Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Ροδιές της Περσεφόνης και του φθινοπωριού...


"Απόξω απ΄ την αυλή του βρίσκεται χτήμα τρανό, εκεί δίπλα,
τέσσερα στρέμματα, που ζώνεται με φράχτη γύρω γύρω·
και μέσα εκεί ψηλά κι ολόχλωρα φυτρώνουν δέντρα πλήθος:
εκεί αχλαδιές, μηλιές χρυσόκαρπες, ρογδιές φυλλομανούνε,
εκεί συκιές γλυκές κι ολόχλωρες ελιές θωρείς ολούθε."
(Ομήρου Οδύσσεια η112-6, απόδοση: Κακριδή-Καζαντζάκη)


Κι είναι κοντά δυο μήνες τώρα που 'θελα να γράψω για τούτες τις ροδιές του φθινοπώρου κι ίσα που προλαβαίνω να τις εντάξω στην εποχή τους, τώρα που τα φορέματα της φύσης είναι ακόμη ταιριαστά με τη μορφή του χρυσορόδινου καρπού τους. Κρίμα θά'τανε να φανούν παράταιρες, σε λάθος ώρα, τούτες οι ροδιές, οι θλιμμένες αρχόντισσες, που τόσα κρυμμένα μυστικά και λόγια φυλάσσουν στο μικρό τους σπέρμα. "Αυτός της έδωσε όμως κρυφά να φάει από ροδιά γλυκό σα μέλι σπόρο, για να μη μείνει πάντοτε κοντά εκεί και δίπλα στη σεβαστή τη Δήμητρα τη μαυροφορεμένη..." (Ομηρικός Ύμνος είς Δημήτραν, 371-4, απόδοση: Θ.Μαυρόπουλος).

"ῥοιῆς κόκκον ἔδωκε φαγεῖν μελιηδέα λάθρῃ"
(Ομηρικός Ύμνος εις Δημήτραν, 373)

Διηγείται ο Ι.Θ.Κακριδής ("Ελληνική Μυθολογία"-Τόμος Α'): Δήμητρα είχε γεννήσει στο Δίαν μια μοναχοκόρη, την Περσεφόνη... Κάποια μέρα, ο Πλούτωνας, ο θεός του Κάτω Κόσμου, έτυχε να ρίξει τα μάτια πάνω της και την αγάπησε. Επειδή καταλάβαινε πως η μητέρα της δεν θα την χωριζόταν εύκολα ούτε θα την άφηνε να περάσει τη ζωή της στα αραχνιασμένα σκοτάδια του Άδη, αποφάσισε να την κλέψει. [...] Η Δήμητρα, κλεισμένη τώρα στο ναό της, εξακολουθεί να αρνιέται να γυρίσει στους άλλους θεούς, γιατί δε μπορεί να τους συγχωρέσει που της στέρησαν την κόρη. Άλλη χρονιά τόσο δίσεχτη σαν αυτή δεν εγνώρισε ποτέ ο κόσμος' άδικα οι ξωμάχοι οργώνουν και σπέρνουν' η θεά δεν αφήνει να φυτώσει τίποτε. Οι άνθρωποι πάνε να αφανιστούνε όλοι από την πείνα....Μπροστά στην επιμονή της ο Δίας καταλαβαίνει πως η μόνη λύση που απομένει είναι να δεχτεί ο Πλούτωνας ν'αφήσει τη γυναίκα του ν'ανέβει στο φως κοντά στη μητέρα της. Στέλνει λοιπόν τον Ερμή στον Άδη.... Ο Πλούτωνας αποκρίνεται πως δε θα παρακούσει.....πριν όμως την αποχαιρετήσει, της δίνει με τη βία, και κρυφά από τον Ερμή, να φάει ένα σπυρί ρόδι... η Δήμητρα υποψιάζεται κάποιο δόλο... -Μήπως πριν ξεκινήσεις ο Πλούτωνας σου έδωκε να φας κάτι;....αν ναι, τότε είσαι καταδικασμένη το ένα τρίτο του χρόνου να το περνάς στον Κάτω Κόσμο... Η κόρη αποκρίνεται... ένα σπυρί ρόδι...."



Τέλος Σεπτέμβρη μάζεψα τα ρόδια της ροδιάς, Οκτώβρης ήταν ο μήνας για να τους συνομιλήσω. Μα όλα τούτη τη χρονιά, με σέρναν παραπίσω. Σαν ο Σεπτέμβρης να στάθηκε εκεί δα, άλλες 30 μέρες, σαν να μετάθεσε τον διπλανό του στο έμπα του Νοέμβρη. Τόσο πολύ, που όσο κι αν κρυάδιασε στο βουνό, παλτό δεν έχω θυμηθεί να βγάλω απ'το ντουλάπι! Έτσι και το αντάμωμα με την πρωτεύουσα πήρε παράταση ένα μήνα. Κοίτα να δεις, που τώρα το παρατηρώ, χρόνια τώρα η συνάντηση αυτή λάμβανε χώρα μες στον Πυανεψιώνα των προγόνων, την εποχή των καρπών της ροδιάς και της βίαιης αρπαγής, την εποχή των αρχαίων Θεσμοφοριών... Κι εγώ πάντοτε εκεί ν'αφήσω ένα λουλούδι σε κείνους που μου άρπαξε ο Πλούτωνας...

Διαβάζουμε στον Αθανάσιο Σταγειρίτη ("Ωγυγία ή Αρχαιολογία"-Γ΄τόμος): "Θεσμοφορία. Ήτον της Δήμητρος εορτή πανταχού εορταζομένη... και μάλιστα εις τας Αθήνας...


Ρόδι, λοιπόν, από το μσν. ροϊδιν, από το αρχ. ροϊδιον, υποκοριστικό του ροιά, ροδιά.  Το ομηρικό "ροιά":  "ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι" (η115)

"Αναφέρεται έκπαλαι ως αυτοφυούμενος και καλλιεργούμενος πολλαχού της Ελλάδος υπό τα ονόματα Ρόα, Ροιά, Σίδη ή Σίδα. [...]το Σίδη ή Σίδα φαίνεται να ήνε ιθαγενές και αρχαιότερον, πελασγικόν ίσως....Υπό το όνομα τούτο ήτο γνωστή η Ροιά παρά τοις Βοιωτοίς (και τοις Κρήταις), εις το τμήμα της χώρας των οποίων αυτεφύετο ο θάμνος ούτος ως μαρτυρεί και το χωρίον του Αθηναίου ("Δειπνοσοφισταί" ΙΔ 650-1)..." μας πληροφορεί ο Π.Γ.Γεννάδιος εις το "Φυτολογικόν Λεξικόν" του.



Ανήμερα των Αρχαγγέλων, των Ταξιαρχών. Πρόλαβα το πρωί ν'ανάψω ένα κερί στην εκκλησιά που βαφτίστηκα -σαν νά'τανε σε μιαν άλλη ζωή τότε που ζούσα σ'αυτή την πόλη, σ'αυτή τη γειτονιά... Μπήκα την ώρα της Μεγάλης Εισόδου. Κοντοστάθηκα με συγκίνηση... Κι ύστερα "....και υπέρ του άδικα δολοφονηθέντος αδελφού ημών Κωνσταντίνου..."... Άναψα ένα κερί ακόμη...

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Βγήκα στη λεωφόρο να πάρω ένα ταξί για το Νεκροταφείο... να προλάβω και το επόμενο ραντεβού... Πουθενά ταξί! Απεργία. Κι άρχισα να βαδίζω τρέχοντας κι υπολογίζοντας με αγωνία: "Αν φτάσω σε μισή ώρα, θα προλάβω... Μετά θα τρέξω ως μια στάση του μετρό...μάλλον θα προλάβω... πρέπει να προλάβω!"

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Φουριόζα με δυο μάτσα φρεσκότατα χρυσάνθεμα και δυο τριαντάφυλλα βρέθηκα στο οστεοφυλάκειο. "Πού είναι τα κεριά;" απόρησα. Πλησίασα το μεταλλικό κουτί, να βγάλω την περσινή ενθύμιση, ν'αποθέσω τα φετινά τριαντάφυλλα, να πω δυο λόγια... Δίπλα μου μια γυναίκα. Πήγα στα καντηλάκια που σιγοκαίγαν δίπλα στην είσοδο κι έψαχνα για θυμιατό. Η γυναίκα, βγαίνοντας, κοντοστάθηκε εκεί. Τη χαιρέτησα. Είδα πως κρατούσε στα χέρια ένα κουτί από ζαχαροπλαστείο. "Να σας προσφέρω ένα γλυκό;" Πριν καν απορήσω, κατάλαβα... "Να μου προσφέρετε...καλή ανάπαυση νά'χει..." 

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Μες στη βιασύνη μου -που δε θά'θελα νά'ναι βιασύνη ώρες σαν και τούτες- μέ'πιασε και το άγχος "Ν'άνάψω τούτο το κερί με τη θήκη την πλαστική ή μήπως πάρουμε καμιά φωτιά;". Το άναψα. Το "καπελάκι" του πύρωσε μεμιάς. Δίστασα. Κοίταξα προς τα έξω. Η γυναίκα είχε καθήσει στο παγκάκι απέναντι. "Συγγνώμη, να σας κάνω μια ερώτηση;" της μίλησα... Κι ύστερα ρώτησε εκείνη "Ποιόν έχεις εδώ;", "Τον πατέρα μου...", "Εγώ το γιο μου, παλληκάρι 26 ετών..."... Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. "Αν θες πήγαινε να τον δεις...να εκεί δεξιά πάνω... " είχε τη φωτογραφία... "Τί να σας πω....δε χωρούν λόγια σ'αυτό..." ψέλλισα... "Γιόρταζε σαν σήμερα... για αυτό και τα γλυκά..."... Όλα τ'άλλα ξαφνικά σβήσανε... αν θα προλάβω, πώς θα προλάβω, τί θα προλαβω.. τα ραντεβού, οι υποχρεώσεις... η επιστροφή στο χωριό... Τούτη η εικόνα, της μάνας με τα γλυκίσματα στο χέρι έξω από ένα οστεοφυλάκειο, για το παιδί που χάθηκε και γιόρταζε σαν σήμερα, μέρα των Αρχαγγέλων, τα κάλυψε όλα μεμιάς... κι ακόμη και σήμερα, τώρα, τούτη ακριβώς τη στιγμή, με ακολουθεί....

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγενη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ’ αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ’ άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Η Δήμητρα, η Γη-μητέρα, αναζητούσε απεγνωσμένα την Κόρη της που βίαια άρπαξε ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου. Ποιός να γιατρέψει τη θλίψη της; Μαράζωσε η πλάση κι ο πατέρας θεών κι ανθρώπων έδωσε εντολή στον αρχάγγελό του Ερμή να τη ζητήσει πίσω. Ο Πλούτωνας, όμως, της έδωσε ένα σπόρο ροδιάς, καταδικάζοντάς την να ξαναγυρίσει κοντά του. Κι έτσι η Περσεφόνη ξαναγυρνά κάθε φορά στο βασίλειό του αφού χαρεί το φως και τις αγκάλες της μάνας της. Γράφει ο Α.Σταγειρίτης ("Ωγυγία ή Αρχαιολογία") πως κάποιοι την αλληγορούν "εις την Σελήνην", κάποιοι στο "κάτωθεν αφώτιστο ημισφαίριο", ή "εις τον σπόρον". Ο Ορφέας, όμως, αλληγορεί αυτήν "και εις την γην, ή εις την υπόγειον καρποφόρον δύναμιν, λέγων "Φερσεφόνεια' φέρεις γαρ αεί και πάντα φονεύεις".".
Σημειώνει κι ο νεοπλατωνικός Πρόκλος ("Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος", 173): "Η Περσεφόνη πήρε το όνομά της ή επειδή διακρίνει τις μορφές και χωρίζει τη μια από την άλλη, καθώς ο φόνος δηλώνει υπαινικτικά την αναίρεση, ή επειδή χωρίζει εντελώς τις ψυχές από τα σώματα με την επιστοφή προς την άνω περιοχή, πράγμα που για όσους το αξιώνονται είναι ο κατεξοχήν ευτυχής φόνος και θάνατος." (απόδοση: φιλολογική ομάδα Κάκτου)

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

Ρόδι, λοιπόν, σύμβολο ζωής και θανάτου, σύμβολο γένεσης και φθοράς... Κι ακόμη σήμερα την Πρωτοχρονιά, με την αλλαγή του χρόνου, σπάμε ένα ρόιδο στο κατώφλι του σπιτιού, να μας φέρει καρπό πλούσιο σαν τα πολλά του σπέρματα, ν'αυγατίσει τον οίκο με γεννήματα καλά. Κάποτε κι οι νύφες, μπαίνοντας στολισμένες στο καινούριο τους σπιτικό πετούσαν στη θύρα ένα ρόδι, σύμβολο γονιμότητας και καρποφορίας, κι οι γεωργοί ανακατεύαν τα σπυριά του με το σπόρο του χωραφιού (βλ.: του Άη-Γιώργη του φτωχού, του Μεθυστή, του Σποριάρη.. ) Κι από την άλλη, για τις αγαπημένες ψυχές που φύγαν από κοντά μας, με σπόρι ροδιού στολίζουμε το στάρι που προσφέρεται για την ανάπαυσή τους (κόλλυβα)

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
(Οδυσσέας Ελύτης, "Η τρελή ροδιά")

"Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας είναι η τρελή ροδιά;"  Σήμερα ήθελα να πάρω μιαν ανάσα. Τόσους μήνες αγκομαχώ. Σήμερα αποφάσισα να πάρω μιαν ανάσα, λοιπόν. Να κουβεντιάσω με τα σπόρια της ροδιάς, να προσπαθήσω να φανταστώ τα κρυμμένα μυστικά τους... Σήμερα αποφάσισα να μην τρέχω να προλάβω, να μην πάρω αποφάσεις, να μη σηκώσω τηλέφωνα επίμονα κι ενοχλητικά... απλά να ταξιδέψω, ν'αφουγκραστώ τις ιστορίες τους. Δυό μήνες τώρα προσμένουν να μου πουν... Όχι πως θα καταλάβω, μα αρκεί που θα νιώσω τα κρυφά παθήματά τους, αρκεί που θα πορευτώ λιγουλάκι μαζί τους... Λένε πως τούτη η ροδιά βλάστησε από το αίμα του Διονύσου, που τον διαμέλισαν οι Τιτάνες κατ'εντολήν της Ήρας, κείνο τον Διόνυσο που μετέπειτα αναστήθηκε. Γέννημα του Διός και της Περσεφόνης κατά τα Ορφικά: "Διὸς καὶ Περσεφονείης ἀρρήτοις λέκτροισι τεκνωθείς" (Ορφικός Ύμνος είς Διόνυσον). Κι άλλοι λένε πως η Αφροδίτη ήταν εκείνη που την πρωτοφύτεψε... Με γονιμότητα, αίμα, θάνατο συνδέουν τον καρπό της, με καρποφορία και πλούτο, αλλά και με τον Πλούτωνα... Σύμβολο ευγονίας, αλλά και νέκρωσης ο ερυθρός του σπόρος...σύμβολο, ίσως, και κάποιας υπόσχεσης, κάποιας δέσμευσης, κάποιας κάπου κάποτε επιστροφής... 



Σημειώνει ο Παυσανίας στα "Κορινθιακά" (17,4) για το άγαλμα της Ήρας, προστάτιδας του γάμου: "Το δε άγαλμα είναι της Ήρας καθημένης εις τον θρόνον. Είναι μεγάλου μεγέθους, κατασκευασμένον από χρυσόν και ελεφαντοστούν, και είναι έργο του Πολυκλείτου. Εις την κεφαλήν δε φέρει στέφανον, επί του οποίου υπάρχουν γλυπτικαί παραστάσεις εικονίζουσαι τας Χάριτας και τας Ώρας. Εις το ένα χέρι κρατεί ρόδι και εις το άλλο σκήπτρον." Κι ύστερα προσθέτει και μυστικά σιωπά: "Εκείνο το οποίο λέγουν δια την σημασίαν του ροδιού είναι μυστήριον και ας μου επιτραπή να μην ομιλήσω σχετικώς"... (απόδοση: Δ.Λαμπίκη). Στα "Ες τον Τυανέα Απολλώνιον" (Δ, XXVIII) του Φιλοστράτου αναφέρεται: "Έδωσε επίσης εξήγηση και για το χάλκινο άγαλμα του Μίλωνα και τη μορφή του.....Με το αριστερό του χέρι κρατάει ρόδι... [...] Ο Απολλώνιος είπε...."Για να γνωρίσετε το νόημα του αγάλματος , μάθετε ότι κάποτε αυτό τον αθλητή οι Κροτωνιάτες τον όρισαν ιερέα της Ήρας. Δε χρειάζεται να εξηγήσω το νόημα του διαδήματος, αφού ήταν ιερέας. Όσο για τη ροδιά, είναι το μόνο από τα φυτά που φυτρώνουν για χάρη της Ήρας...."."(απόδοση: φιλολογική ομάδα Κάκτου)
Ενώ στους "Δειπνοσοφιστές" (Γ' 27) του Αθηναίου, η Αφροδίτη - θεά του έρωτα, της αναπαραγωγής, της γονιμότητας τούτη- είναι εκείνη που φύτεψε τούτο το δένδρο, τη ροδιά, σύμφωνα με ένα απόσπασμα του Ερίφου από τη "Μελιβοία":

"-Αλλά ιδού ωραία ρόδια.
-Πόσο είν' ευγενικά.
-Γιατί λένε πως στην Κύπρο
αυτή η ίδια η Αφροδίτη
φύτεψε αυτό το δέντρο,
που πολύ το αγαπά."
(απόδοση: Σ.Αλεξιάδου)

Σημειώνει κι ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος ("Εις Πλάτωνος Πολιτεία"): "Η φθινοπωρινή εποχή είναι της Αφροδίτης' γιατί κατ'αυτήν γίνεται η καταβύθιση των σπόρων στη γη και αυτό το έργο είναι της Αφροδίτης, να σμίγει δηλαδή τα γόνιμα και να οδηγεί σε επαφή την αιτία της γέννησης (γι' αυτό λοιπόν και ο μύθος λέει ότι την Κόρη την άρπαξαν αυτή την εποχή, επειδή η Κόρη είναι επικεφαλής της ζωογονίας όλων των επιμέρους, προσθέτοντας ότι επειδή έβαλε τον Σκορπιό στο ύφασμα, ο οποίος έχει λάβει το ενδιάμεσο αυτής της εποχής, υπέστη την αρπαγή)." (απόδοση: φιλολογική ομάδα Κάκτου)

Κι ύστερα πάλι, φύτρα θανάτου, στου Παυσανία τα "Βοιωτικά" (25,1): "Πλησίον εις τας Νηίστας πύλας των Θηβών είναι μνήμα του Μενοικέως, του υιού του Κρέοντος' ούτος ηυτοκτόνησε με την θέλησίν του εξ αιτίας του χρησμού των Δελφών, όταν ήλθον από το Άργος ο Πολυνείκης με τον στρατόν του. Επάνω εις το μνήμα του Μενοικέως είναι φυτρωμένη μια ροδιά' όταν δε ωριμάσει ο καρπός της, εάν τον σχίσης, ευρίσκεις το εσωτερικόν όμοιον με αίμα...." (απόδοση: Ν.Μπαξεβανάκης). Αντίστοιχα και κατά τον Φιλόστρατο ("Εικόνες" 2, 29) και στον τάφο του Πολυνείκη, γιου του Οιδίποδα, οι Ερινύες είχαν αφήσει να φυτρώσει μια ροδιά που, επίσης, όταν άνοιγες τους καρπούς της, έσταζαν αίμα... 
Αλλά ο Κλήμης Αλεξανδρεύς ("Προτρεπτικός" 2,19, 1.3.4.) μας αναφέρει ξεκάθαρα πως πίστευαν ότι η ροδιά βλάστησε από τις σταγόνες του αίματος του Διονύσου: " αἱ θεσμοφοριάζουσαι τῆς ῥοιᾶς τοὺς κόκκους παραφυλάττουσιν ἐσθίειν· τοὺς γὰρ ἀποπεπτωκότας χαμαὶ ἐκ τῶν τοῦ Διο νύσου αἵματος σταγόνων βεβλαστηκέναι νομίζουσι τὰς ῥοιάς". 
Καρποί που στάλαζαν αίμα, αίμα που γένναγε καρπούς...
Καρποί με μυστικά κρυμμένα, στολισμένοι με μύθους μακρινούς κι απόκρυφους...

"Κι ήταν και δέντρα αψηλοφούντωτα, που έγερναν τον καρπό τους
απάνω του· αχλαδιές, χρυσόκαρπες μηλιές, ρογδιές θωρούσες,
θωρούσες και συκιές μελόγλυκες κι ελιές δροσιά γεμάτες.
Μα κάθε που άπλωνεν ο γέροντας τα χέρια να τα πιάσει,
ξεσήκωνε τους κλώνους ο άνεμος ως τα ισκιωμένα νέφη."
(Ομήρου Οδύσσεια η115, απόδοση: Κακριδή-Καζαντζάκη)

ΣΗΜ.: Και μην ξεχνάμε: Καρποί με θεραπευτικές ιδιότητες, όπως πλείστα γεννήματα της πλάσης. Ο Διοσκουρίδης ("Περί ύλης ιατρικής" Ε' 26) αναφέρει τον "ροϊτη οίνον" που παρασκευάζεται ως εξής: "Αφού πάρεις ώριμα ρόδι χωρίς κουκούτσια και στύψεις τον χυμό των σπυριών τους, φύλαξέ τον, ή, αφού τον βράσεις έως ότου να μείνει το ένα τρίτο, έτσι φύλαξέ τον. Κάνει καλό στις εσωτερικές καταρροές και στους πυρετούς με διάρροια. Κάνει καλό στο στομάχι, σφίγγει την κοιλιά και είναι διουρητικό." (απόδοση: φιλολογική ομάδα Κάκτου). Αλλά και γενικότερα, αναφερόμενος στη ροδιά καταγράφει διάφορες ιδιότητες του φυτού (Α' 110), όπως ότι "κάθε ρόδι είναι ζουμερό και ευστόμαχο....το ξινό βοηθά τις καούρες κι είναι διουρητικό..." κι άλλα πολλά, όπως και για τα άνθη του φυτού που "είναι στυπτικά και ξηραντικά και συσταλτικά και συγκολλητικά των αιμορραγούντων ελκών....Το αφέψημά τους είναι καλό για πλύσεις των ούλων με φλεγμονή.... και ως επουλωτικό μέσα σε κατάπλασμα". Όσο για το αφέψημα των ριζών θεωρείται ως ταινιοκτόνο και παρασιτοκτόνο. Αλλά, φυσικά, ο καρπός του ροδιού δε θα μπορούσε να μην είναι και αφροδισιακός και, καθώς δείχνουν οι νεότερες έρευνες, είναι και αντικαρκινικός, προστατευτικός του καρδιαγγειακού συστήματος, και, γενικότερα, λίαν ωφέλιμος για την υγεία μας! 

ΣΗΜ.2η: Πέρα από την γνωστή "γρεναδίνη" ο χυμός ροδιού συμπυκνώνεται με βρασμό και μετατρέπεται σε υπέροχο κι υγιεινό πετιμέζι ή μπορεί να προστεθεί σε ξύδι κρασιού μαζί με μέλι, ιδανικό για σαλάτες ή άλλα μαγειρέματα. 

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Σεπτέμβρης...



Ήθελα να σου πω, πως κι αν πια δυστυχώς δεν πολυπιστεύω πως θα δούμε άλλη βελτίωση και πως τα "υποδέλοιπα" μάλλον θα μου κατσικωθούν για μια ζωή, θέλω να του δώσω μια ευκαιρία ακόμη, ένα πρόσθετο μήνα περιθώριο και για λόγους ψυχολογικούς φυσικά -να κρατηθώ στο αισιόδοξο, σάμπως ποιά άλλη εναλλακτική έχω;- και για να περάσει για τα καλά κι ο Σεπτέμβρης -περίεργος μήνας δύσκολος, να δω πως θα κυλήσουν τα πράγματα, πως θα εξελιχθεί το μέσα μου, το έξω μου, το εντός και το επί τα αυτά... Κι ύστερα ξέρω πως θα με ρώτησεις γιατί νά'ναι περίεργος ο Σεπτέμβρης και πώς τον ξεχωρίζω έτσι μέσα απ'το σωρό. Κι επειδή σου κόβει σ'όλα τα επίπεδα, και φυσικά και "μεταφυσικά" και σ'αυτή τη διάσταση και στην άλλη και στην παράλλη, θα ρισκάρω την απάντηση κι ας είσαι επιστήμονας, γιατί κάπου μέσα σου θα το καταλάβεις. Όχι απόλυτα, αλλά όσο χρειάζεται. Όσο δηλαδή το καταλαβαίνω κι εγώ που σ'άλλονε να μ'άκουγα να τα έλεγα θα φοβόμουν πως ξεφουρνίζω σωρό ασυναρτησίες και πως θα τον πιάνανε στην καλύτερη τα γέλια, αν δεν με κοιτούσε και παράξενα σαν νά'μουνα κομματάκι λοξή!
Είναι που ταυτίζομαι, βλέπεις, με τη φύση όσο περνούν τα χρόνια -ή, τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται- κι όπως και να το κάνεις τούτοι οι μήνες της μετάβασης, σαν τον Μάρτη της άνοιξης έτσι και τον Σεπτέμβρη του φθινοπωριού, την ταλαιπωρούν. Έτσι κι εμένα. Με το έμπα της άνοιξης κοιλοπονά... δεν είναι κι εύκολο να ετοιμάζεσαι να γεννοβολάς πλάση ολάκερη χωρίς σταματημό! Να μην ξεχνάς ούτε κείνο το τοσοδούλικο κρινάκι στην άκρη του γκρεμού! Όλα να τα φέρεις στο φως, όλα τα τα προκάμεις, με τη σειρά τους, με τα χρώματα και τ'αρώματά τους, με τους φίλους και τους εχθρούς τους, τους τόσους όσους χρειάζονται ώστε να προλάβουν όλα τους ν'ανασάνουν, ν'αντικρύσουν το χαμόγελο του ήλιου του άνακτα έστω για μια φορά και να παραδόσουν τη σκυτάλη στα επόμενα και στα διπλανά τους. Απ'την ανάστροφη κι ο Σεπτέμβρης! Μεταβατική περίοδος, βλέπεις, κι αυτή. Δεν είναι σαν το χειμώνα που ησυχάζει, λαγοκοιμάται και κλωσσάει, μερόνυχτα ατέρμονα, τη σπορά. Κι αν λένε πως η Δήμητρα το χειμώνα στεναχωριέται που ο Πλούτωνας της άρπαξε τη θυγατέρα και στέκεται θλιμμένη και μουτρωμένη, πεισμώνει και γίνεται στείρα και μελαγχολική, είναι που της κακοφαίνεται που χάθηκαν έξαφνα τα παιδιάστικα γέλια του καλοκαιριού και που όλη τούτη τη φούρια της την εαρινή και τα βάσανά της να τα κοσμήσει όλα καθώς πρέπει και γιορτινά δεν τα υπολόγισε ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου και τα παράχωσε σιγά-σιγά και λιγουλάκι στα μουλωχτά μέσα της, στη μήτρα της τη σεβαστή και την αρχέγονη, να βρει τη δύναμη να τα επωάσει ξανά, να στήσει το γκρίζο καμβά, να βουτήξει τ'ακροδάχτυλα στο πέπλο της Ίριδας και να τα χρωματίσει και πάλι από την αρχή. Είναι τούτη η μελαγχολία του χειμώνα όπως όταν κοιτάζεις ώρες το λευκό χαρτί κι οι λέξεις που ζητάς χάνονται και δε φανερώνονται... Σαν τις ακτίδες του ήλιου που κρύβονται πίσω από τα φουσκωτά σύννεφα. Αλλά γνωρίζεις πως είναι εκεί κι ώσπου να προβάλει η ανοιξη, θα φανούν κι αυτές. Για αυτό σου λέω, το χειμώνα η Δήμητρα ησυχάζει, φυλάει μέσα στη μήτρα τη θυγατέρα της και προσμένει πότε θα της φανερωθεί. Δεν είναι τότε που τα βάζει με θεούς κι ανθρώπους κι αναζητά απελπισμένη σ'όλη την πλάση να τη ματαβρεί. Λάθος το καταλάβαμε. Τέλη Σεπτέμβρη της την άρπαξε ο Χθόνιος θεός, τέλη Σεπτέμβρη που μεστώνουνε τα ρόδια. Δεν το θυμάσαι πως της πρόσφερε ζουμερό καρπό ροδιάς για να την ξεγελάσει και να την παρασύρει στα δώματά του; Πότε άλλοτε λοιπόν; Για αυτό σου λέω, άσε να περάσει και τούτος ο μήνας κι εκείνος που τον ακολουθεί για σιγουριά, και βλέπουμε... Είναι περίεργος μήνας και δύσκολος.
Άσε που τούτο το μήνα, άντε και τον επόμενο -τώρα που γίνηκαν όλα αχταρμάς- θα μαζέψουμε τη σοδειά μας. Μήνας καρποσυλλογής! Όλα κείνα που γεννοβολούσε η πλάση την άνοιξη, όλα τα τρυφερά βλαστάρια τα εαρινά, τώρα θα δώσουν τον καρπό, τον στέρεο καρπό. Όχι τον τρυφερό κι εφήμερα αναλώσιμο του καλοκαιριού, αλλά κείνον της υπομονής που μαθαίνει σιγά-σιγά να προστατεύεται, που φτιάχνει μέρα με τη μέρα του καλοκαιριού την πανοπλία του για να προλάβει να μεστώσει για τα καλά ώστε να επιβιώσει για όλο το χειμώνα. Δε βλέπεις τα καρύδια; Πράσινη χλαμύδα που σε ξεγελά κι από κάτω κέλυφος σκληρό στο χρώμα της γης, μήτρα σκληρή, και παραμέσα ο καρπός - λευκό, κάτασπρο γάλα που παίρνει σχήμα και μορφή αργά, όλες κείνες τις μέρες του καλοκαιριού που εσύ χαμογελάς και γεύεσαι τα τρυφερά ροδάκινα, μέχρι να δυναμώσει, να ψηθεί, να βγει στο φως στέρεο, κι άμα φροντίσεις σωστά, να μείνει ατόφιο όλο το χειμώνα που ακολουθεί, να σε στυλώνει.
Περίεργος μήνας ο Σεπτέμβρης. Κι όλα τούτα πρέπει να τα προλάβω. Να είναι όλα έτοιμα, ταχτοποιημένα για το χειμώνα που έρχεται. Κι εγώ μαζί! Είναι εκείνη η ταύτιση με τη φύση, που λέγαμε... Δεν είμαι έτοιμη ακόμη. Ακόμη συλλέγω καρπούς. Ρόδια, καρύδια, κυδώνια και ξινόμηλα... Τα ξύλα για τη φωτιά τα βόλεψα. Στεγνά -ιδρώσαν όλους τούτους τους μήνες- στοιβιασμένα, προφυλαγμένα από τη βροχή και το χιονιά, να μπορώ ν'ανάψω τη φλόγα. Με τους καρπούς δεν ξεμπέρδεψα ακόμη. Κάποιοι βιάζονται, κάποιοι καθυστερούν, άλλοι προέκυψαν τζούφιοι και βγαίνω στη γύρα ξανά! Άσε να περάσει ένας μήνας ακόμη και βλέπουμε. Να ξεσοδέψω. Για να μπορέσω να δω πως θα πορευτώ. Τί θα κρατώ στα χέρια μου...
Είναι και το άλλο, μην ξεχνάς. Δύσκολη τούτη η άνοιξη, περισσότερο από άλλες. Κι όταν είναι δύσκολα τότε που ανθίζει η πλάση, θέλεις νά'ναι εύκολα τώρα που ξεψυχά; Μη γελιόμαστε. Θέλει προσοχή. Φύτρωσαν και τόσα αγκάθια στο χωράφι φέτος αντάμα με τα εαρινά αγριολούλουδα, κι αν τώρα ο καιρός τα αποκοίμισε και μοιάζουν και τούτα αποκαμωμένα, ράθυμα κι όχι τόσο επιθετικά, εγώ πρέπει να βρω τρόπο να τα ξεπατώσω! Πριν φύγει το φθινόπωρο, πριν γίνουν τα ξερά βλαστάρια τους λίπασμα ξανά στη γη. Τροφή για την επόμενη άνοιξη. Κι αυγατέψουν και θεριέψουν και μου στερήσουν τα χρώματα για άλλη μια φορά... Πολύ δύσκολος μήνας και παράξενος, σου λέω...
Και μέσα σ'όλα τούτα κρασί δεν έφτιαξα. Κοιτάζω την κληματαριά. Στραβή χρονιά και για κείνη. Καρποί λιγοστοί, ταλαιπωρημένοι, ρώγες λαμπερές μπερδεμένες με τζούφιες κι άρρωστες. Και εγώ ζητώ από τούτες τις ρώγες να κάνω καλό κρασί! Με πέντε χούφτες κακομοιριασμένα τσαμπιά ακόμη πιστεύω πως κρασί θα φτιάξω και φέτος! Κι ας μην έχει ούτε η γειτονιά! Κι ας μη δέχομαι ούτε τα αγοραστά, των εμπόρων, παρά μονάχα τούτα τα ντόπια, γνώριμα νταμάρια, χωρίς φάρμακα θαυματουργά κι επίφοβα κι ας κουβαλούν και ρώγες άρρωστες. Τούτες τουλάχιστον φαίνονται, τις βλέπω μπροστά μου. Θα τις ξηλώσω μια-μια. Εγώ που δεν έχω καμιά υπομονή, αποχτώ. Εδώ απέχτησα μ'άλλα κι άλλα. Πιο δύσκολα, πιο επώδυνα, πιο τρομακτικά... Ακόμη πιστεύω πως θα βρω. Βλέπεις τρέλα που με δέρνει; Θα μου πεις, εδώ ελπίζω πως θα νικήσω άλλα κι άλλα, ξέρεις εσύ. Αυτό κι αν είναι τρέλα...
Λοιπόν, θα ξετρυπώσω κάπου. Θα ζαλικωθώ σαν το γομάρι στα "καλντρίμια" και θα τα συγκεντρώσω εδώ. Και ρώγα-ρώγα θα ξεδιαλέξω μόνο τις λαμπρές.  Ώρες ατελείωτες... Και θα μπούνε στο βαρέλι. Μαζί με το ευλογημένο τσαμπί απ'του Σωτήρος. Και θα πάρουν βράση. Πρωί και βράδυ θα τις ακούω να σιγομιλούν, να μουρμουρίζουν. Θα τις ανακατώνω με το ξύλο κι αυτές θα μου τραγουδούν. Σειρήνες του Σεπτέμβρη κι αυτές, τί νομίζεις;  Είναι η στιγμή που το ερωτεύομαι, όταν μουστώνω και το ακούω καθώς βράζει να σιγοτραγουδά... Κι όσο περνούν οι μέρες το τραγούδι θα λιγοστεύει, θα καταπαύει. Το φως της λαμπάδας μες στο βαρέλι δε θα σβήνει πια, θα αρχίσει να "γαλαζιάζει" που μού'πε κείνος ο παππούς και τόσο μ'άρεσε! Κι ύστερα θα μένει ολόφωτο, πύρινη φλόγα αναμμένη. Άλλο οξυγόνο δεν αποζητά πια. Ο βρασμός κόπασε, ο μούστος μεταμορφώθηκε. Τώρα θέλει να ησυχάσει, να κοιμηθεί. Να σφαγιστεί και να απομείνει στη δροσιά του φθινοπωριού να ξεδιαλύνει σιγά-σιγά από όσα το βαραίνουν και το εμφανίζουν θολό, να περισυλλέξει τ'αρώματα που ζητά και να καθαριστεί, να διαφανέψει, για να στάξει ύστερα, αργά-αργά, όσο μια χοντρή κλωστή, όσο ένα υφάδι, διαυγές και λαμπερό μες στο γυαλί...
Πόση ομορφιά τούτη η διαδικασία... Για να ευφραίνει, όλη τη χρονιά, τις ταλαίπωρες και δέσμιες ψυχές μας... να τις ελευθερώνει... να δραπετεύουν κι αυτές απ'το κορμί.. Μήνας του Διόνυσου ο Σεπτέμβρης, πώς να μην είναι διαφορετικός; Του φθινοπώρου, της Περσεφόνης και της Μάνας Γης που την χάνει και την αποζητά. Των καρπών και της ζύμωσης του κρασιού. Μήνας του Σταυρού -Σταυρωτή τον ονόμαζε κάποτε ο λαός μας- τότε που πιάνουν -καθόλου τυχαία κι αυτό- οι παλιακές νοικοκυρές το καινούριο προζύμι της χρονιάς με το βασιλικό της εκκλησίας... Ένατος στη σειρά αλλά φαντάζει πρώτος για τα σχολεία, την εκκλησιαστική χρονιά και κάποτε και για τους αγρότες. Κι όμως έβδομος ορισμένος αρχικά, όπως μαρτυράει και το όνομά του: από το σεπτό επτά με τη δασεία, το σεβαστό, το ιερό σε κάποια "γράμματα", τότε που λογίζαμε πρωτοχρονιάτικο το Μάρτη, τον πρώτο της άνοιξης, τον αφιερωμένο στο θεό του πολέμου Mars ή Άρη, του πολεμοχαρή και καταστροφικού θεού, πού'χε γιους κι ακόλουθους πιστούς στη μάχη το Φόβο και το Δείμο (τρόμο)... Περίεργο... Με το έμπα του Μάρτη ξεκίνησε, θυμάσαι;... Ακόμα πιο περίεργο... κόρη του υπήρξε και η Αρμονία... Τούτη που ολάκερη η πλάση αποζητά... Τούτη που ο μύθος έπλασε μάνα της μάνας του Διονύσου...
Είδες πόσα πολλά αναλογούνε στο Σεπτέμβρη; Πολύτιμος μήνας. Ξεχωριστός. Μήνας που τα πράσινα αρχίζουν να γίνονται πορτοκαλιά, κι η μέρα πιο λιγοστή απ' την νύχτα... Παράξενος μήνας, δύσκολος... Άσε, λοιπόν, να δούμε λίγο ακόμη...

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

ασφόδελοι

Προχθές ο Πορφύρης μου, που έκλεισε μόλις τα τέσσερα, είχε ραντεβού για ΚΤΕΟ και, φυσικά, έπρεπε να του αφιερώσω όλο το πρωινό! Όχι επειδή με βασάνισαν στην αναμονή οι υπάλληλοι (Άντε ν'αργησαν κανένα μισάωρο να τον υποδεχτούν, γιατί είχε προκύψει κάποιο τεχνικό πρόβλημα και βγήκαν απ'το ρυθμό τους. Κερνούσαν μάλιστα και καφεδάκι και καραμελίτσες με γεύση σαπούνι -από παιδί την είχα την απορία για αυτές τις σαπουνένιες καραμέλες- κι όλα αστραφτοκοπούσαν κι η ευγένεια να ξεχειλίζει από παντού.. τόσο που αναρωτήθηκα μήπως και πέρασα σ'άλλη διάσταση, σε άλλο πλανήτη.. αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία..), αλλά επειδή έπρεπε να διασχίσω το μισό νομό για να φτάσω! Τέλος πάντων, το πήρα κι εγώ σαν εκδρομούλα, και στην επιστροφή έκανα διάφορες στάσεις, μία από αυτές και για να φωτογραφίσω τους μελαγχολικούς -όπως λέει η μάνα μου- ασφοδέλους που πλημμυρίζαν τις πλαγιές..


Καθώς τους αντίκρυσα, μού'ρθε στο νου μου η περιγραφή του Ομήρου, ο λειμώνας με τους ασφοδέλους - που τόσο με είχε εντυπωσιάσει -  κι η κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη..




(Οδύσσεια λ539, ω13, απόδοση Κώστα Δούκα)



Διαβάζουμε, λοιπόν, στο "Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν του Ηλίου":