πικρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πικρός | η | πικρή | το | πικρό |
γενική | του | πικρού | της | πικρής | του | πικρού |
αιτιατική | τον | πικρό | την | πικρή | το | πικρό |
κλητική | πικρέ | πικρή | πικρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πικροί | οι | πικρές | τα | πικρά |
γενική | των | πικρών | των | πικρών | των | πικρών |
αιτιατική | τους | πικρούς | τις | πικρές | τα | πικρά |
κλητική | πικροί | πικρές | πικρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πικρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πικρός }
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /piˈkɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κρός
Επίθετο
[επεξεργασία]πικρός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που η γεύση του είναι δριμεία και (συχνά) δυσάρεστη
- ⮡ Μου άφησε μια πικρή γεύση στο στόμα.
- (μεταφορικά) που προκαλεί ή εκφράζει στενοχώρια, λύπη κ.τ.ό.
- ⮡ Αναγκάστηκε να δεχτεί την πικρή αλήθεια.
- (μεταφορικά) που έχει μια δριμύτητα ή οξύτητα
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
πικρ-
πικρ-
- πικρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πικρο- στο Βικιλεξικό όπως πικροκυματούσα, πικρόγλυκος, πικραμύγδαλο
και
- αλμυρόπικρος
- απικραμένος
- απίκραντος
- άπικρος
- απόπικρος
- αρμυρόπικρος
- γλυκόπικρα (επίρρημα)
- γλυκόπικρος
- γλυκύπικρος
- θεόπικρος
- καταπικραίνω
- κατάπικρος
- μυριοπικραίνω
- ολόπικρος
- ξεπίκραντος
- ξεπικρίζω
- ξινόπικρος
- παραπικραίνω
- πίκρα
- πικρά (επίρρημα)
- πικράδα
- πικραίνω, πικραίνομαι
- πικραλίδα
- πίκραμα
- πικραμένα (επίρρημα)
- πικραμένος & σύνθετα
- πικραντικός
- πίκρητα
- πικρία
- πικρίζω
- πικρικός
- πικρίλα
- πικρίνω
- πίκρισμα
- πικρό (ουδέτερο)
- πικρολιά
- πικρότητα, πικρότη
- πικρουλιάρης
- πικρουλιάρικος
- πικρουλός
- πικρούτσικος
- πικρωπός
- πολυπικραίνω
- πολύπικρος
- υπόπικρος
- Όροι με πικρ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πικρός
Πηγές
[επεξεργασία]- πικρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πικρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]και
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πικρός | ἡ | πικρᾱ́ & πικρός |
τὸ | πικρόν |
γενική | τοῦ | πικροῦ | τῆς | πικρᾶς & πικροῦ |
τοῦ | πικροῦ |
δοτική | τῷ | πικρῷ | τῇ | πικρᾷ & πικρῷ |
τῷ | πικρῷ |
αιτιατική | τὸν | πικρόν | τὴν | πικρᾱ́ν & πικρόν |
τὸ | πικρόν |
κλητική ὦ! | πικρέ | πικρᾱ́ & πικρέ |
πικρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πικροί | αἱ | πικραί & πικροί |
τὰ | πικρᾰ́ |
γενική | τῶν | πικρῶν | τῶν | πικρῶν & πικρῶν |
τῶν | πικρῶν |
δοτική | τοῖς | πικροῖς | ταῖς | πικραῖς & πικροῖς |
τοῖς | πικροῖς |
αιτιατική | τοὺς | πικρούς | τὰς | πικρᾱ́ς & πικρούς |
τὰ | πικρᾰ́ |
κλητική ὦ! | πικροί | πικραί & πικροί |
πικρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πικρώ | τὼ | πικρᾱ́ & πικρώ |
τὼ | πικρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | πικροῖν | τοῖν | πικραῖν & πικροῖν |
τοῖν | πικροῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πικρός < → λείπει η ετυμολογία πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyḱ- (τέμνω, χαράσσω, στολίζω)[1]
Παράγωγα
[επεξεργασία]και
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πικρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πικρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyḱ-, τέμνω (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyḱ-, τέμνω (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μοχθηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μοχθηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyḱ-, τέμνω (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)