περίγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίγραμμα < ελληνιστική κοινή περίγραμμα < αρχαία ελληνική περιγράφω < περί + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική contour[1] [2])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /peˈɾi.ɣɾa.ma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περίγραμμα ουδέτερο
- η γραμμή που βρίσκεται στην εξωτερική περίμετρο ενός σχήματος ή πράγματος, που το περιβάλλει
- (μεταφορικά) η γενική ιδέα, η περίληψη ενός σχεδίου, παρουσίασης κ.λπ.
- ※ Εκτός από την εγκαθίδρυση προσωποπαγούς απολυταρχικού καθεστώτος είναι για μας δύσκολο να διακρίνουμε το περίγραμμα του νέου σχήματος που ο Καίσαρ σκόπευε να δώσει στο ρωμαϊκό κράτος. (Rostovtzeff Michael Ivanovitch, Ρωμαϊκή ιστορία, μτφρ. Καλφόγλου Β., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1984, σελ. 161.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περίγραμμα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ περίγραμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περίγραμμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)