ούτε η Άντα…Αυτό την πειράζει. Ότι αυτό που γίνεται δεν είναι κάποια που ξέρει… Στην απελπισία της ήταν διατεθειμένη να γίνει οποιοδήποτε από τα παιδιά της έλεγαν. Αρκεί να μάθαινε τελικά ποια  ήταν.  

Αυτή δεν είναι όμως  η μόνη φορά που κλαίει η Αλίκη. Υπάρχει και μια δεύτερη φορά, στο άλλο βιβλίο του Λιούις Κάρολ, εκείνο με τις περιπέτειες πίσω από τον Καθρέφτη και δεν αφορά μια Μεταμόρφωση…Εκεί η Αλίκη  κλαίει  όταν συναντά τα δυο κακομαθημένα αδέλφια,  τους Τουιντελντίμ και Τουιντελντάμ που  της λένε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα και ότι δεν είναι παρά μια φιγούρα στο όνειρο του Κόκκινου Βασιλιά του σκακιού που κοιμάται. Μια ιδέα που θα άρεσε – άρεσε μάλλον – πολύ στον Μπόρχες. Κάποιος που υπάρχει μόνο  στο όνειρο κάποιου άλλου. Της λένε μάλιστα πως αν τον ξυπνήσει θα πάψει υπάρχει και …παφ θα σβήσει σαν τη φλόγα από ένα κεράκι. Αυτό της προκαλεί ένα τέτοιο άγχος που την κάνει να ξεσπάσει σε ασυγκράτητα κλάματα…
Ούτως ή άλλως, όλη η συζήτηση μαζί τους για το πώς θα μπορούσε να βγει από το δάσος και οι σιβυλλικές, αμφίσημες και  παιχνιώδεις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις της  ήταν κυριολεκτικά  ένας εφιάλτης…

 H εικόνα από





Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Η Αλίκη μπροστά στον καθρέφτη της (θεατρικός μονόλογος)




[Η Αλίκη Λίντελ – Χάργκρεηβς,  μια  γυναίκα με περασμένα τα σαράντα,  κάθεται  μπροστά στον καθρέφτη, στο σαλόνι του σπιτιού της…]

ΑΛΙΚΗ: Πόσα χρόνια έχουν να περάσει από την τελευταία μας βαρκάδα; Δεν μπορώ να θυμηθώ τα πράγματα που θυμόμουν παλιά…Δεν ξέρω πόσες του μηνός έχουμε... Στις τέσσερις ήταν τα γενέθλιά μου…
Κάθομαι τώρα και με κοιτώ, και καμώνομαι πως είμαι δυο πρόσωπα…Αυτό όμως που έμεινε από μένα, δεν κάνει ούτε για ένα πρόσωπο άξιο λόγου…Στην πραγματικότητα δεν ξέρω καλά καλά ποια είμαι…
Αυτό που ξέρω είναι πως την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, ήταν πάλι τα γενέθλιά μου –  για τα δεκατέσσερά μου χρόνια -  και είχαμε κόσμο  στο σπίτι. Είχε κυκλοφορήσει και το βιβλίο το "Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων"  – οι ιστορίες μας – έτσι λέγαμε παλιά… «Αλίκη δέξου το , το παραμύθι αυτό…», μου είχε γράψει…Και όλο εκείνο το βράδυ,  να μη γυρίσει να μου ρίξει ούτε μια ματιά…

Και το χειρότερο, όταν έφεραν στο σαλόνι την προσωπογραφία μου, το δώρο των  Νιούχαμ,  που την είχαν παραγγείλει  δώρο για τα γενέθλιά μου, την κοίταξε με περιφρόνηση και είπε  μόνο «Καθόλου φυσική»…ούτε να τηρήσει τα προσχήματα…Όλοι οι φίλοι του,  οι φίλοι του πατέρα μου  δηλαδή,  του είχαν μεγάλη  αδυναμία και του επέτρεπαν να ξεστομίζει   μικρές ή και μεγάλες απροκάλυπτες βαρβαρότητες…Και δεν ήταν μόνο αυτό…Είπε ότι είπε,   και μετά σηκώθηκε να φύγει βιαστικός...

Έβγαλε το ρολόι από τη τσέπη του γιλέκου του, το κοίταξε -  «είναι αργά θα μου επιτρέψετε να αποσυρθώ»…   Οι Νιούχαμ δε μίλησαν. Είχαν μείνει αποσβολωμένοι  …Οι γονείς μου σηκώθηκαν να τον χαιρετήσουν. Δεν είχαν καμμία αντίρρηση να φύγει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έλεγε ότι πρέπει να φύγει. Μπορούσε να φεύγει όποια ώρα ήθελε. Αυτή τη φορά όλοι ένοιωθαν ανακούφιση…

Εκτός από εμένα…

Εμένα δεν με ρώτησε κανείς.

Άδοξο τέλος για τα γενέθλιά μου…Εγώ  περίμενα εκείνη τη μέρα πώς  και πώς για να τον δω.. «Αιδεσιμώτατε καληνύχτα...» είπαν…Σηκώθηκα κι εγώ…"Θείε Τσαρλς… ήθελα…θέλω…" Δεν γύρισε να με κοιτάξει…Δεν άκουσε…Έβαλε το ρολόι του στην τσέπη…Το βλέμμα της μητέρας στράφηκε κατά πάνω μου… καρφώθηκε πάνω μου… «Να κρατάς την ψυχραιμία σου» είπα μέσα μου, ενώ το βλέμμα με κεραυνοβολούσε την ώρα που έδινε εντολές να του φέρουν το παλτό του…Δεν έδωσα σημασία κι έτρεξα  να προλάβω..,να του φέρω να δει το φόλιο με τις ζωγραφιές με τα καθρεφτοέντομα, αυτό που του είχα φτιάξει  για να του χαρίσω για τα γενέθλιά μου, αυτό που είχα ζωγραφίσει αντιγράφοντας τα σκίτσα του Τένιελ – αφού δεν ήθελε κανέναν άλλο για τα βιβλία του ….Παρά λίγο να γκρεμιστώ από τις σκάλες, αλλά δεν πρόλαβα…είχε φύγει…


Το στόμα της μητέρας παρέμενε  κλειστό. Ξέχναγα πώς μιλάνε όταν με κοίταζε με αυτό το βλέμμα…Ενοιωθα  να μικραίνω να μικραίνω, σαν το κερί που τελειώνει…ένα  κρύο να  με κυριεύει καθώς με κοίταζε  και ήξερε πως ήμουν έτοιμη να τρέξω στην πόρτα να τον προλάβω…
Αυτό το κρύο στο βλέμμα της μητέρας μου…Μεγάλωσα με αυτό…Οι καλοί τρόποι στο τραπέζι, ποιος σηκώνεται πρώτος, ακόμα και όταν πεινάμε περιμένουμε να σερβίρουν πρώτα τους μεγάλους, δεν μιλάμε δυνατά να μην ενοχλήσουμε τον πατέρα…τον αξιότιμο καθηγητή Χένρυ Λίντελλ, πρύτανη του Κράιστ Τσέρτς Κόλλετζ της Οξφόρδης,  δεν γελάμε, το μεσημέρι προσποιούμαστε πως κοιμόμαστε…
Το βράδυ λέμε καληνύχτα στους μεγάλους και πάμε για ύπνο…
Μόνο μια φορά που πήγα  να πω την καληνύχτα στους μεγάλους,  ήταν εκείνος εκεί στο γραφείο του πατέρα…
Τον είδα να με κοιτά  όπως καθρεφτιζόμουν στο τζάμι μιας βιτρίνας με τη συλλογή των από πεταλούδες,  και μου έκλεισε το μάτι…μου φάνηκε τότε ότι μου έκλεισε το μάτι και  ήταν πολύ αστείο – φορούσε το κολλάρο του ιερέα αλλά ήταν πολύ νέος, όχι σαν τους άλλους καθηγητές τους φίλους του πατέρα μου… έβγαλε το ρολόι του να δει την ώρα και έπεσαν στο πάτωμα πλήθος τραπουλόχαρτα – ασυνήθιστο για ιερέα και δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι το έκανε επίτηδες… Τότε μου έκλεισε πάλι το μάτι  και σηκώθηκε να τα μαζέψει. Πήγα κι εγώ να βοηθήσω.  Ο πατέρας ήταν ανεβασμένος σε ένα σκαμνί για να κατεβάσει ένα λεξικό, είχε την πλάτη γυρισμένη  και δεν είδε τη σκηνή – να έχουμε γονατίσει και οι δυο μας κάτω και να μαζεύουμε τα τραπουλόχαρτα…Εξαφάνισε πάλι γρήγορα μια μαύρη βασίλισσα  και τον κόκκινο βαλέ….πού  να ξέρω ότι αυτή θα ήταν η αρχή του κακού…Μετά, στα γρήγορα και πριν προλάβει να γυρίσει ο πατέρας  έπιασε από το δίσκο του τσαγιού και τα βουτήματα μια μικρή τάρτα με μαρμελάδα κεράσι και μου την έδωσε και εγώ χωρίς να το σκεφτώ την έβαλα γρήγορα στη τσέπη μου…Μετά, βέβαια, στη δίκη με τα τραπουλόχαρτα  κατηγόρησαν το βαλέ ότι έκλεψε την τάρτα και ο κόσμος αυτό ξέρει, αυτό γράφει το βιβλίο…Εμάς όμως αυτό ήταν το πρώτο μυστικό μας…Μου διάβαζε την ιστορία και γελούσαμε…



Αυτή ήταν η αρχή, τότε που ο καθρέφτης έλεγε ότι είμαι η ομορφότερη του κόσμου…
Καθρέφτη καθρεφτάκη μου, ποια είναι η ωραιότερη του κόσμου…δεν χρειαζόταν να περιμένω απάντηση…

Μου έγραφε ποιήματα, μια ακροστιχίδα στο βιβλίο του με το όνομά μου..
Η μοναδική στον κόσμο…
και να κρατήσω το παραμύθι μας για πάντα στους «μυστικούς της μνήμης τους ιστούς»
Ναι αυτό είχε πει…
Τότε που μπορούσα να θυμηθώ τα πράγματα που θυμόμουν…
Κι έλεγα με πείσμα πως η μνήμη μου δουλεύει προς μια κατεύθυνση…

(σηκώνεται από το κάθισμα και ανοίγει το παράθυρο)

Η Ίσις φαίνεται από εδώ…Να φώτα από τα σπιτάκια στην όχθη…Όταν δεν έχει υγρασία είναι πιο καθαρά..
Μας είχε πάρει και τους τέσσερις  με τη βάρκα για βόλτα... Τέσσερις μικροί Λίντελλ   και ο εφημέριος Ντάκγουορθ που τραβούσε ο καημένος κουπί…Και εκείνος είχε πει στους γονείς μου «δεν μπορώ νομίζετε να διασκεδάσω τρία παιδιά;»  και εμείς φωνάζαμε χωρίς να ξέρουμε, φωνάζαμε γιατί μας είχε πιάσει ταραχή και η Ηντιθ μου τράβηξε τα μαλλιά, ο Χάρρυ μου έδωσε μια δυνατή τσιμπιά…Η Λορήνα κοίταγε αδιάφορη την εικόνα της στο νερό και είχε απλώσει το χέρι της έξω από τη βάρκα  και το κρατούσε βυθισμένο στο νερό γιατί δεν ήταν μπροστά η μητέρα για να βλέπει…κι εμένα με πήραν τα κλάμματα  απελπισμένη… Εκλαιγα με λυγμούς μέχρι που ο αιδεσιμώτατος Ντάκγουορθ άρχισε να βήχει για να τον κάνει να με προσέξει κι εκείνος έβγαλε πάλι και κοίταξε το ρολόι του και εγώ για ένα απειροελάχιστο διάστημα, ώσπου να δει την ώρα και να πει «έχουμε αργήσει» σταμάτησα να κλαίω και κράτησα την αναπνοή μου…αλλά μετά άρχισα πάλι το ασταμάτητο κλάμα… Εκείνος με έβαλε να καθίσω κοντά του, και μύριζε υπέροχα σαπούνι και καπνό μαζί και τραύλιζε ελαφρά αλλά μου άρεσε πολύ και άρχισα να κλαίω με την ησυχία μου… Μου είπε τότε πως  πρέπει να είμαι έτοιμη να κλάψω πολύ πάρα πολύ αν θέλω να πλημμυρίσει η Ίσις και όλα τα σπουδαία πράγματα δεν επαναλαμβάνονται και πως εάν ήθελα να κάνω κάτι σπουδαίο ήταν να κλάψω τόσο ώστε να δημιουργήσω κι εγώ τη δική μου λίμνη δακρύων αν ήθελα στ’ αλήθεια να είμαι αντάξια της ιστορίας που μου είχε φτιάξει και που όμως έπρεπε να διαλέξω ή θα σταματούσα το κλάμα για να μου την πει ή θα έπρεπε να συνεχίσω και να βάλω μπρος τη δημιουργία της  λίμνης…

Τα άλλα τα ανόητα, τα αδέλφια μου σταμάτησαν τις φωνές και με κοίταξαν με φθόνο...

(κοιτάει τον καθρέφτη)

Ακόμα τη νιώθω τη ζέστη από το άγγιγμά του στο πλευρό μου…

Τότε πέρναγε ακόμα η μπογιά μου, ήμουν μόλις δέκα χρονών…δεν κοίταγε να φύγει βιαστικά με την πρώτη ευκαιρία…Καθόμασταν δίπλα – δίπλα μπροστά  σε αυτόν τον ίδιο καθρέφτη,  και μου έλεγε για εκείνο το δωμάτιο που ήταν από την άλλη μεριά…
’Ενα σαλόνι λέει, ίδιο και απαράλλαχτο με το δικό μας… - και πιο μέσα μια σκάλα που πάνω ήταν τέσσερα παιδικά δωμάτια και μένανε ένας Χάρρυ, μια ΄Ηντιθ μια Λορήνα – και μετά δεν έλεγε παρακάτω.  για να με κάνει να ρωτήσω – μόνο αυτοί; Και χαμογελούσε και έλεγε «εσύ τι λες», κι εγώ έσφιγγα τα χείλη μου και δεν μιλούσα… «Και πως γίνεται να είμαι εδώ και να είμαι κι εκεί;»  Και αυτός έλεγε «πώς  είσαι τόσο  σίγουρη ότι δεν είσαι;…»

 «Θα καταλάβεις τι σου λέω, όταν αποφασίσεις να μπεις ολόκληρη πίσω από τον καθρέφτη». Κι εγώ φοβόμουν πως τότε ο καθρέφτης θα σπάσει…
Πώς μπορείς να περάσεις πίσω από τον καθρέφτη χωρίς να σπάσει;

Είχαμε πάει με τους γονείς μου στο Πανηγύρι του Λαντούννο στη Βόρειο Ουαλλία…μια τεράστια ζωοπανήγυρη, κάθε χρόνο περνούσαμε εκεί το καλοκαίρι και είχε ό, τι μπορεί να επιθυμήσει ένα παιδί – καρουσέλ, μαλλί της γριάς και ένα καθρέφτη και μια μάγισσα που σου έλεγε την τύχη σου και σε έβαζε να δεις τον μαγικό καθρέφτη, η κυρία Σόλομον – έτσι την έλεγαν.,  ακόμα το θυμάμαι – είπε στη μητέρα μας μπορούν αν θέλουν τα κορίτσια να δουν τη μοίρα τους, η μητέρα γέλασε και είπε πολύ αστείο αυτό και γιατί όχι…και καθίσαμε και οι τρεις στον πάγκο της – κάθε μια με τη σειρά της – και η κυρία Σόλομον μας έβαζε να δούμε στον καθρέφτη και στην αρχή δεν καταλάβαινες τίποτε, ήταν ένας καθρέφτης συνηθισμένος, είδα μόνο  ότι η κορδέλα μου είχε αρχίσει να λύνεται και σκέφτηκα πώς και δεν το είδε η μητέρα να με βάλει να την δέσω…και μετά τον γύρισε ανάποδα και τότε κατάλαβε γιατί είχε τρομάξει η Λορήνα…Αυτό που έβλεπα ήταν μια μακρουλή Αλίκη με κάτι μάτια που της φτάνανε ψηλά στο μέτωπο ως τα μαλλιά, και ένα λαιμό σαν φλαμίνγκο – φαντάστηκα τότε πως είμαι ένα φλαμίνγκο και βρέθηκα στο παζάρι του Λαντούνο με την οικογένεια των Λίντελλ- αστείο…

Η κυρία Σόλομον μου είπε – κατάλαβες μικρή μου  τι να προσέχεις…Αυτό θα συμβεί αν δεν ακούς ό, τι σου λένε οι μεγάλοι…Ω Θεέ μου τι κοινότοπο κακόγουστο αστείο…αχ κυρία Σόλομον αφήστε με να πω τη μοίρα μου μοναχή μου…είμαι ένα ροζ φλαμίγκο στο σώμα ενός κοριτσιού που ακούει από το πρωί μέχρι το βράδυ τους μεγάλους να του λένε τι πρέπει να κάνει…
 από το πρωί μέχρι το βράδι…και πρέπει να στριμώξει τα ανώμαλα ρήματα και τους κανόνες της γραμματικής και της  καλής συμπεριφοράς στο κεφάλι του…
Άσε τα λατινικά…

Τώρα που λέμε για τους κανόνες…είχαμε σκαρώσει μαζί μια ιστορία με το  μαγικό σχολείο των καθρεφτοεντόμων…Που εκεί λέει, τα παιδιά κυκλοφορούσαν στην τάξη όλη μέρα με απόχες και η δασκάλα ήταν μια τεράστια κάμπια που κάπνιζε το τσιμπούκι της, κάπνιζε αρειμανίως χωρίς να δίνει σημασία για το σαματά- ήταν και κουφή και δεν μπορούσες να της κάνεις καμμία ερώτηση – και στον αέρα πετούσαν μετοχές, αντωνυμίες και ανώμαλα ρήματα και τα παιδιά έτρεχαν να τα πιάσουν κάνοντας ένα απίθανο πανδαιμόνιο…και σκόνταφταν το ένα πάνω στο άλλο, προσέχοντας να μην πέσουν και ρίξουν τον την έδρα…Την είχαν βέβαια αρκετές φορές αλλά η κάμπια τους έβαζε και την έστηναν πάλι…Εκείνη καθόταν στο μανιτάρι της και άφηνε να σχηματιστούν στρογγυλά όμικρον και άλφα από τον καπνό…Και ένα ξι…μια φορά άφησε και ένα ξι και τα παιδιά σταμάτησαν τον κυνήγι τους και χειροκρότησαν…

Χρόνια μετά, ως κυρία Χάργκρεηβς ήταν που πήγα στην Αμερική  - πρώτη φορά στη ζωή μου και εκεί συνάντησα τον Πήτερ…Ήταν τότε που χρειάστηκε να πουλήσω στον πλειστηριασμό το αντίγραφό μου με τις περιπέτειες της «Αλίκης κάτω από το χώμα…»  Αυτός ήταν ο πρώτος τίτλος του βιβλίου, το Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων βγήκε μετά…Μας κάλεσε λοιπόν ο κύριος Τζόνσον, ο αγοραστής, στην εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια – τα έξοδα πληρωμένα -  και εκεί συνάντησα τον Πήτερ Λιούελιν…Τον Πήτερ του Πήτερ Παν…
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς…Το δικό μου αντίτυπο πουλήθηκε 15000 λίρες στο Σόθμπυς, τέσσερις φορές πάνω από την τιμή εκκίνησης…
Καθίσαμε δίπλα δίπλα, εμείς τα παιδιά  τα πιασμένα στους ιστούς της μνήμης…ένα κορίτσι που μεγάλωσε και ένα αγόρι που αρνήθηκε να μεγαλώσει…Εμείς τα άδεια κελύφη χωρίς ψυχή…εμείς που εμπνεύσαμε την Αλίκη και τον Πήτερ Παν…Τα περιφερόμενα τραύματα, αναγκασμένα να πουλούν τις περιπέτειές του σε πληστηριασμούς του Σόθμπις για να ζήσουν…Ο Πήτερ ήταν εκδότης, είχε πολεμήσει εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ήξερε πως νοιώθω. Δεν με άφησε λεπτό από κοντά του… όλο το βράδι, με κρατούσε από το χέρι…

Χορέψαμε μαζί ένα βαλς…Και μας χειροκρότησαν…ένας καθηγητής  μάλιστα στο λόγο του σχολίασε την παρουσία μας εκεί, και πώς τόσα χρόνια στην Αγγλία που ζούσαμε δεν είχαμε ποτέ συναντηθεί…
Δεν το πιστεύετε…αλλά ο Πήτερ Λιούελιν με φίλησε εκείνο το βράδυ…Με συνόδευσε με το ταξί στο ξενοδοχείο μας και είπαμε καληνύχτα και έσκυψε και με φίλησε…
Τρυφερός κλέφτης φιλιών  ο αγαπημένος μου Πήτερ…

αλλά δεν τον ερωτεύτηκα…

Ο Πήτερ  ρίχτηκε αργότερα στις γραμμές του τραίνου…δεν άντεξε την αυτοκτονία του αδελφού του, του Μάικλ…Τραγική  ήταν η τύχη των δυο παιδιών που δεν  μεγάλωσαν …
Τα χαμένα παιδιά... Γεμίζουν τον κόσμο ανδραγαθήματα, ανδραγαθήματα μέσα  και έξω από τα βιβλία και δεν μπορούν να αντέξουν το θάνατο του μικρού τους αδελφού…

Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το νου να μη μεγαλώσω…Αυτό μου το ψιθύρισε ο Πήτερ την ώρα του χορού 27 Ιανουαρίου 1932 – εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του ήδη τριαντατέσσερα χρόνια νεκρός…
Ήταν όμως πολύ αργά…
Μεγάλωνε πια κι αυτός στον κάτω κόσμο…Εκεί στα λαγούμια που με είχε στείλει. Που είχε στείλει και εκείνη, την άλλη, αυτήν που ζούσε στο άλλο δωμάτιο…που θα πήγαινα  κι εγώ δεν ανησυχούσα ότι θα σπάσει ο Καθρέφτης…

Αχ αυτός ο Καθρέφτης…Κοιτώ χρόνια το πρόσωπό μου και λέω πως το βλέπω αδιαίρετο ακόμα…
Κάτι θυμάμαι από την άλλη μεριά…ίσως όταν περνάς στον ύπνο σου δεν σπάει ο καθρέφτης…Ίσως το φαντάστηκα…Ενας βασιλιάς του σκακιού που κοιμάται και δεν ξυπνά με τίποτε…ένα πρόβατο και τα καθρεφτοέντομα…σίγουρα αυτά τα έχω ζωγραφίσει…
Και λέω μέσα μου την ιστορία – ξέρω τόσες ιστορίες να λέω που μπορώ να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου χωρίς να διαβάσω ούτε μια γραμμή – [γελά] να τώρα σκέφτομαι την κυρά του Σάλοτ που ήταν στο νησί της και ύφαινε, και ύφαινε ιστορίες κι  έβλεπε κι αυτή  τον κόσμο μέσα από έναν καθρέφτη…

Άλλοτε πάλι…βάζω μια φωνή – άχ αχ - και μετά τυλίγω το δάχτυλό μου και  βλέπω το αίμα να βάφει το άσπρο πανί και μετά το τρυπώ…και λέω αυτός δεν μπορεί να το ξέρει αυτό, δεν του το είπα…κι  όμως  εκείνη τη μέρα δεν ήρθε να με δει…

Μου είπε μετά  ότι αυτό συμβαίνει γιατί η λευκή βασίλισσα ζει στο χρόνο ανάποδα…πρώτα η κραυγή, μετά ο πόνος, μετά το λευκό πανί και μετά το αίμα που τρύπησε το δάχτυλό της…
Η μητέρα λέει ότι έτσι μπαίνουν τα κορίτσια στην εφηβεία…και μετά από λίγο θα είναι κοπέλλες και όλη αυτή η σκάλα που ανεβαίνεις σιγά σιγά και από Άλις Λίντελλ γίνεσαι κυρία Χάργκρέηβς…
Αλλά σε  καμία περίπτωση δεν του το είπα .

Αυτός επέμενε ότι πίσω από τον καθρέφτη, ο χρόνος τρέχει ανάποδα και δεν είναι μόνο το αίμα στο άσπρο πανί,  και που πρώτα  γίνεται η  εκτέλεση του κατάδικου, μετά τη καταδίκη του και στο τέλος η δίκη…

Με έβαζε συνέχεια να με καταδικάζουν στις δίκες. Να με κυνηγάει η κόκκινη βασίλισσα για να μου κόψουν το κεφάλι…

Θυμάμαι εκείνη τη δίκη που σηκώθηκα κατά λάθος και έριξα όλα τα καθίσματα με το ακροατήριο στο δικαστήριο… και έγινε πανζουρλισμός…Ήταν για εκείνη την κλεμένη τάρτα, τότε που κατηγόρησαν άδικα το βαλέ…

Κουβαλούσα την ενοχή στην τσέπη μου, για την αδικία στο βαλέ, για το αίμα της εφηβείας στο δάχτυλο της βασίλισσας…Απομακρυνόταν από κοντά μου γιατί  μεγάλωνα…Πιες το έλεγε…. Και μεγάλωνα…Γιατί στη ζωή να μη μικραίνω…Αυτός τα επινοούσε όλα και έρριχνε σε μένα το φταίξιμο για να μπορεί να φεύγει βιαστικός, ο αιδεσιμότατος Τσάρλς Ντόγκσον, ο αγαπημένος μου-  να το λέω τώρα…ο αγαπημένος μου αυτόν αγάπησα και όχι τον καημένο τον Χάργκρεηβς…ούτε και τον Πήτερ Λιούελιν – μην το βάλει ο νους σας…

Όχι πως δεν άρεσα σε πολλούς νεαρούς…Ομορφότερους από αυτόν, σίγουρα…

Παίζαμε ένα παιχνίδι με το μαντίλι του. « Ένα μαντίλι δεν μπορείς να το διπλώσεις πάνω από εφτά φορές».  μου έλεγε… «Μα πώς», έλεγα εγώ… «Να δες και μόνη σου»,  μου απαντούσε…Το δίπλωνε στα δυο και μετά στα τέσσερα και μετά με έβαζε να συνεχίζω στα 8 στα δεκαέξι, στα τριανταδύο και μετά σταματούσαμε στα εξηντατέσσερα, δεν πήγαινε παρακάτω…Κοίτα που φτάσαμε τον αριθμό με τα τετράγωνα της σκακιέρας «και να ξέρεις»,  έλεγε, ότι «η ιστορία σου πίσω από τον καθρέφτη παίζεται σε μια σκακιέρα…»
Η ιστορία  μου  από τότε που γεννήθηκα, μπροστά από τον καθρέφτη,  είναι κινήσεις κανόνες, που έμαθα να τους ακολουθώ…

Αλλιώς το άλογο, ο αξιωματικός, ο πύργος, η βασίλισσα…

ήθελα να μου πει είσαι η βασίλισσά μου, είναι η βασίλισσα Αλίκη…Και αυτός έβαζε τις βασίλισσες να με καταδιώκουν…

Μια φορά, όμως, ήταν σαν να μου το είπε…

Τότε που ήμασταν οι δυο μας με τη βάρκα. Δεν ήταν εκεί ο αιδεσιμότατος Ντάκγουορθ, όλοι είχαμε κατέβει περίπατο στην Ϊσιδα, τα τέσσερα μεγάλα παιδιά, η κυρία Μπήβερ και αυτός – με την άδεια της οικογένειας – .  Εκείνη τη μέρα, μια ομάδα θεατρίνων  είχαν έλθει στην Οξφόρδη και είχαν στήσει τη σκηνή τους  δίπλα στο ποτάμι…Τα παιδιά είχαν ξετρελλαθεί  και ήθελαν να δουν την παράσταση…Εγώ  περίμενα τη βαρκάδα πώς και πώς…Του είπα  τότε , «αχ…τρελέ μου καπελά, μπορούμε να πάρουμε οι δυο μας τη βάρκα;
Τι θα γίνει με εκείνη τη γριά χελώνα και την ιστορία της; Η Αλίκη πρέπει να πάρει τις απαντήσεις της»… του είπα…

Εκείνος χωρίς να μιλήσει  έλυσε το σχοινί και μπήκαμε οι δυο μας στη βάρκα…
Μόνο οι δυο μας…
Οι άλλοι δεν μας πήραν είδηση από τη φασαρία. Και άρχισε να κωπηλατεί και να απομακρυνόμαστε από την αρχή…δεν είχε δύναμη να μιλήσει…κουραζόταν….Κάποια στιγμή ζεστάθηκε και έβγαλε το σακάκι του…Και φάνηκε η αλυσίδα του ρολογιού στο γιλέκο του,  η αλυσίδα που τον κρατούσε δεμένο μακριά μου…

Είχε λαχανιάσει…αδύναταν να μιλήσει…εγώ έλεγα την ιστορία…Για εκείνο το φλαμέγκο που το είχε πάρει η Αλίκη αγκαλιά  και δυσκολευόταν να το κουμαντάρει και για τον άρχοντα των χρησμών, τον Χάμπτυ Ντάμπτυ, το τεράστιο αυγό…που όταν πέσει χρειάζεται όλος ο στρατός του βασιλιά να τον ξαναβάλει στον τοίχο…Και εκείνος γελούσε…Και του είπα μπορώ να πω και το τραγουδάκι…
Και το είπα...

Σε μια μάντρα κάθησε ο Χάμπτυ Ντάμπτυ, λέει…
Μεγάλη τούμπα έφαγε ο Χάμπτυ Ντάμπτυ κλαίει..
Τ’ άλογα φέρνει ο βασιλιάς, φωνάζει κάθε του άντρα
Το Χάμπτυ Ντάμπτυ δεν μπορούν να βάλουνε πάνω στη μάντρα…

Σταμάτησε κάποια στιγμή…

Κουράστηκες του είπα; Να τραβήξω εγώ κουπί…Όλα μπορούσα να τα κάνω για εκείνον…

Ακούμπησε τα κουπιά στο πλάι…έβαλε τα χέρια του μπροστά και τα κουπιά βγήκαν από το νερό και σηκώθηκαν ψηλά σαν φτερούγες πουλιού κι εκείνος έσκυψε μπροστά και με κοίταξε σαν μαγεμένος … με κοίταξε βαθειά στα μάτια σαν…

Ο τριαντάχρονος  εφημέριος Τσαρλς Ντόγκσον  και η δεκάχρονη βασίλισσα Αλίκη σε μια βάρκα…

Μια στιγμή πέρα από τη ζωή μου που  θα φτάσει για όλη τη ζωή μου…



 «Να προσέχεις μην πέσεις»,  μου είπε με σβησμένη φωνή…

Και πήρε τα κουπιά…Πάλι…έσκυψε κάτω…έπιασε την αλυσίδα και είδε την ώρα…

Ο χρόνος άρχισε να μετράει πάλι προς τα μπρος, αμείλικτος…

Σαν να ήπια το πιες με…και να εκτινάχτηκα με τον αφυσικο μακρύ λαιμό του καθρέφτη της κυρίας Σόλομον,  με ίλιγγιωδεις ταχύτητες μακριά του…

Αυτός…σκυφτός., χωρις με ξανακοιτάξει στα μάτια,  άρχισε να κωπηλατει προς την ακτη. Εγω είχα σουρώσει στην άκρη της βάρκας. Αμίλητη. Χωρίς να καταλαβαινω τι λάθος είχα κανει.

Δέσαμε τη βάρκα και πήγαμε  να βρούμε τους άλλους. Η παράσταση δεν είχε τελειώσει και σταθήκαμε να περιμένουμε στην άκρη…Πήγε και αγορασε λεμονάδες για όλα τα παιδιά…

Μου έδωσε τη δική μου και σκέφτηκα πάλι το πιες το…Αυτό το πικρό ποτήρι…Αυτό που τον έκανε να χάσει το ενδιαφέρον του…

Και πάλι εδώ…Η Βασίλισσα Αλίκη μπροστά στον καθρέφτη της, κοιτά το πρόσωπό της ακέραιο στη σκόνη…
Ο λαιμός της δεν άλλαξε από τότε…Οι ρυτίδες σταθερές στον αριθμό τους….

Παλιά τον πείραζα που συνήθιζε να μου μετρά τις γραμμές στα σκίτσα  όλων των εικονογράφων κι να τις συγκρίνει με αυτές του Τένιελ…Ήθελε την απόλυτη πιστότητα νόμιζα…Παρατηρούσε  όμως τις ρυτίδες μου…Τις μετρούσε…

Τώρα έφτασα σε μια ηλικία που η μνήμη μου λειτουργεί σε δυο κατευθύνσεις…
Μπορώ και θυμάμαι τι θα συμβεί…
Νιώθω τον ίλιγγο από την πτώση…απαλά απαλά σε σκοτεινά λαγούμια…

Στην τρύπα του λαγού…πίνουμε τσάι όπως πριν…και ο τρελλο καπελλάς έτοιμος να μας εγκαταλείψει πριν καλά αρχίσει το τσάι του…
και σηκώνει το φλιτζάνι από το τραπέζι αφήνοντας μια απύθμενη τρύπα από σιωπή…

Να προσέχεις μην πέσεις μου είχε πει…

Ο ίλιγγος από την πτώση…εσύ μου τον έμαθες αιδεσιμότατε…

Και από τότε μεγαλώνω και πέφτω…

Φτιάχνω το τσάι μου…αφηρημένη…με όμορφα αγγλικά κέηκ βουτύρου και προπαντώς μικρές τάρτες με μαρμελάδα κεράσι…

Το πίνω και κοιτώ πίσω από τον καθρέφτη και όλα τα βλέπω, εγώ η βασίλισσα Αλίκη, η χήρα Χάργκρεηβ και χαίρομαι που  σε λίγο θα έλθω να σε βρώ, αγαπημένε μου…θα περάσω τις δοκιμασίες των Τουιντελτιμ και Τουιντελντάμ, θα υποκλιθώ – όπως εγώ ξέρω στο Λέοντα και το Μονόκερω, κρατώντας το ροζ φλαμένγκο μου αγκαλιά…θα σε συναντήσω στον κήπο με τα καθρεφτολούλουδα…Να μου προσφέρεις το καθρεφτοχρυσάνθεμο, να μου δώσεις το χέρι και πάμε βαρκάδα πάλι μαζί  στη λίμνη των δακρύων…Των δακρύων μου…Τα κατάφερα επιτέλους…Έκλαψα πολύ…Χρόνια…

Η μνήμη μου δουλεύει τώρα και στις δυο κατευθύνσεις, σου λέω…
 Και στον καθρέφτη το μέλλον γίνεται παρόν…Και όλα αυτά πρόκειται να συμβούν, άλλη μια φορά…

Περίμενέ με…


 Εικόνες από το Internet
http://www.sl-lost.com/WR02%20The%20White%20Rabbit.jpg
 

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Με τον Ιαγουάθα στο Βόλο ή ο ζωγράφος Θεόφιλος στη Χώρα των Θαυμάτων

Έχουν περάσει περίπου εκατό χρόνια από το θάνατο του Άγγλου συγγραφέα, κληρικού και μαθηματικού Τσάρλς Ντόγκσον, που οι περισσότεροι τον γνωρίζουν με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ, μια και αναγνωρίζουν σε αυτόν τον συγγραφέα του δημοφιλέστατου μυθιστορήματος, για παιδιά υποτίθεται, της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων



Είναι πια ευρύτερα γνωστό το πάθος του για τις φωτογραφίες μικρών παιδιών, μικρών κοριτσιών δηλαδή, τα οποία φωτογράφιζε με την άδεια των οικογενειών τους, χρησιμοποιώντας τη φωτογραφική του μηχανή στην οποία είχε δώσει το όνομα του μυθιστορηματικού ήρωα του Λονγκφέλλοου, του Ιαγουάθα.


 Για το λεπτό θέμα της φωτογράφισης των κοριτσιών από τον αιδεσιμώτατο Τσαρλς Ντόγκσον και για την ιδιαίτερη αγάπη του για τα νεαρά κορίτσια – ένα από αυτά μάλιστα ήταν και η Άλις Λίντελλ που ενέπνευσε την ηρωίδα της Αλίκης – έχουν γραφτεί πολλά (βλ. καιhttp://stintrypatoulagou.blogspot.com/2009/11/blog-post.htm) Ίσως είναι και άλλα που δεν ξέρουμε που ενδεχομένως αποκαλύπτονται στα ημερολόγιά του.


Ο Κάρολ άφησε μετά το θάνατό του ένα μεγάλο αριθμό επιστολών και δεκατρείς τόμους προσωπικών ημερολογίων, τέσσερις από τους οποίους αγνοούνται σήμερα. Ο πρώτος ξεκινά από το Οκτώβριο του 1853 και η τελευταία καταγραφή σταματά τον Δεκέμβριο του 1897.

Τα ημερολόγια πωλήθηκαν στη Βρετανική βιβλιοθήκη αλλά είναι ελλιπή. Από τους υπόλοιπους εννέα τόμους των ημερολογίων λείπουν εννέα σελίδες. Αυτό βάζει σε υποψίες βέβαια τους οπαδούς του Κάρολ και κάνει αυτούς που τον υποπτεύονται για αμφιλεγόμενες προτιμήσεις σε σχέση με τα νεαρά κορίτσια, να τρίβουν τα χέρια τους. Είμαι της γνώμης ότι κανείς από αυτούς δεν επιθυμεί κατά βάθος να βρεθούν οι χαμένες σελίδες και οι τόμοι των ημερολογίων.

Αυτό είναι κατανοητό βέβαια γιατί θα διέκοπτε μια προσφιλή διαμάχη χρόνων.



Αρχίζω λοιπόν να αφηγούμαι τη δική μου σχέση με την υπόθεση των χαμένων ημερολογίων και ελπίζω οι ειδικοί να διαβάσουν αυτές τις γραμμές και να ασχοληθούν πιο σοβαρά, αν και δεν το πιστεύω, γιατί όπως είπαμε, είμαι της γνώμης ότι κανείς δεν θέλει να βρεθούν τα ημερολόγια--->


Ας αρχίσουμε λοιπόν από την αρχή και από το βιβλιοπωλείο Wrights of Louth Ltd στο Λάουθ του Λινκολνσάιρ. Το Wrighs of Louth, βιβλιοπωλείο και χαρτοπωλείο τράβηξε την προσοχή μου – επισκέφτηκα φυσικά όλα τα βιβλιοπωλεία του Louth πέρυσι το καλοκαίρι και όλα ήταν εξαιρετικά πλούσια εφοδιασμένα – με το απαραίτητο συμπλήρωμα σε τουριστικούς χάρτες και γραφική ύλη – αλλά το συγκεκριμένο τράβηξε την προσοχή μου εξ αιτίας της ανάποδης πινακίδας του. Παράδοση μου είπαν! Τι άλλο! Όταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης ανάρτησε την πινακίδα, νύχτα ήτανε, μεθυσμένοι οι μαστόροι ήτανε, τη βάλανε ανάποδα. Το θεώρησαν μετά γρουσουζιά να το αλλάξουν, και οι επόμενοι που αγόρασαν το μαγαζί δεν θέλησαν να χαλάσουν την παράδοση.



Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η χαρά μου όταν συνάντησα εκεί τη Jean μια κυρία ενενήντα και βάλε ετών. Είχαμε γνωριστεί στο λεωφορείο όταν πήγαινα στο Λάουθ και αμέσως με θυμήθηκε, φωτογραφηθήκαμε μαζί και όταν τη ρώτησα τι γύρευε εκεί, η Jean μου είπε το καταπληκτικό «δουλεύω»! Δεν νομίζω ότι το έκανε από ανάγκη – ας μην χαίρονται αυτοί που μαστορεύουν τώρα τα νομοσχέδια για το ασφαλιστικό – αλλά γιατί μάλλον ήθελε να βγαίνει από το σπίτι και να βλέπει ανθρώπους.


Ήταν τόσο χαριτωμένη...Μεταξύ άλλων μου είπε ότι ως μαθήτρια πήγαινε Κατηχητικό στην εκκλησία της Αγίας Μαργαρίτας του Κέντιγκτον,


Εκεί που όπως τώρα ξέρουμε ήταν ο άγνωστος τάφος του Ανδρέα Κάλβου εκεί στην Church Lane με τους πανσέδες όπως έχουμε πει μια άλλη φορά εδώ.


Δεν φαντάζεστε λοιπόν την έκπληξή μου όταν είδα ανάμεσα στα παλιά βιβλία του βιβλιοπωλείου κάποιες φωτογραφίες, που μου φάνηκαν γνωστές πιασμένες σε ένα πράσινο χαρτόνι, με μια μορφή που είχα ξαναδεί αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ από πού...


Από τη φορεσιά, φουστανέλα, φαινόταν ότι ήταν στα σίγουρα Έλληνας.

 Στη γωνία της φωτογραφίας διάβασα: "1868, με τον Ιαγουάθα στο Βόλο"! Εκείνη τη στιγμή δεν πήγε ο νους μου παρά στον Ιαγουάθα, τον Ινδιάνο μυθιστορηματικό ήρωα του Λονγκφέλλοου, όχι πως τον έχω διαβάσει αλλά τον είχα δει σε παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων (με το γιο μου φυσικά ).

Στην αρχή θεώρησα ότι ο Εγγλέζος περιηγητής που βρέθηκε στο Βόλο, θα φωτογράφησε κάποιον ληστή της εποχής. Μετά όμως, διάβασα παρακάτω:

«Ο Θεόφιλος είναι ένας λαΙκός άνθρωπος. Ένας πριμιτιφ ζωγράφος. Ένας τρελός για τα μάτια του κόσμου, που τον ακούει να λέει παράδοξα πράγματα για τις ζωγραφικές του και που τον βλέπει να τρέχει στους δρόμους, ντυμένος σαν Μέγας Αλέξανδρος.


Αυτό που με τραβά περισσότερο σε αυτόν, παρά το ότι δεν καταλαβαίνω πάντα τα παραφθαρμένα ελληνικά του και χρειάζομαι διερμηνέα, νάναι καλά ο Frederic Villies ο κινηματογραφιστής που μου μεταφράζει - είναι ότι είνα ι κι αυτός τραυλός. ΄Όπως εγώ.


Και ενώ εγώ γλύτωσα από τον εξευτελισμό να χρειάζεται να επιτελώ τη θεια λειτουργία μην προχωρώντας στην ιεραρχία της ιεροσύνης, αυτός υφίσταται τους εξευτελισμούς των μικρών παιδιών για τον τρόπο που μιλάει. Παραλίγο να τον ρίξουν από μια ανεμόσκαλα όπου είχε ανεβεί για να δουλέψει. Με τη βοήθεια του Villies του αφηγήθηκα ιστορίες της Αλικης και αυτός άρχισε να μου φτιάχνει ένα φόλιο με σκίτσα που δεν είναι και άσχημα...



Απλά δεν δέχεται να κάνει το κουνέλι να σταθεί στα πόδια του να κοιτάει το ρολόι. Καθόλου ανθρωπόμορφο. Αλλά δεν μπορώ να του αλλάξω γνώμη.


 Έχει ζωγραφίσει έναν υπέροχο βαλέ σαν Ερωτόκριτο...


....και στο Βασιλιά επιμένει να φορά περικεφαλαία...



Παντού προσθέτει μια γάτα, φαντάζομαι επειδή δεν μπορεί να αποδόσει τη nonsense έννοια του χαμόγελου χωρίς τη γάτα.»



Αν τα κείμενα δεν ήταν πλαστά, ήμουν μάρτυρας μιας μοναδικής συνάντησης στην ιστορία. Χωρις αμφιβολια επρόκειτο για πολύ σημαντικό ντοκουμέντο συνάντησης του Λιούις Κάρολ με το Θεόφιλο. Η επίσκεψη του Κάρολ στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλια δεν ήταν γνωστή βέβαια, αλλά με δεδομένη την εξαφάνιση των τεσσάρων τόμων από το ημερολόγιό του Κύριος οίδε ποσα άλλα δεν ξέρουμε ακόμη.

Δεν είχα τη δυνατότητα να αγοράσω τις φωτογραφίες, αλλά σας βεβαιώνω αν πάτε στο Wrights of Louth το πιθανότερο είναι να υπάρχουν ακόμη...



Για τη συνάντηση Κάρολ - Θεόφιλου, δεν έχω ακούσει από πουθενά αλλού. Ούτε το ανέφερα ποτέ γιατί ποιος θα με πίστευε…

Δεν ζήτησα, ακριβώς επειδή ήταν πολύ ακριβό το απόκτημα να το φωτογραφίσω, ντράπηκα.




Να όμως που προχτές, που επισκέφτηκα το Μουσείο του Θεόφιλου, είδα μπροστά μου τη ζωντανή μαρτυρία αυτής της συνάντησης. Και δεν εννοώ τους Ερωτόκριτους και τους Βασιλείς με την περικεφαλαία που ο Κάρολ έβλεπε σαν βαλέ και βασιλιά της τράπουλας.


Εννοώ το κουνέλι και τη γάτα που φιγουράρουν στον πινακα που βλέπετε, κάτω από το οικογενειακό τραπέζι,




Αδιάψευστη απόδειξη της επίσκεψης του Θεόφιλου στη Χώρα των Θαυμάτων!


ΥΓ
Αυτή η παλιά ανάρτηση στις Πινακίδες από κερί είναι μια σύνθεση από φωτογραφίες και συνειρμούς που υποστηρίζουν και πλαισιώνουν μια μυθοπλασία, μια φανταστική συνάντηση αξιοσημείωτων ανθρώπων. Με το tag "μυθοπλασίες" την έχω άλλωστε κατατάξει στο μπλογκ. Το χάρηκα τόσο πολύ όταν το έφτιαχνα και το "τεκμηρίωνα" που σε μια άλλη πραγματικότητα, στη χώρα των θαυμάτων αυτό έχει συμβεί...

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΕΝΝΑΜΕΝΟ ΠΑΡΟΝ*: Και ευρέθηκα οπίσω από έναν καθρέφτη...

Όταν η Αλίκη πέρασε μέσα από τον καθρέφτη, δεν ξεπέρασε μόνο το όριο ανάμεσα στον καθημερινό/πραγματικό κόσμο και τον κόσμο της φαντασίας. Υπήρξε η πρώτη που περιπλανήθηκε στο χώρο και στο χρόνο, στην ιστορία, τη γεωγραφία και τη ανθρωπολογία ακόμα, ενός παραμυθένιου σύμπαντος εγκλείστων αλλά θαυμαστών όντων και συμβάντων, πίσω από τον καθρέφτη.


Για πρώτη φορά δηλαδή στην ιστορία των αφηγήσεων, ο θαυμαστός κόσμος των ειδώλων και των αντανακλάσεων διαρρηγνύει τα όρια ανάμεσά στο πραγματικό και την αναπαράσταση. Αυτό έγινε αργότερα πλειστάκις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Τομ Μπάξτερ (Τζεφ Ντάνιελς) στην ταινια του Γουντυ Αλλεν το Πορφυρο Ροδο του Καίρου, που πέρασε από τον «έγχρωμο» έστω κόσμο των σκιών της οθόνης στην πραγματικότητα, γοητεύοντας και απογοητεύοντας την Σεσίλια (Μία Φάρροου).


Η ταινία αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, ακριβώς επειδή η σύγχυση ανάμεσα στους δύο κόσμους – που έχει ήδη ξανασυμβεί για να θυμηθούμε μόνο το θεατρικό του Πιραντέλο «έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» που λέγεται ότι την ενέπνευσε στο Γούντυ Άλλεν - επειδή το όριο που παραβιάζεται ανάμεσα στους δύο κόσμους είναι μια επίπεδη επιφάνεια – μια οθόνη σε αυτή την περίπτωση/ένας καθρέφτης στην περίπτωση της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων.

Η ακαταμάχητη γοητεία του «άυλου» κόσμου των ειδώλων του καθρέφτη οδηγεί εν τούτοις, πάντοτε, στο ανέφικτο της ουσιαστικής ανταλλαγής με το είδωλο, για να θυμηθούμε και το πρώτο της θύμα – το Νάρκισσο που πνίγηκε κοιτώντας την αντανάκλασή του. Ας ρίξουμε όμως το βλέμμα μας σε μια άλλη όψη αυτού του κόσμου, στις παραμορφώσεις δηλαδή και τις ανατροπές που μπορεί να προκαλέσει στην ροή του χρόνου.




Ο καθρέφτης και ο χρόνος, λοιπόν…

Εκ πρώτης όψεως η γυναικεία φιλαρέσκεια και ο φόβος του χρόνου:

Η Λαΐδα της Παλατινής Ανθολογίας αφιέρωνε τον καθρέφτη της στην Αφροδίτη γιατί δεν άντεχε να βλέπει τις αλλαγές που είχε προκαλέσει στο όμορφο πρόσωπό της ο χρόνος



«Ο σύντροφος της νιότης μου, δικός σου ας είναι τώρα,
Τι μόνο εσύ αφρογέννητη, το χρόνο δεν τρομάζεις». [1]



Η Βασίλισσα μητριά της Χιονάτης συνομιλούσε με το δαίμονα – το στοιχειό του καθρέφτη που της αποκάλυπτε – αμείλικτα – ποια ήταν η ομορφότερη στον κόσμο.
Ο καθρέφτης και η προνομιακή από ότι φαίνεται σχέση του με το πέρασμα του χρόνου, συγκεντρώνουν στη γυαλιστερή του επιφάνεια της προσδοκίες των ανθρώπων κατά καιρούς να αντλήσουν και άλλες αλήθειες, να μπορέσουν να δουν όχι μόνο το πέρασμα, και τις ρυτίδες του γήρατος, αλλά και πέρα από το παρόν, εκεί στις ανεξερεύνητες πτυχώσεις του μέλλοντος.

Έτσι, ο Νοστράδαμος συγγράφοντας τις προφητείες του εικονίζεται με τον περίφημο καθρέφτη του. Ακόμα πιο παλιά, ο Λουκιανός στην Αληθή Ιστορία του περιγράφει τον Καθρέφτη του φεγγαριού,






« όπου υπάρχει ένα πηγάδι στο Παλάτι (στη Σελήνη) όπου έχουν στήσει από πάνω έναν τεράστιο καθρέφτη. Αν κατέβει βαθειά στο πηγάδι, ακούει κανείς όσα λέγονται στην γη και βλέπει τις πολιτείες κι όλους τους λαούς σαν να ’ναι ανάμεσά τους …» [2]

Ποτέ δεν έγινε όμως μια - λογοτεχνική έστω - σπουδή στο πώς θα συμβεί η πρόβλεψη του μέλλοντος.

Εκτός από την περίπτωση της Αλίκης.

Η Αλίκη, διαπερνώντας την υλικότητα του κόσμου του καθρέφτη και εισβάλλοντας τυχαία – ίσως με αυθάδεια – σε έναν συμμετρικό σύμπαν, μας προσφέρει δια χειρός Λιούις Κάρολ, μια σπουδή σε έναν άλλο κόσμο θαυμάτων που διέπεται από τη σχέση του με τον εδώ – ομοιότητα διαφορά – συμμετρία – ετερότητα.


"Les miroirs feraient bien de réfléchir avant de renvoyer les images"

είχε πει ο Jean Cocteau, κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με το réfléchir αντανακλώ – σκέφτομαι –: «Οι καθρέφτες είναι προτιμότερο να σκέφτονται (αντανακλούν) λίγο πριν ξαναστείλουν πίσω τις εικόνες», λέει, σχολιάζοντας το βάρος της γνώσης του καθρέφτη, το βάρος των συνεπειών του χρόνου για τη φιλάρεσκη γυναίκα ή για τον τολμηρό οιωνοσκόπο.




Ας γυρίσουμε όμως στο Πίσω από τον καθρέφτη και τι είδε η Αλίκη εκεί. Μα τι είδε εκεί; Έναν κόσμο που καθορίζεται από μια υλικότητα – συμμετρική. Τόσο συμμετρική που Αλίκη ήδη προβληματίζεται για τη δυνατότητα ανταλλαγών με το δικό μας κόσμο. Τόσο συμμετρική που ίσως είναι αλλόκοτη και επικίνδυνη. Γι’ αυτό το λόγο, συζητώντας με τη γάτα της την Κίττυ για το πώς θα είναι ο κόσμος πίσω από τον καθρέφτη αναρωτιέται:


«Αναρωτιέμαι αν αυτοί εκεί θα σου έδιναν γάλα. Ίσως να μην πίνεται το γάλα του Καθρέφτη…»

Η μικρή διαφορά της καθρεφτικής συμμετρίας, αυτή που κάνει τα δυο μας χέρια να μην ταυτίζονται, και επεμβαίνει στις χημικές ιδιότητες των στερεοϊσομερών, καθιστά τον κόσμο του καθρέφτη, αν όχι επικίνδυνο τουλάχιστον «άλλο». Καθώς ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του στο ταξίδι αναρωτιόνταν φτάνοντας σε κάποιον νέο τόπο – «ποια χώρα βρωτών είναι αυτή» και σκεφτόταν πρώτα από όλα «τι τρώνε; », έχοντας από πριν τις οδηγίες για το τι δεν πρέπει να πειράξουν, τα βόδια του Ήλιου ή τους Λωτούς στη χώρα των Λωτοφάγων, έτσι και η Αλίκη προστατεύει το γατάκι της από τις καταστρεπτικές συνέπειες της επαφής με τον κατοπτρικό κόσμο.




Αλλιώτικα πλάσματα, αλλιώτικα άνθη, αλλιώτικα έντομα, αλλιώτικα ανθρωπόμορφα όντα – ο επίπεδος κόσμος των τραπουλόχαρτων με τους βασιλείς και τους βαλέδες – αντικαθίσταται από τον τρισδιάστατο κόσμο του σκακιού.
Βασιλείς και Βασίλισσες, πύργοι, ιππότες και πιόνια ζουν τα δικά τους παράδοξα και μας καταπλήσσουν, με αυτά που μας αποκαλύπτουν, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση έχει η «ανωμαλία» στη ροή του χρόνου:

Θυμηθείτε την κούρσα της Αλίκης με την κόκκινη Βασίλισσα, όπου τρέχουν, τρέχουν, φαίνεται «σαν να πετάνε στον αέρα» και εν τούτοις βρίσκονται στο ίδιο σημείο.





«Μα στη δική μας χώρα» είπε η Αλίκη λαχανιάζοντας ακόμα, «βρίσκεσαι κάπου
αλλού αν τρέχεις τόσο γρήγορα για πολλή ώρα – όπως εμείς κάναμε.»

Η ταχύτητα λοιπόν που όσο μεγάλη και να είναι δεν επηρεάζει την απόσταση είναι ένα πρώτο σημάδι του ότι ο χρόνος εκεί κυλάει αλλιώς!!!

Και που είστε ακόμα.

Όταν η Αλίκη συναντά την Άσπρη Βασίλισσα και προσπαθεί τρυφερά να της μαζέψει τα μαλλιά της με μια φουρκέτα, εκείνη, ούτε λίγο ούτε πολύ της αποκαλύπτει ότι ζει ανάποδα στο χρόνο!


«Αυτό συμβαίνει όταν ζεις προς τα πίσω• αισθάνεσαι πάντα ζαλισμένος στην αρχή…» είπε καλοσυνάτα η Βασίλισσα.
«Όταν ζεις προς τα πίσω!» Επανέλαβε ξαφνιασμένη η Αλίκη. «Δεν άκουσα ποτέ κάτι τέτοιο!»
«…έχεις όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα έτσι: η μνήμη σου δουλεύει και προς τις δυο διευθύνσεις».
«Είμαι σίγουρη πως η δική μου η μνήμη δουλεύει προς μια κατεύθυνση», παρατήρησε η Αλίκη. «Εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ πράγματα πριν συμβούν».

Η ενθύμηση του μέλλοντος ως καθρεφτισμός της μνήμης, λοιπόν…

Παρακάτω, γελάμε με τα ευτράπελα των χρονικών ανατροπών, όπως η περίπτωση του Αγγελιοφόρου του Βασιλιά που είναι στη φυλακή τιμωρημένος πριν τη δίκη του, που θα αρχίσει την ερχόμενη Τετάρτη, και πριν ακόμα και από το αδίκημα, που θα το διαπράξει αργότερα.

Όλα αυτά η Βασίλισσα τα αφηγείται τυλίγοντας μια γάζα στο δάχτυλό της, και στερεώνοντάς την με ένα λαστιχάκι για να περιποιηθεί ένα τραύμα για το οποίο αρχίζει σε λίγο να φωνάζει.


«Οχ., οχ, οχ», φώναξε η Βασίλισσα τινάζοντας το χέρι της σαν να’ θελε να το
ξεκολλήσει.
«Το δάχτυλό μου τρέχει αίμα! Οχ, οχ, οχ, οχ!»
Οι στριγγλιές της έμοιαζαν με σφύριγμα ατμομηχανής, που η Αλίκη αναγκάστηκε να κλείσει τα αυτιά της με τα χέρια της.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε μόλις βρήκε την ευκαιρία να ακουστεί. «Τρυπήσατε το δάχτυλό σας;»
«Όχι ακόμα», είπε η Βασίλισσα, «αλλά θα το τρυπήσω σύντομα! Οχ, οχ, οχ!»


Και όλα αυτά συνέβησαν επειδή η Αλίκη πέρασε μέσα από τον καθρέφτη.

Από την ελληνική λογοτεχνία μας τώρα, θα ήθελα αντιγράψω μια σελίδα όπου ο καθρέφτης, αρχικά στην υπηρεσία των γυναικών για να τις κολακεύει και αργότερα για να τους λέει την αλήθεια με την αποκάλυψη των ρυτίδων του χρόνου, γίνεται κάποτε, σπουδάζοντας τον καθρεφτικό κόσμο του η οθόνη των προβλέψεων.


Πρόκειται για μια από τις σελίδες του καθρέφτη, από το ημιτελές έργο του Διονυσίου Σολωμού «Η γυναίκα της Ζάκυθος». Η γυναίκα της Ζάκυθος που εχθρεύεται την ελληνική επανάσταση, σαν τη μητριά της Χιονάτης


«όταν ήτουν μοναχή, επήγαινε στον καθρέφτη και κοιτώντας εγέλουνε και έκλαιε . Και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ’ όσες είναι στα Εφτάνησα»
Το έργο είναι αφηγημένο από τον Ιερομόναχο Διονύσιο, ο οποίος για αυτή την κατάσταση από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο «Πικραίνεται». Το έργο βρίθει από συγκλονιστικές προφητείες και οράματα σχετικά με το Μεσολόγγι.
Αυτό που θα αντιγράψουμε όμως εδώ είναι το όραμα του μοναχού Διονυσίου, στο κεφάλαιο 6 με τίτλο: «ΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΕΝΝΑΜΕΝΟ ΠΑΡΟΝ. Η ΚΑΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ».

Μα πώς γίνεται να συμβεί η αναστροφή αυτή, του να γίνει το μέλλον παρόν και να μπορούμε να το δούμε, παρά μόνον μέσα στον καθρέφτη;

Όπως ξεκινά λοιπόν ο αφηγητής, ο μοναχός Διονύσιος, για τον Άγιο Λύπιο, γίνεται μάρτυρας ενός θαύματος:


« 5. Και ευρέθηκα οπίσω από έναν καθρέφτη, ανάμεσα σ' αυτόνε και στον τοίχο. Και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο του δώματος.



6. Και μιά φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε την ακουή λέγοντας:
7. Ώ Διονύσιε Ιερομόναχε, το μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν. Ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησην Θεού.

8. Και μιά άλλη φωνή μου είπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας.
9. Και αυτή η δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που απέθανε και είχα γνωρίσει. Και εθαύμαξα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουσα την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει. Και άκουσα ένα τρίτο μουρμουρητό που εφαινότουνα μία φυσηματιά μες στον καλαμιώνα, όμως δεν άκουσα λόγια.
10 Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι
φωνές, και δεν είδα παρά τους δύο χοντρούς και μακρίους πέρονους που
εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε ο καθρέφτης δεμένος από τη
μέση.
11. Και αναστενάζοντας βαθιά, καθώς κάνει ο ανθρωπος οπού βρίσκεται
γερασμένος, αγρίκησα μυρωδία από λείψανο.
12. Και εβγήκα από κεί και εκοίταξα τριγύρω και είδα.
13. Είδα αντίκρυ από τον καθρέφτη στην άκρη της κάμερας ένα κρεβάτι, και κοντά στο κρεβάτι ένα φως. Και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μες στο κρεβάτι τίποτες, και απάνου ήτανε πολλή μύγα κουλουμωτή.
14. Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μιά κεφαλή ακίνητη και <λιανή> σαν
εκείνες που κάνουνε στα χέρια και στα στήθια οι πελαγίσιοι με το βελόνι.
15. Και είπα μέσα μου: Ο Κύριος μου έστειλε ετούτη τη θέα για σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του.
16 Για τούτο εγώ, παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχτεί να με βοηθήσει για να καταλάβω αυτό το σύμβολο, εσίμωσα το κρεβάτι.
17. Και κάτι αναδεύτηκε μες στα σεντόνια τα λερωμένα και ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα.
18. Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου εταραχθήκανε τα
σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ως το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό.»


Πίσω από τον Καθρέφτη λοιπόν, και τι είδε ο Ιερομόναχος Διονύσιος εκεί…

* Κεφ. 6 Η γυναίκα της Ζάκυθος, Διονύσιος Σολωμός





[1] Παλατινή Ανθολογία, VI, 18, [μετάφραση Βασ. Ι. Λαζανάς, εκδόσεις Παπαδήμα, 1992], παρατίθεται Στο Μάτι του Καθρέφτη, Φρανσουάζ Φροντιζί – Ντυκρού, Ζαν Πιερ Βερνάν, Μετάφραση Βάσω Μέντζου, Επιμέλεια: Παντελής Μπουκάλας, Εκδόσεις Ολκός Αθήνα 2001
[2] Αληθής ιστορια. Λουκιανός. 1, 26 [μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης, ύψιλον/βιβλία. 1983], παρατίθεται στο ίδιο.
[3] Η γυναίκα της Ζάκυθος, Διονύσιος Σολωμός, Επιμέλεια – επίμετρο, Δημήτρης Δημηρούλης, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2008






Πηγές εικόνων:
http://www.procolharum.com/003/looking-glass.jpg
http://wordandimage.files.wordpress.com/2007/08/sue_-blackwell_alice_through-the-looking-glass.jpg
http://www.busterk.com/sitebuildercontent/sitebuilderpictures/purplerose.jpg
http://media-2.web.britannica.com/eb-media/00/76200-004-C102EE2D.jpg
http://ebooks.adelaide.edu.au/c/carroll/lewis/looking/images/thru_the_glass.jpg
http://www.astro.ubc.ca/lmt/lzt/images/spincast05.jpg
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/1/12/Snow_White_Mirror_3.png http://www.geocities.com/etabac60/nostradamus.jpg
http://4.bp.blogspot.com/_VsVI5vymOQA/SBT2mgs_0II/AAAAAAAAAeE/YSGQsGni000/s400/agios+lypios.jpg http://www.marketoracle.co.uk/images/janice_cat.jpg
http://www.64dakinioracle.com/images/Dakini_mirror.jpg http://www.sharebook.co.kr/disney/a/백설공주.files/image004.jpg
http://www.intentblog.com/archives/metamorphosis.jpg
http://www.planetperplex.com/img/dali_mae_west.jpg
http://fineartamerica.com/images-medium/17th-18th-century-old-master-painting-on-canvas-old-master.jpg
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiL3-s1VGRbySTIYzQ6vnff2UsjVOV9XXsQ16FjV3cwhbW2ymC3_WYnqeR9W-mUqiVCWnxlLlJaFOsUHTLarnc1deK7lA__PE4PGiptMSfg2WcMmRwbm2UZQscmQzgWdwKB1iCDkbj7sh4/s400/whos_fairest_hi.jpg
http://images.inmagine.com/img/rubberball/rb112/rb112067.jpg
.
.


ΥΓ. Συνεισφορά του Ναυτίλου
(Πριν προλάβω να απαντήσω ακόμα στα εξαιρετικά σχόλια των φίλων, αναρτώ αυτό το θαυμάσιο κείμενο του Αργύρη Χιόνη για τους Δαίμονες του Καθρέφτη από τα Όντα και μη Όντα, που είχε την καλοσύνη να μας μεταφέρει ο Ναυτίλος και τον ευχαριστώ)

Κάποτε, πολύ παλιά,την εποχή του θρυλικού Κίτρινου Αυτοκράτορα... ο κόσμος των καθρεφτών και ο κόσμος των ανθρώπων δεν ήταν όπως σήμερα, χωρισμένοι ο ένας απ' τον άλλον. Ήτανε πολύ διαφορετικοί, ούτε τα όντα ούτα τα χρώματα ούτε τα σχήματα συνέπιπταν. Τα δύο βασίλεια,, κείνο των καθρεφτών και το ανθρώπινο, ζούσαν ειρηνικά και μπαινοβγαίναν στους καθρέφτες.
Μια νύχτα ωστόσο, τα όντα του καθρέφτη κατέλαβαν τη γη. Η δύναμή τους ήτανε μεγάλη αλλά, μετά από αιματηρούς αγώνες επικρατήσαν τελικά οι μαγικές δυνάμεις του Κίτρινου Αυτοκράτορα. Ο μέγας αυτός μάγος απώθησε τους κατακτητές, τους φυλάκισε μες στους καθρέφτες και τους επέβαλε να επαναλαμβάνουν, σαν μέσα σ' ένα είδος ονείρου, όλες τις πράξεις των ανθρώπων. Τους στέρησε τη δύναμη και τη μορφή τους και τους κατάντησε απλές δουλικές αντανακλάσεις...

….
Συνέχεια ...


Θα έρθει μια μέρα όμως, που αυτά τα όντα θα αποτινάξουν τον μαγικό αυτό λήθαργο. Κείνη τη μέρα, θα διακρίνουμε, στο βάθος του καθρέφτη, μια λεπτή γραμμή με χρώμα που σε κανένα άλλο χρώμα δεν θα μοιάζει. Ύστερα, θ' αρχίσουν να ξυπνούν οι μορφές που, σιγά σιγά, θα διαφέρουν από μας κι όλο λιγότερο θα μας μιμούνται. Τελικά, θα συντρίψουν τα σύνορα του γυαλιού και, αυτή τη φορά, θα είναι ανίκητες.

Αρχαίος κινέζικος θρύλος(;)

από το εξαιρετικό βιβλιαράκι του Αργύρη Χιόνη: Όντα και μη όντα
(Το πεζό τιτλοφορείται "Οι δαίμονες του καθρέφτη" και συνεχίζεται και μ' άλλα εξαίρετα περί καθεφτών)


.
.
ΥΓ'' Συνεισφορά της Just me
.
κάτω από την επιφάνεια του νερού όπου γέρνω
σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι
ώρες πολλές πως να περάσω μέσα
να περάσω απότην άλλην όψη των πραγμάτων...
.
.

...Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
στον μέσα κόσμο του καθρέφτη εκεί που βηματίζω
ψάχνοντας την αληθινή μου μέρα·
που κρατώ και ανοίγω σαν ομπρέλα παλαιή τη θάλασσα
πάνω από το κεφάλι μου
λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
.

Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, Through the Mirror

Αρλέτα: Από την άλλη μεριά του καθρέφτη