Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Ήθη, έθιμα και μαγειρέματα της Τυρινής ή Τυροφάγου

"Πάει ου κριάτος πέθανι
ψουχουμαχάει κι ου τύρους
κι παίρνει τη μπερηφανιά
ου σκόρδος κι ου κρομμύδος!"

"Την τελευταία Κυριακή της Τυρινής σημαίνουν όλες οι καμπάνες για τον εσπερινό που τον ονομάζουνε "μακαρονά", επειδή τρώνε μόνο μακαρόνια, ρυζόγαλο και γενικά γαλακτερά. Μετά τον εσπερινό μαζευόταν όλο το σόι σε ένα σπίτι για το συγγενικό τραπέζι της Αποκριάς. Στο τέλος τέλος έπρεπε να φάνε ένα αυγό, "να βουλώσουν με αυτό το στόμα τους", λέγοντας: "Με αυγό σε κλείνω, με αυγό να σε ξανανοίξω". Έτσι το πρώτο πράγμα που θα έτρωγαν μετά το "Χριστός Ανέστη" ήταν ένα κόκκινο αυγό. Στο αποκριάτικο τραπέζι "τού'χαν σε κακό να φτερνιστείς. "Ήπρεπ' αμέσως να βγάλ'ς το πουκάμισό σ' ή κάποιο ρούχο σ' ". Δεν έπρεπε ακόμη να σηκώσουν το τραπέζι το βράδυ. Το άφηναν όλη νύχτα στρωμένο και το ξέστρωναν το πρωί.
Ακολουθούσαν χοροί. Οι κουκουγέροι γύριζαν μουντζωμένοι με καπνιά χορεύοντας στους δρόμους και στις πλατείες, πηγαίνοντας απ'το ένα σπίτι στο άλλο, πότε με ευχές και πότε με πειράγματα. Τους κερνούσαν ρυζόγαλο, γαλακτομπούρεκο και στροφλιά."
(Αλέκου Φλωράκη, "Κάποτε στην Τήνο"- παλίμψηστα λαογραφικά, εκδόσεις Ερίννη)

το αυγό της "χάσκας"

Είναι τούτη η Κυριακή, η Κυριακή της Τυρινής, μέρα οικογενειακών μαζώξεων και γιορτής με πλήθος εθίμων ανά την Ελλάδα. Με το που ξημερώνει η Δευτέρα, αρχίζει κι η μεγάλη περίοδος της Τεσσαρακοστής που δεν ενδείκνυται για γλέντια και οινοποσίες. Ήδη, από την προηγούμενη Κυριακή, την Κυριακή της Απόκρεω, έχει σταματήσει η κατανάλωση κρέατος κι όλη τούτη τη βδομάδα, τη λεγόμενη "της Τυροφάγου" θα καταναλωθεί ό,τι γαλακτοκομικό έχει απομείνει στα νοικοκυριά ώστε από την Καθαρά Δευτέρα να ξεκινήσει η αυστηρή νηστεία.  Λέγεται, μάλιστα, ότι αυτή την εβδομάδα είναι μεγάλο κρίμα να φάει κανείς κρέας, καθώς μας δίνεται η δυνατότητα να γευτούμε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό, γεγονός που παραλληλίζεται με την εντολή που έδωσε ο Θεός στον Παράδεισο στον Αδάμ και την Εύα να γευτούνε από οποιοδήποτε δένδρο πλην του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού («ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»,Γεν. 2,16-17). Οπότε, αν αγνοήσουμε την εντολή και φάμε κρέας, είναι σαν να επαναλαμβάνουμε την παρακοή που οδήγησε στην πτώση μας... Εξάλλου τούτη η Κυριακή, η τέταρτη του Τριωδίου (βλ. και: Καθώς μπαίνει το Τριώδιο... (λαογραφικά και άλλα..), είναι όντως αφιερωμένη στην εξορία (ή αυτοεξορία) των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, καθώς οι άγιοι Πατέρες θέσπισαν κατ'αυτήν την ημέρα να «ποιούμεθα τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ» (Συναξάρι από την Ακολουθία του Όρθρου της Κυριακής της Τυρινής).



"Το βράδυ της Τυρινής, όταν στρωθεί το τραπέζι με τα πεντανόστιμα φαγητά, τις πίτες, τ'ανοιχτάρι κι όλα τ'άλλα, στρογγυλοκάθεται στην τάβλα ολάκερο το βλαχοσόι. Εύχονται οι γεροντότεροι "χρόνια πολλά και καλή Σαρακοστή" ή "καλή Λαμπρή να μας εύρει" κι αρχίζουν όλοι μαζί να τρώνε.
Αυτή, ακριβώς την ώρα π'ανταλλάσσονται οι ευχές και τα γλυκόλογα, οι λεύτερες κοπέλες κλέβουν την πρώτη τους μπουκιά, χωρίς να τις ιδεί κανένα μάτι, για να τη βάλουν τη νύχτα που θα κοιμηθούν κάτω απ'το προσκέφαλό τους. Αυτόν τον άνδρα που θα ιδούν στον ύπνο τους κείνο το βράδυ, πιστεύουν πως θα γίνει και το μελλοντικό τους ταίρι.
Άλλες πάλι, το ίδιο βράδυ τρώνε την αρμυροκουλούρα, που ζύμωσαν την ημέρα κρυφά απ'τους τσελιγκάδες, βάζοντας μέσα μπόλικο αλάτι για να φέρει δίψα τη νύχτα. Έτσι έφευγαν κι έπεφταν για ύπνο, περιμένοντας να ιδούν στ'όνειρό τους ποιός θα τους έδινε νερό. Αυτόν πίστευαν πως θα τον έπαιρναν κι άντρα τους.
Κι ακόμη, όποιος ή όποια φτερνιστεί κατά την ώρα του φαγητού τ'αποκριάτικο βράδυ, θα φορέσει άσπρα τη Λαμπρή. Τ'άσπρα εδώ για την κοπέλα σημαίνουν νυφιάτικο φόρεμα. Συνηθίζουν, επίσης, οι τσοπάνηδες, για το καλό των ζωντανών τους, αυτή τη μέρα να δίνουν φαγητά και κρασί σ'όλους τους περαστικούς και φτωχούς ξωμάχους που κατοικούν γύρω τους κι απόκοντα."
(Βασίλης Λαμνάτος, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας"

"Τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι είναι μακαρόνια, αυγά, τυρόπιτες, γαλατόπιτες και ένα είδος ζωμού, το τυροζούμι. Αυτό ειδικά φτιάχνεται την ημέρα αυτή από άγρια λάχανα (μυρώνια, καυκαλήθρες, παπαρούνες, κλπ). Τα γιαχνίζουν και ρίχνουν και τυρί μυζήθρα, κομματάκια κομματάκια. Το φαγητό συνοδεύεται με ορισμένα έθιμα που ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Αναφέρω όσα γίνονται στην Αρκαδία. Εκεί,
το βράδυ που θ'αποκρέψουν της τυρινές απόκριες θα μαζευτούν οι συγγενείς οι στενότεροι στου γεροντότερου το σπίτι. Ως πρώτο φαϊ βάνουν στο τραπέζι το τυροζούμι. Κάνουν την προσευχή τους και κατόπιν "σηκώνουν" το τραπέζι' το κρατούν όλοι, μικροί και μεγάλοι, με τα μικρά τους δάκτυλα. Το σηκώνουν και το καθίζουν τρεις φορές. Κάθε φορά λένε:
Αγιοζούμι, τυροζούμι
όποιος πιει και δε γελάσει
ψύλλος δε θα τον δαγκάσει!
Από φτούνο πρέπει να πιει ο καθένας τρεις κουταλιές. Το πίνουμε γλήγορα γλήγορα, δίχως να γελάσουν, κι ύστερα βάνουν όλοι μαζί τα γέλια. Ύστερα τους βάνουν να φάνε μακαρονάδα. Τα ανύπαντρα παιδιά και κορίτσια κοιτάζουν, πώς να κλέψουν κανά μακαρόνι, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς. Όταν πέσουν να κοιμηθούν, το βάνουν στο μαξιλάρι τους και όποιον νέον ή νέαν ιδούν, θα είναι ο άντρας ή η γυναίκα τους. Στερνά τρώνε ό,τι άλλο φαϊ έχουν ετοιμάσει και κατόπιν ο μεγαλύτερος από όλους δίνει το σύνθημα σε όλους να σηκώσουν το τραπέζι με τα μικρά τους δάκτυλα, και τους ρωτάει: 
- Φάγατε;
- Φάγαμε.
- Ήπιατε;
- Ήπιαμε.
- Χορτάσατε; 
- Χορτάσαμε.
- Πάντα χορτασμένοι να είστε.
Και τους διατάζει ν'αφήσουν το τραπέζι στη θέση του."

 (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"

 

Ανάλογες μαντείες σχετικές με την εύρεση συζύγου, καταγράφει κι ο Νικόλαος Πολίτης στα "Λαογραφικά Σύμμεικτα" (τόμος Γ'):




Αλλά οι μαντείες της ημέρας τούτης δεν περιορίζονται στην εύρεση γαμπρού ή νύφης. Ο Φίλιππος Βρετάκος στο πόνημά του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των" διασώζει το έθιμο της αυγομαντείας, που αφορά ζωή και θάνατο:


Το αυγό, πάντως, είχε κυρίαρχη θέση στο τραπέζι της ημέρας τούτης, μιας και ήταν η τελευταία μέρα που μπορούσαν να το γευτούν μέχρι να χτυπήσουν οι καμπάνες της Αναστάσεως, όπου και πάλι πρόκειται για το πρώτο αρτύσιμο που θα βάλουν στο στόμα τους!

έθιμο της "χάσκας"

Ένα έθιμο πολύ διαδεδομένο πανελλαδικά ήταν αυτό της "χάσκας" που μπορεί να μην αναφερόταν με αυτήν την ονομασία πάντα, αλλά σα διαδικασία λάβαινε χώρα σχεδόν παντού. Ο γεροντότερος κρεμούσε από ένα μακρύ ξύλο (συνήθως τον πλάστη) ένα σκοινί μ'ένα βρασμένο και ξεφλουδισμένο αυγό δεμένο σε αυτό. Τούτο το αυγό το περιέφερε πάνω από το οικογενειακό τραπέζι κι όλοι προσπαθούσαν να το αρπάξουν με το στόμα! Υπάρχουν και κάποιες παραλλαγές, όπου το αυγό κρεμόταν με σκοινί από το ταβάνι. Πάντως, σε κάθε εκδοχή, ήταν εθιμοτυπικό της μέρας να κλείσεις το στόμα σου με το αυγό.


έθιμο της χάσκας 


Μετά την συχώρεση και το βραδινό πλούσιο φαγοπότι της οικογένειας, ακολουθούσε ο "χάσκας". Από το "χάσκω", που σημαίνει ανοίγω πολύ το στόμα. Είναι και ένα διασκεδαστικό παιχνίδι!
Δένανε μια κλωστή στην άκρη του "κλωστή" - αυτό που ανοίγουν φύλλα πίττας - και στην άλλη άκρη της κλωστής, δένανε ένα ξεφλουδισμένο αυγό!
Ο "κλωστής" συμβολίζει, κατά το έθιμο, τον Πλάστη του ανθρώπου, τον Θεό και η κλωστή το νήμα της ζωής του ανθρώπου!
Όλοι της οικογένειας κάθονται έναν γύρω, με τα χέρια πίσω στις πλάτες για να μην ακουμπήσουν το αυγό και με ανοιχτό το στόμα, περιμέναν να "χάψουν" το αυγό!
Τον "κλωστή" κρατά ο αρχηγός του σπιτιού, ξεκινώντας από τον μικρότερο. Η προσπάθεια γίνεται τρεις φορές για τον καθένα. Αυτός που θα "χάψει" το αυγό, είναι ο τυχερός!
Από το αυγό τρώνε όλοι, για να σφραγίσουν το στόμα τους με αυγό κατά την περίοδο της νηστείας και να το ξανανοίξουν πάλι με το "κόκκινο αυγό" της Ανάστασης!
Την κερωμένη κλωστή του "χάσκα" την καίνε, μετρώντας κατά την διάρκεια του καψίματος πόσα χρόνια θα ζήσει ο νοικοκύρης του σπιτιού!
Καλός οιωνός θεωρούνταν όταν καιγόταν ολόκληρη η κλωστή και η χρονιά θα ήταν καλή!
Τα τσόφλια του αυγού της "χάσκας" τα πετούσαν κρυφά έξω στην γειτονιά, για να φύγει κάθε κακό από το σπίτι τους!
Μετά τον "χάσκα" ξεπόρτιζαν στους φανούς για γλέντι όσο αντέξουν!
(Κωνσταντίνου Σιαμπανόπουλου, "Ο νομός Κοζάνης στο χώρο και στο χρόνο")

"Συγχώρεση"- φωτογραφία: Κωνσταντίνος Μάνος

Το έθιμο τούτο, σε πολλές περιοχές συνδεόταν με τη "συγχώρεση" που λάβαινε χώρα τόσο στα οικογενειακά τραπέζια, όσο και στον κατανυκτικό εσπερινό της συγχώρεσης στην εκκλησία. Προφανώς, την περίοδο της Σαρακοστής που ακολουθεί, δεν αρκεί η σωματική εγκράτεια και νηστεία που θα περιορίσει το σαρκικό μας θέλημα, αλλά είναι απαραίτητο να αποτοξινωθεί κι η ψυχή μας από κακούς λογισμούς, έχθρες και μνησίκακα συναισθήματα, να φιλιώσουμε μεταξύ μας, να δαμάσουμε τον εγωισμό μας, να διαλύσουμε τις όποιες παρεξηγήσεις με τους συνανθρώπους μας και να ξεκινήσουμε την πορεία προς τα Πάθη του Χριστού με όσο το δυνατόν καθαρότερη καρδιά και συνείδηση....
"Εἶπεν ὁ Κύριος· ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν." (Ματθαίος 6,14- Ευαγγέλιο της Τυρινής)

"Η καθαυτό Αποκριά με τα πολλά τα έθιμα είναι η τελευταία Κυριακή της Τυροφάγου, που λέγεται αλλιώς "Τρανή Αποκριά". Όταν φτάσει η Κυριακή αυτή, εκτείνονται στο έπακρο η ευθυμία, η αθυροστομίες των μεταμφιεσμένων, οι άσεμνες εμφανίσεις και οι χοροί. Η ημέρα όλη περνά με την κίνηση των μασκαράδων, με τις επισκέψεις και το φαγοπότι. Τον γενικό θόρυβο επιτείνουν οι εκπυρσοκροτήσεις των κροτίδων και ρουκετών, που σε πολλά μέρη, ιδιαίτερα της Β. Ελλάδας, από παλιά συνήθιζαν να πετούν στον αέρα. Αλλά όταν ο ήλιος πλησιάζει στη δύση του, όταν σημάνει η καμπάνα του εσπερινού, τότε γυναίκες και άνδρες ξεκινούν για την εκκλησία. Πρόκειται να διανύσουν το πέλαγος της νηστείας, της Μεγάλης Σαρακοστής, και θέλουν να μπουν σ'αυτό απαλλαγμένοι από ό,τι τους βαραίνει στις σχέσεις τους με τους άλλους χριστιανούς. Εκεί, στον εσπερινό, γίνεται η αμοιβαία συγχώρηση ιερέων και εκκλησιάσματος. Οι εκκλησιαζόμενοι παρατάσσονται κατά ηλικία' οι νεότεροι προχωρούν προς τους γεροντότερους και φιλούν το χέρι τους λέγοντας: 

Συγχώρα με!

Κι αυτοί απαντούν:

Συγχωρεμένος νά'σαι!

Σε πολλές περιοχές, μετά τον εσπερινό ακολουθεί χορός στην αυλή της εκκλησίας ή στο χοροστάσι, την κεντρική πλατεία του χωριού. Επικεφαλής του χορού είναι συνήθως ο ιερέας. 

Π.χ. στην Αρτονίνα,

Πρωτοχορεύουν οι παπάδες, μετά όλοι οι γερόντοι με την αράδα. Τραγουδούν: "Ου δέντρους ήταν ου Χριστός κι η Παναϊά η ρίζα" κ.λ.π.. 

Στο χωριό Αρτεμώνα της Σίφνου ο παπάς σέρνει τον χορό "Του κυρ Βοριά" στον αυλόγυρο της Παναγίας της Κόχης κι έπειτα τον συνεχίζουν στο σπίτι του παπά και άλλων, για να μαλακώσουν τον βοριά. Στην Αγχίαλο, αμέσως μετά τον Εσπερινό

ήθελα πάμε στη θάλασσα όλο το πλήθος κι όσες μάσκες υπήρχαν στην πολιτεία, πηγαίναμε όλοι εκεί, συνάζουντασ' τ' αλόγατα τα καλύτερα του χωριού κι ετρέχανε. Κι όποιο περνούσε - ήταν το μέρος αμμουδιαστό - δίνανε δώρα διάφορα από πανικά και μαντήλια' το στόλιζαν τ'άλογο και περνούσε 'πομέσ' από την αγορά.

Όταν πάλι αρχίζει να νυχτώνει, τότε ανάβονται στις πλατείες ή τους δρόμους των χωριών φωτιές (φανοί, κλαδαριές, μπουμπούνες, καψαλιές) και η ανταύγεια από τα ξερά φρύγανα ή τα κλαδιά, τις παλιοψάθες ή τα κοφίνια τ'αλειμμένα με κατράμι που καίγονται, φωτίζει τα πρόσωπα των ανθρώπων, που συγκεντρωμένοι γύρω στη φωτιά τραγουδούν και χορεύουν. Σε πολλά χωριά συγκεντρώνονται μετά το φαγητό και τότε το γλέντι κι ο χορός παρατείνεται εκεί ως το πρωί. Όταν η φλόγα χαμηλώσει, τότε μικροί και μεγάλοι πηδούν πάνω απ'τη φωτιά."

 (Γ.Α.Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")

* Σημ. Περισσότερα για το έθιμο της χάσκας, αλλά και για τις φωτιές που συνηθίζουν ν'ανάβουν Πανελλαδικά (π.β. και την καύση του Καρνάβαλου), βλ. σε παλιότερη ανάρτησή μου, εδώ: Χάσκα και φωτιές! 
Αποκριάτικο γλέντι στη Χώρα της Μυκόνου -μέσα της δεκαετίας του ’60  (από το βιβλίο «Ενθύμιον Μυκόνου» του Παναγιώτη Κουσαθανά)

Η Μαρία κι ο Νίκος Ψιλάκης στο κοινό τους έργο "Κρητική παραδοσιακή κουζίνα" (εκδόσεις Καρμάνωρ) σημειώνουν πως: "Από το αποκριάτικο τραπέζι δεν έλειπαν ποτέ οι πίτες. Σαρικόπιτες, αγνόπιτες, πίτες με γλυκιά ή ξινή μυζήθρα. Οι πίτες κυριαρχούσαν και κατά τις επόμενες ημέρες, αμέσως μετά την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς. Και την Κυριακή της Τυρινής υπήρχαν πάντα τρεις και τέσσερις διαφορετικές ποικιλίες πίτας μαζί με τα υπόλοιπα φαγητά. Στα δυτικά του νησιού κυριαρχούσαν τα "μπουρέκια", εδέσματα ή επιδόρπια που παρά την τουρκική ονομασία τους έχουν καθαρά ελληνική καταγωγή. Δεν υπήρχε, όμως, κρέας στο τραπέζι εκείνων που τηρούσαν πιστά την παράδοση."

Στο έτερο σπουδαίο έργο τους "Το ψωμί των Ελλήνων και τα γλυκίσματα της λαϊκής μας παράδοσης" (εκδόσεις Καρμάνωρ), καταγράφουν με περισσότερες λεπτομέρειες:
" Απολύτως συμβολική είναι η αιτωλική τυρόπιτα με σαράντα φύλλα (συμβολίζει την περίοδο της σαρακοστής που ακολουθεί). Τη λένε πετρόπιτα (από τα πέτρα- πέτουρα = φύλλα): "Επιπάσσεται πολτός βουτύρου και αυγών μετά μικρών τεμαχίων τυρού κλπ. Φέρεται εις την εστίαν και καλύπτεται δια δευτέρου πέτρου, εφ' ου εξαπλούται και αύθις η αυτή ύλη...". Στη συνέχεια μπαίνουν με την ίδια λογική και τα υπόλοιπα φύλλα και ψήνεται στη γάστρα. 
Άλλα αποκριάτικα παρασκευάσματα: 
Κατιμέργια. Στις περισσότερες περιοχές είναι πιτάκια με χειροποίητο φύλλο ή έτοιμο φύλλο μπακλαβά και γέμιση από τυρί, μυζήθρα ή ακόμη και κρέμα με γάλα και ρύζι, όπως γινόταν σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας. [...]
Γαλατόπιτα (Λευκάδα), τυρινόπιτα (Σαμοθράκη), γαλακτομπούρεκο (Τήνος), κασιάτα (Μέτσοβο), ρυζόπιτα (Λέσβος), ψιρκουτσ' ή ψιρκόγαλο (Λέσβος), γκλιαστρόπιτες (με γκλιάστρα = πρωτόγαλο, Ζαγόρια), βουτυρόψωμο (είδος τυρόπιτας, Λευκάδα), μυζηθρόπιτες (Κρήτη), αλατσατιανές τυρόπιτες (πρόσφυγες από τα Αλάτσατα), [...]"

Πέρα όμως από το αυγό και τις πίτες, εθιμικό έδεσμα της ημέρας αποτελούσαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, και τα μακαρόνια, όπως και τα κάθε λογής ζυμαρικά. Πολύ ενδιαφέροντα και πάλι όσα αναφέρουν η Μαρία και ο Νίκος Ψιλάκης ("Το ψωμί των Ελλήνων και τα γλυκίσματα της λαϊκής μας παράδοσης"): 

"... οι μέρες της Αποκριάς διατήρησαν και το αρχαίο νεκρολατρικό τους υπόβαθρο (*π.β. Ψυχοσάββατα: Ψυχοσάββατα, Αποκριές και Χύτροι..), έτσι καθώς στην αρχαιότητα γιορτάζονταν την ίδια εποχή τα Ανθεστήρια, γιορτή με διπλή σημασία. Από τη μία ήταν γιορτή χαράς και ξεφάντωσης κι απ'την άλλη γιορτή ανάμνησης των νεκρών, οι οποίοι πιστευόταν ότι επανέρχονται στον απάνω κόσμο μαζί με τη βλάστηση. Ο Φ. Κουκουλές παρατήρησε πρώτος ότι το μακαρόνι, που αποτελεί εθνικό αποκριάτικο φαγητό σε ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό χώρο έχει τη ρίζα του στα ζυμαρικά που προσφέρονταν στα νεκρόδειπνα, προς τιμήν των νεκρών, δηλαδή των Μακάρων! Δημοσίευσε, μάλιστα και αποδείξεις: Τα μακαριστικά τροπάρια "εις την κοίμησιν της Θεοτόκου" που γράφτηκαν το 1343 από τον Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας Ιάκωβο, ονομάζονταν "μακαρώνεια". 
Μακαρία ονομάζονται ακόμη και σήμερα στην Κρήτη τα προσφερόμενα εις μνήμην των νεκρών κόλλυβα, όπως και τα διάφορα κεράσματα (τσικουδιά, γλυκίσματα, αρτίδια). Ο Φ.Κουκουλές ετυμολογεί τη λέξη μακαρόνια από "μακαρία αιωνία", που στην πορεία έγινε "μακαρωνία". Επιστρατεύει, μάλιστα, τη λέξη "μακαρωνιά", που είναι το πιλάφι το οποίο προσφερόταν στα νεκρόδειπνα της Ανδριανούπολης. Με τον τρόπο αυτό υποστήριξε την ελληνική καταγωγή της λέξης "μακαρόνια". [...]
Τα μακαρόνια, λοιπόν, είναι το κατ'εξοχήν φαγητό της Αποκριάς. Τόσο πολύ έχουν ταυτιστεί με τις μέρες αυτές και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ίδια η Αποκριά ονομάζεται και "Μακαρονού"! [...] Στην Κρήτη η σύνδεση αυτή φαίνεται με την μαντινάδα αποχαιρετισμού της περιόδου ευωχίας:
Ο λαζανάς ψυχομαχεί κι ο μακαρούνης κλαίει
κι ο κρόμμυδος σουσουραδεί απάνω στο τραπέζι."

Βέβαια, σε άλλες περιοχές, κυρίως νησιωτικές ή παραθαλάσσιες, τούτες τις μέρες συνηθίζεται κι η ψαροφαγία, όπως, π.χ., στους Παξούς: "Της Τυρινής τρώμε μπακαλιάρο, στακοφίσι, σκορδαλιά, ψάρια και μακαρονάδα με λάδι, με σάλτσα και τυρί."  (Δημητρίου Λουκάτου, "Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών")



Μέχρι κάποια χρόνια πριν (που οι καιροί δεν είχαν τόσο αγριέψει!) στα περισσότερα χωριά του τόπου μας (κι όχι μόνο!), πέρα από τα οικογενειακά γλέντια και τους χορούς συνηθιζόταν ομάδες μασκαρεμένων να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι -συχνά κι αμίλητοι, για να μην αναγνωριστούν απ'τη φωνή- για να κεραστούν. Ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη:
"Τις Απόκριες οι πολίτισσες νοικοκυρές συνήθιζαν να ετοιμάζουν σπιτικά κεράσματα από λικέρ, σιροπιαστά γλυκά, τρίγωνα, ρεβανί, μπακλαβά, κανταΐφια, γιασσί, εκμέκ με καϊμάκι και σιμιγδαλένιο πολίτικο χαλβά, καθώς επικρατούσε η συνήθεια να επισκέπτονται τα σπίτια γείτονες και φίλοι μεταμφιεσμένοι." (Σούλας Μπόζη, "Πολίτικη κουζίνα", εκδ. ελληνικά γράμματα)


Κουκαράς- Σκίτσο του Χρήστου Γ. Δημάρχου από την έκδοση «Ο ελληνικός Πόντος – Μορφές και εικόνες ζωής», Αθήνα 1947

Ένα άλλο έθιμο και, μάλιστα, ποντιακό που λάμβανε χώρα το τελευταίο βράδυ της Αποκριάς, ήταν η ετοιμασία του "κουκαρά", πληροφορίες για τον οποίο μας διασώζει το λαογράφος Κώστας Καραπατάκης ("Ποντιακά ήθη και έθιμα", "Αρχείον Πόντου", τόμος 38ος):




κουκαράς



Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

Της Παναγιάς της Μεσοσπορίτισσας!

"Τα Εισόδια της Θεοτόκου"- Φώτη Κόντογλου

«Ἄπιθι, τέκνον, τῷ δοτῆρι γενήθητι καὶ ἀνάθημα καὶ εὐῶδες θυμίαμα. Εἴσελθε εἰς τὰ ἄδυτα, καὶ γνῶθι μυστήρια, καὶ ἑτοιμάζου γενέσθαι τοῦ Ἰησοῦ οἰκητήριον τερπνὸν καὶ ὡραῖον.»  
(β΄ τροπάριον Ἀποστίχων τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων)
"Ὁταν ἀπεγαλακτίσθη, ἐκείνη ποὺ ἔμελλε νὰ γαλουχήση πρὸς χάριν μας Χριστὸν τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος θὰ ἐγεννᾶτο ἀπὸ αὐτὴν, καὶ ἔγινε τριῶν ἐτῶν, οἱ μακάριοι γονεῖς της τὴν ἔφεραν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσέφεραν ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεὸν μετὰ δόξης καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς καθὼς τοῦ τὸ εἶχαν ὑποχεθῆ πρὸ τῆς γεννήσεώς της." (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, "Ὁ βίος τῆς Ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας"
 
Εισόδια της Θεοτόκου
 
 
"Η γιορτή αυτή είναι σταθμός στην περίοδο της χειμερινής σποράς. Ο καλός γεωργός, ιδιαίτερα στη Β.Ελλάδα, πρέπει ως την ημέρα αυτή να σπείρει τουλάχιστον τα μισά. Γι'αυτό και το λαϊκό όνομα της γιορτής είναι : Της Παναγιάς της Μεσοσπορίτισσας. Λέγεται όμως η Παναγία και Πολυσπορίτισσα (βλ.: Παναγιά πολυσπορίτισσα), επειδή επικράτησε το έθιμο να βράζουν, αντί άλλου φαγητού, πολυσπόρια (διάφορους σπόρους δημητριακών και οσπρίων), να τα τρώγουν και να τα μοιράζουν σε δικούς για τα χρόνια πολλά, με άλλα λόγια, για να εξασφαλίσουν την αφθονία των καρπών για τον χρόνο που έρχεται. Υπάρχει ακόμη η συνήθεια:
να ταϊζουν ή να νίβουν τη βρύση με σπόρια "για να γέννουνται καλά τα σπαρτά", δηλαδή παίρνουν πολυσπόρια (σιτάρι, καλαμπόκι, κουκιά, φασόλια, κτλ) και πάνε στη βρύση, τα ρίχνουν μέσα και λένε: Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει και το βιο. Κατόπιν παίρνουν νερό από τη βρύση και γυρίζουν. (Αιτωλία)

Είναι προσφορά των πρώτων καρπών που, όπως και κατά την αρχαιότητα, γίνεται την περίοδο της συγκομιδής. Βρασμένο σιτάρι με διάφορους καρπούς είναι και τα πολυσπόρια ή κόλλυβα, που τα βράζουμε τις ημέρες των ψυχών ως προσφορά στους νεκρούς. Τα πολυσπόρια λέγονται σε μερικές περιοχές και με το αρχαίο τους όνομα πανσπερμιά. Όπως είναι γνωστό, οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν πανσπερμία στη Δήμητρα και στους άλλους θεούς της ευφορίας της γης, στις ψυχές των νεκρών [...] και την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων, στους λεγόμενους Χύτρους, όταν ο Άδης ήταν ανοιχτός. Επίσης στα Πυανέψια, γιορτή της συγκομιδής των καρπών των δέντρων, τον μήνα Πυανεψιώνα (Οκτώβριο-Νοέμβριο), μοίραζαν κουκιά (βλ. και: Λαογραφικά και μυθολογικά του Οκτώβρη!, του Άη-Γιώργη του φτωχού, του Μεθυστή, του Σποριάρη..)."  (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις: Οδυσσέας)

"Μεσοσπορίτισσα όπου λένε, το είπαν με το να μεσιάζει τότε η πρώιμη σπορά τους. Κι αυτή τη μέρα βασιλεύει η Πούλια, αν τύχει ξαστεριά. Κι όπως θα κάμει αυτήν την ημέρα, θα κάμει και τις σαράντα κατοπινές μέρες." (Δημήτρης Λουκόπουλος, "Γεωργικά της Ρούμελης", εκδόσεις "Δωδώνη")

"Υπάρχει μάλιστα εις την Μακεδονίαν η γνώμη, ότι τα σπαρτά, τα οποία σπείρονται μέχρι τις 21 Νοεμβρίου, φυτρώνουν αμέσως, ενώ εκείνα που σπείρονται κατόπιν, δια να φυτρώσουν, πρέπει να παρέλθουν 40 ημέραι." (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις: Οδυσσέας)

"Γιορτή-ορόσημο στον κύκλο του χρόνου. Η εκκλησία γιορτάζει τα Εισόδια της Θεοτόκου και ο ζυγολάτης τη μέση ή το τέλος της σποράς. Μεσοσπορίτισσα ή Αποσπορίτισσα η Παναγιά του Νοέμβρη χρωστά την προσωνυμία της στις αγροτικές δουλειές του φθινοπώρου και στη φάση στην οποία ευρίσκονται. Η ίδια η ονομασία αποτελεί και προειδοποίηση. Στις πρώιμες περιοχές ο αγρότης έπρεπε να έχει τελέψει με τη σπορά των δημητριακών καρπών. Στις άλλες έπρεπε να έχει σπείρει τα μισά του χωράφια και να τελειώσει τη σπορά μέχρι το τέλος του;ς φθινοπώρου. Σε γενικές γραμμές πίστευαν ότι η γιορτή της Παναγίας αποτελεί ορόσημο για όλες τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου. 

Βρέχει τση Μεσοσπορίτισσας, όλο το χρόνο βρέχει.

Στις περισσότερες περιοχές του νησιού ήταν ημέρα αργίας. Κι όποιος την παραβίαζε θα γνώριζε τη θεϊκή τιμωρία, θα έπαιρνε μόλις το.... μισό καρπό από αυτόν που θα έσπερνε στο χωράφι, το μισό σπόρο. [...]

Στην ύπαιθρο παλιότερα η ημέρα των Εισοδίων ήταν μεγάλη γιορτή. [...] Φαίνεται πως υπήρχε κάποια παλιά, ξεχασμένη τώρα και δεκαετίες, συνήθεια να ευλογούνται στις εκκλησίες βρασμένοι δημητριακοί καρποί (πολυσπόρια), αλλά οι πληροφορίες που έχουν διασωθεί είναι συγκεχυμένες. Πιθανότατα απήχηση παλαιοτέρων εθιμικών προσφορών να αποτελεί η συνήθεια που επεβίωσε και μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα στο Πισκοπιανό της Χερσονήσου, όπου όλες σχεδόν οι οικογένειες του χωριού μαγείρευαν φασουλόρυζο την ημέρα της Παναγιάς. [...] Οι Πισκοπιανοί, λοιπόν, τιμούσαν κατά το πρόσφατο παρελθόν μ'αυτόν τον ξεχωριστό τρόπο την πολιούχο τους Παναγιά. Ήταν τόσο διαδεδομένο και τόσο γνωστό το εθιμικό φαγητό της γιορτής της ώστε με τον καιρό ταυτίστηκε με την ίδια την εορτή της Θεοτόκου. Η φράση "πάμε στην Παναγία στο φασουλόρυζο" που ακουγόταν στα γυροχώρια μας δείχνει την ειδική σχέση της μεγάλης γιορτής του Νοεμβρίου με ένα έθιμο που μεταφέρει στο επίκεντρο του εορτασμού τον απόηχο των ξεχασμένων εθιμικών απαρχών. [...]" (Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)

"Στα Φάρασα της Καππαδοκίας συνήθιζαν να βράζουν σιτάρι, αραποσίτι, ρεβύθια σ'ένα καζάνι, έβαζαν μέσα και σταφίδες, τσίκουδα και σπόρους από ρόδι. Απ'αυτό το βρασμένο πολυσπόρι μοίραζαν σ'όλα τα σπίτια του χωριού για το καλό. Στη Λευκάδα, την παραμονή της Μεσοσπορίτισσας, μουσκεύουν σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, μπιζέλια, φακές, κουκιά, ρεβύθια και ανήμερα της γιορτής τα βράζουν. Γίνεται νηστίσιμη σούπα. Τα λένε πολυσπόρια ή πολυκούκια της Μεσοσπορίτισσας. Αλλού τα λένε μπόλια ή μπούλια, αλλού μπουσμπουρέλια. Τα μπόλια των Σαρακατσάνων μαγειρεύονται στα Εισόδια της Θεοτόκου και στις 30 Νοεμβρίου στη γιορτή του Αγίου Ανδρέα. Έβραζαν καλαμπόκι, σιτάρι, σταφίδες, φασόλια και τα έτρωγαν με ζάχαρη. [...]" (Νίκου & Μαρίας Ψιλάκη, "Το ψωμί των Ελλήνων και τα γλυκίσματα της λαϊκής μας παράδοσης", εκδόσεις Καρμάνωρ)

 

Ακολουθεί ένα γλαφυρό αυτοβιογραφικό κείμενο από το λαογράφο μας Δημήτριο Λουκάτο ("Τα φθινοπωρινά", εκδόσεις Φιλιππότη) για τον εορτασμό των Εισοδίων της Θεοτόκου πριν από χρόνια στην Κεφαλλονιά:
   
 

Χρόνια πολλά!

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Ο Άγιος Συμεών, "σημειώνει"... (έθιμα και παραδόσεις)

"... Κάθε γυναίκα είναι μια φορά θηλυκιά. Αυτή ήταν χίλιες φορές. Απ'την κορφή ως τα νύχια ήταν γεμάτη θηλυκάδες. Είχε θυμάμαι, εδωνά πάνω στο μπούτι, και μια καφεδιά βούλα. Η μάνα της μούπε, τότες που την είχε στην κοιλιά, έπιασε τηγάνι ανήμερα τ' Αγίου Συμνιού, και σαν το θυμήθηκε σκουπίστηκε τρομαγμένη στο μερί της. Και το κορίτσι γεννήθηκε "σημνιωμένο" μ'αυτή τη δαχτυλιά. Αυτή η βούλα το λοιπόν με παλάβωνε." (Στρατή Μυριβήλη, "Η ζωή εν τάφω") 


Άγιος Συμεών ο θεοδόχος- Μιχαήλ Δαμασκηνού

άγιος Συμεών (κοιν. άγιος Συμιός), που έδωσε το όνομά του και στις δύο προηγούμενες γιορτές (Συμόγιορτα, βλέπε: Ο Άγιος Τρύφωνας των αμπελιών και των κηπευτικών και Της Παναγιάς της Μυλιαργούσας (λαογραφικά της Υπαπαντής)), εξαιτίας της παρετυμολογίας του ονόματός του (από το "σημειώνω"= κάνω σημάδι) τιμάται κατεξοχήν από τις έγκυες, που την ημέρα αυτή απέχουν από κάθε εργασία και παίρνουν μύριες προφυλάξεις από φόβο, μη γεννηθεί το παιδί "σημειωμένο". Π.χ. στη Σύρο:

Οι έγκυες γυναίκες το βράδυ, που θα πέσουν να κοιμηθούνε την ημέρα εκείνη, πρέπει να βγάλουν τα ρούχα ανάποδα και να περάσουν ύστερα τα χέρια τους στις πλάτες ή στα μεριά τους, ώστε κι αν βγει τίποτε, να βγει πίσω και να μη φαίνεται.

Και παντού:

Τ'αϊ-Συμιού δεν κόφτουνε με το μαχαίρι τίποτε, ούτε ψαλίδι ανοίγουνε, ούτε ξύλα κόφτουνε με την τσεκούρα για τα σημεία, καμιά έγκυα πού'ναι να μη πάθει το παιδί τίποτε."

(Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις Οδυσσέας)

 Ο Δημήτρης Λουκάτος, αναφέρει κι αυτός μια σχετική μαρτυρία (Λέσβος, 1953) για τον κίνδυνο τούτο του "σημαδέματος" του παιδιού:


Η Θεοτόκος και ο θεοδόχος Συμεών (τμήμα της τοιχογραφίας της Υπαπαντής)- Φωτίου Κόντογλου, "Εκφρασις", τόμος Β' (εκδόσεις Αστήρ)

"Ὡσαύτως ἑορτάζουν αἱ ἔγκυοι καὶ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Συμεών, ὅστις βοηθεῖ εἰς τὸ νὰ μὴν εἶνε ἐλαττωματικὸν (σημαδεμένο) τὸ τεχθησόμενον..." (Αθανασίου Μπούτουρα, "Προλήψεις του ελληνικού λαού", εκδόσεις Ελευθερουδάκη)

Ο λαογράφος μας Νικόλαος Πολίτης τον Άγιο Συμεών τον Θεοδόχο (θεοδόχο, καθώς υποδέχτηκε τον μόλις σαρανταήμερο Ιησού στον ναό, βλέπε: Υπαπαντή) τον συγκαταλέγει στους "Άγιους βοηθούς" στη μελέτη του "Ωκυτόκια" (βλέπε και: Άγιε Ελευθέριε, ελευθέρωσέ μας!) και σημειώνει σχετικά:


Σημειώνει, επίσης, στις "Παραδόσεις" (τόμος Β'-442): "Στη Χίο, την ημέρα του Αγίου Συμεών, η έγκυος έκανε μαγγανείες με νερό που έχυνε πίσω της, χωρίς να το κοιτάζει, και έλεγε ένα ξόρκι για να γεννηθεί γερό το παιδί."
 
"Κι ακόμα, την ημέρα του Αγίου Συμεών, οι νιόπαντρες κι οι έγκυες γυναίκες δεν πιάνουν τίποτα στα χέρια τους. Δεν κάνουν καμιά δουλειά αυτή την ημέρα. Ούτε γνέθουν, ούτε ξαίνουν μαλλιά, ούτε λαναρίζουν, ούτε ράβουν, τίποτα. Κάθονται και διαβαίνει έτσι η γιορτή, χωρίς να φτιάξουν καμιά δουλειά. Και τούτο, γιατί πιστεύουν πως αν δουλέψουν ανήμερα της γιορτής, το παιδί τους θα γεννηθεί "σημαδεμένο"." (Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας", εκδόσεις Δωδώνη)
 

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Ο Άγιος Τρύφωνας των αμπελιών και των κηπευτικών!

 "`Αι-Τρύφωνας τριβ', Υπαπαντή πλαθ' κι ο Συμεών σημνειών'",

έλεγε ο λαός μας αναφερόμενος στις τρεις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, τα "Συμόγιορτα", που αφορούν τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη. 

Την πρώτη ημέρα του Φεβρουαρίου τιμάμε τον Άγιο Τρύφωνα (βλέπε και: Ο Άγιος Τρύφωνας των αμπελιών), προστάτη των αμπελιών και των κηπευτικών, στις δύο του μηνός τη μέρα της Υπαπαντής του Χριστού (βλέπε: Της Παναγιάς της Μυλιαργούσας (λαογραφικά της Υπαπαντής)) και στις τρεις τον Άγιο Συμεών (βλέπε: Ο Άγιος Συμεών, "σημειώνει"... (έθιμα και παραδόσεις)).

 


Σημειώνει ο λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος για τον Άγιο Τρύφωνα των αμπελιών που τιμάται σε όλη την ελληνική ύπαιθρο:

"Αγαπημένος λαϊκός και γεωργικός άγιος. Κατά το συναξάρι του, φτωχός χηνοβοσκός, με το ελληνικότατο αυτό όνομα, ζούσε στη Μ.Ασία (κοντά στην Νίκαια) στα τελευταία χρόνια των χριστιανικών διωγμών. Νέος, που είχε προσχωρήσει στην νέα θρησκεία, εμαρτύρησε με βασανιστήρια κι αποκεφαλίστηκε.

Η λατρεία του αγίου Τρύφωνα άρχισε από νωρίς αφού ήδη τον 6ο αιώνα είχε δύο ναούς στην Κωνσταντινούπολη κι ένα μοναστήρι. [...] Μπορούμε να πούμε ότι το ελληνικό όνομα του αγίου καθώς και η νεαρή ηλικία του συσχετίσθηκαν με τη λέξη "τρυφερός", κι άπλωσαν τη λατρεία του ώστε, μαζί με την κατάλληλη γεωργική εποχή της γιορτής του, να θεωρείται προστάτης στη βλάστηση και στην καλλιέργεια, ιδαίτερα στους κήπους και στα αμπέλια, που, αρχές Φεβρουαρίου, μπουμπουκιάζουν ή κλαδεύονται.

Στην Υμνογραφία του αγίου ακούγονται φράσεις που βοηθούν τις αντιλήψεις αυτές ("ἔσπευσας πρὸς τὸ σκάμμα" και "κατήρδευσας τὰ τῆς ἐκκλησίας βλαστήματα"), αλλά σημαντικότερες είναι οι ευχές κι οι εξορκισμοί που διαβάζονται στα αμπέλια και στα χωράφια, στο όνομα του αγίου Τρύφωνα [...] Ο άγιος φέρεται να διώχνει τα βλαβερά ζωύφια από τις καλλιέργειες των ανθρώπων (σκουλήκια, κάμπιες, κανθάρους, ακρίδες, σαλιγκάρια, αρουραίους, κλπ) με τον εξορκισμό. 

"Ὁρκίζω ὑμᾶς... μὴ ἀδικήσετε τὴν ἄμπελον, μήτε τὸν κῆπον τῶν δένδρων τε καὶ λαχάνων... ἀλλά ἀπέλθετε εἰς τὰ ἄγρια ὄρη, εἰς τὰ ἄκαρπα ξύλα, εἰς ἅ ἐχαρίσατο ὑμίν ὁ Θεὸς ττὴν καθημερινὴν τροφήν." ("Μικρό Ευχολόγιο"). 

Δεν έχει, νομίζω, μελετηθεί (ειδικά κι αντικειμενικά) η ψυχολογική συμπαράσταση που έδειξε πάντα η Εκκλησία (ήδη με τα λόγια του Χριστού) στον κοπιώντα γεωργό. Με τις ευχές, τις ευλογημένες σπορές ή απαρχές, και με τις λιτανείες της, στις τραγικές ώρες της ανομβρίας, του παραστάθηκε και τον ενθάρρυνε να αισιοδοξεί, να ελπίζει και να αγωνίζεται.

 

Στην εικονογραφία του ο άγιος Τρύφωνας παριστάνεται με κλαδευτήρι στο χέρι, κάποτε μάλιστα δείχνεται στο βάθος της εικόνας και κάποιος γεωργός, που τιμωρήθηκε (του κόπηκε η μύτη) επειδή δεν ετήρησε την αργία της γιορτής του. Η σχετική παράδοση διηγείται:

"Οι σταφιδοπαραγωγοί στη μνήμη τ'άι Τρυφώνου έχουν μικρή σχόλη, γενικό εκκλησιασμό, αποφεύγουν δε αυστηρά όχι μόνο να πατήσουν σε χτήμα (για κλάδεμα), αλλά και να πιάσουν κλαδευτήρι στο χέρι τους... Κάποιος που μαγάρισε τη μνήμα του αγίου και δούλεψε στ'αμπέλι έκοψε τη μύτη του. Κι ένας που το διηγόταν, και κρατούσε, την ημέρα αυτή, κλαδευτήρι, έκαμε να δείξει πώς, κι έκοψε τη δική του." (Ηλεία 1963, Ντίνος Ψυχογιός). 

Από παρετυμολογία του ονόματός του: Άγιος Στρίφωνας, παλιότερα δεν έστριφαν γνέμα για ύφανση οι νοικοκυρές. Ο Δ. Καμπούρογλου διηγείται για την τουρκοκρατούμενη Αθήνα ότι φοβούνταν οι γυναίκες "να στριφώσουν" νήμα ή ρούχα, γιατί μπορούσαν να πάθουν και προσωπικό στρίφωμα. 

Άλλη αγροτική παρετυμολογία συναντούμε στη Δ.Μακεδονία όπου για να τους βοηθάει ο άγιος στην καλή βλάστηση του τριφυλλιού (για τα ζώα τους) τον λένε άγιο Τρίφυλλα. (Μ.Καλινδέρη, "Ο βίος της Βλάτσης") [...]

Χαρακτηριστικό είναι το πειραχτικό ανέκδοτο (φώνημα) που λένε για τους Βυτινιώτες, με το συχνό όνομα του αγίου στον τόπο τους (*είναι πολιούχος στη Βυτίνα της Αρκαδίας):

"Ε! Τρύφωνα! Να πεις του Τρύφωνα, να πάει στον Τρύφωνα, να πει του Τρύφωνα, να στείλει τον Τρύφωνα εδώ, που τον θέλουν." 

("Λαογραφία" 8, 1921) [...]" (Δημητρίου Λουκάτου, "Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης", εκδόσεις Φιλιππότη)

 


 Κατά τον Γεώργιο Μέγα,

άγιος Τρύφωνας θεωρείται φύλακας των αμπελιών και προστάτης των αγρών, καθώς πιστεύεται ότι έχει εξουσία εναντίον των ποντικών και της κάμπιας. Γι' αυτό και στις εικόνες του παριστάνεται με κλαδευτήρι στο χέρι, ενώ στο κόλλυβο που παραθέτουν στην εκκλησία οι Αγχιαλίτες κ.α. "είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Τρύφος με το σταφύλι". Κηπουροί κι αμπελουργοί κάνουν στην εκκλησία αγιασμό και αρτοκλασία με κόλλυβα. Από τον αγιασμό αυτόν δεν πίνουν, ούτε τον παίρνουν μέσα στο σπίτι, αλλά μόνο ραντίζουν αμπέλια και κήπους.

Πολλές και διάφορες είναι οι τοπικές συνήθειες. Π.χ. στην Ήπειρο κάμνουν κουλούρες και τις κυλούν στ'αμπέλια, τα χωράφια και τους κήπους τραγουδώντας:

Τρύφωνα πολύκαρπε,

έλα δω στ'αμπέλι μου

και στο χωραφάκι μου,

να φάμε και να πιούμε.

Στη Στενήμαχο έσφαζαν βόδι (κουρμπάνι), "για να ευχαριστήσουν τον άγιο", και μοίραζαν τα κομμάτια στους κατοίκους. Μετά τη λειτουργία γινόταν κι αγώνας πάλης στην πλατεία. "Παλεύουν δυο αντρειωμένοι κι όποιος νικήσει παίρνει βραβείο ένα αρνί". Στον Δρυμό της Μακεδονίας ταυτόχρονα με το ράντισμα παραχώνουν και το "κλικούδ' τ' καλλ'κάτζαρου" (που θυμνιάζεται Χριστούγεννα, αϊ-Βασίλη και Φώτα) και το κόκκινο αυγό της Μ.Πέμπτης' τα κόβουν μικρά μικρά κομματάκια και τα θάβουν στ' αμπέλια και στα γεννήματα." (Γεωργίου Μέγα, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας", εκδόσεις Οδυσσέας)

Περισσότερες πληροφορίες για τα κουρμπάνια της Στενημάχου μας δίνει ο έτερος λαογράφος μας Γεώργιος Αικατερινίδης στη μελέτη του για τις ζωοθυσίες:

 

 Μεταφερόμαστε και στην Κρήτη με την σπουδαία πένα του Νίκου Ψιλάκη:

"[...]Γύρω από τον Ψηλορείτη, σε περιοχές όπου ευδοκιμεί και καλλιεργείται το αμπέλι, ο εορτασμός του Αγίου αποτελούσε ξεχωριστό γεγονός. [...]πολλές αμπελουργικές οικογένειες δεν έστρωναν τραπέζι τη μέρα της γιορτής του αν δεν είχαν φτιάξει κάποιο γλύκισμα ή φαγητό με προϊόντα αμπελιού. Φυσικά υπήρχε πάντα κρασί στο τραπέζι, όπως υπήρχε σταφιδόψωμο ή πετιμεζόπιτα. Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που μπορούσε να δει κάποιες γυναίκες έξω από τους ναούς του Αγίου Τρύφωνα, κατά την ημέρα της εορτής του, να κερνάνε μουστοκούλουρα (συνήθως τα ζύμωναν με πετιμέζι) ή σταφιδόπιτα.[...]

Η επικοινωνία των ανθρώπων της υπαίθρου με τον Άγιο αποτελεί σε αρκετές περιπτώσεις μια εθιμική πρωτοτυπία. Φροντίζουν να πάνε στην εικόνα του, μπροστά στα μάτια του, δείγματα των εντόμων που απειλούν την παραγωγή. Τελευταία μαρτυρία για το εντυπωσιακό αυτό έθιμο έχουμε από ένα μικρό χωριό του Μεραμπέλλου, τα Έξω Λακώνια, όπου το 1925, για τελευταία φορά, κρέμασαν κάμπιες στην εικόνα του! Ο πληθυσμός των βλαβερών εντόμων είχε αυξηθεί εκείνη τη χρονιά τόσο που απειλούσε να καταστρέψει ολόκληρη την παραγωγή του χωριού.[...]


Στην Κνωσσό διατηρείται ακόμη και σήμερα η παμπάλαια συνήθεια της προσφοράς λατρευτικών απαρχών κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Τρύφωνα. Παλαιότερα οι περβολάρηδες από το Μακρύ Τοίχο προσέρχονταν στον ναό για να πάρουν τον καθιερωμένο αγιασμό κρατώντας μικρή ποσότητα από τα γεννήματα που είχε το περιβόλι τους: λάχανα, κουνουπίδια, καρότα, πράσα, ματσάκια μαϊντανό, σέλινο, πορτοκάλια, λεμόνια...Γέμιζαν ένα μεγάλο πανέρι και το εναπόθεταν κάτω από την εικόνα του Αγίου, δίπλα ακριβώς από το χώρο που γινόταν ο καθιερωμένος αγιασμός. Όσα δε χωρούσαν στο πανέρι τα άφηναν δίπλα ή τα παρέδιδαν στους επιτρόπους. Και ήταν μεγάλη ευλογία για τον κάθε περβολάρη να πάει στη χάρη του Αγίου λίγα από τα προϊόντα του.[...]" (Νίκου Ψιλάκη, "Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη", εκδόσεις Καρμάνωρ)

Ενώ κι ο Δημήτριος Λουκόπουλος μας επιβεβαιώνει πως και οι γεωργοί της Ρούμελης δεν αγνοούσαν τη μέρα τούτη: