γραμμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γραμμή | οι | γραμμές |
γενική | της | γραμμής | των | γραμμών |
αιτιατική | τη | γραμμή | τις | γραμμές |
κλητική | γραμμή | γραμμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραμμή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γραμμή < γράφω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣɾaˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γραμ‐μή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραμμή θηλυκό
- (γεωμετρία, μαθηματικά) το συνεχόμενο ίχνος διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, η διαδρομή που χαράσσει ένα κινούμενο σημείο στον χώρο. Η γραμμή έχει μόνο τη διάσταση του μήκους.
- ⮡ ευθεία / καμπύλη / τεθλασμένη γραμμή
- → δείτε γραμμή στη Βικιπαίδεια
- κάθε σχηματική χάραξη στο εσωτερικό της παλάμης του χεριού, η οποία φέρεται να αντιπροσωπεύει τη πορεία της υγείας, της ζωής, της επιτυχίας κάθε ανθρώπου
- ⮡ έχει μεγάλη γραμμή ζωής, θα ζήσει πολλά χρόνια
- η ευθυγραμμισμένη σειρά από όμοια πράγματα, πρόσωπα ή στοιχεία
- ⮡ σε αυτή την περιοχή τα σπίτια είναι χτισμένα σε γραμμή
- η τακτοποιημένη σειρά στοιχείων έτσι ώστε το ένα οδηγεί στο άλλο
- η αράδα ενός γραπτού κειμένου ή ο στίχος σε ένα ποιήμα
- ⮡ η σελίδα Α4 συνήθως έχει 22 γραμμές
- η παράταξη των στρατιωτικών δυνάμεων
- ⮡ με μια παράτολμη προσπάθεια διασπάστηκαν οι γραμμές των αντιπάλων
- η καθοδήγηση που δίνεται για μια πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί
- ⮡ χαράχτηκε η γραμμή της κυβερνητικής πολιτικής
- (μεταφορικά) οι οδηγίες που δίνονται προς μια κατεύθυνση
- ⮡ είναι γραμμή της εταιρείας να ακολουθούμε μόνο έννομα μέσα
- το τακτικό και καθορισμένο δρομολόγιο ενός μέσου μεταφοράς
- ⮡ υπάρχει γραμμή για το νησί τέσσερις φορές την ημέρα
- η νοητή πορεία που ακολουθούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς κατά την εκτέλεση των δρομολογίων τους
- ⮡ η γραμμή για τις Σπέτσες περνάει συνήθως από τον Πόρο και την Ύδρα
- (πληθυντικός: γραμμές) οι ράγες του τρένου
- ⮡ αυτοκτόνησε πέφτοντας στις γραμμές του τρένου
- (περιληπτικό) το σύνολο των καλωδίων μέσα από τα οποία μεταβιβάζεται ένα σήμα (τηλεοπτικό, τηλεφωνικό κ.λπ.)
- η τηλεφωνική σύνδεση
- ⮡ την ώρα που μιλούσαμε έπεσε η γραμμή του τηλεφώνου
- το (πραγματικό ή νοητό) σύνορο ανάμεσα σε δύο εκτάσεις
- ⮡ η γραμμή του ορίζοντα
- το περίγραμμα ενός αντικειμένου ή των μερών του
- ⮡ προσπαθεί με τη δίαιτα να ξαναβρεί τη γραμμή της
- (βάσεις δεδομένων) (αγγλικά: row) η γραμμή ενός πίνακα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων. Κάθε γραμμή πρέπει να είναι διαφορετική από τις υπόλοιπες μέσα στον πίνακα και τα πεδία της (γνωρίσματα) να λαμβάνουν τιμές από το πεδίο ορισμού τους.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ανοικτή γραμμή (επικοινωνίας): η ελεύθερη κι αδιάκοπη ανταλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα σε δύο πλευρές
- γραμμή αιώνιου χιονιού / γραμμή διαρκούς χιονιού
- γραμμή μεταφοράς: το σύστημα αγωγών ή καλωδίων που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρισμού, σημάτων ή ενέργειας μεταξύ διαφόρων σημείων
- γραμμή μετώπου: η έκταση που κατέχουν τα εμπρόσθια στρατεύματα του εχθρού, όταν βρίσκονται σε ακινησία
- γραμμή παραγωγής: η διάταξη μηχανών ή ανθρώπων σε μια μονάδα παραγωγής
- γραμμή πυρός: η πρώτη γραμμή της μάχης
- γραμμή του Αττίλα: η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την ελεύθερη Κύπρο από τα υπό τουρκική κατοχή εδάφη της. Η γραμμή αυτή επιβλήθηκε το καλοκαίρι του 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα που εισέβαλαν στο νησί
- διαβάζω μέσα / κάτω από τις γραμμές: αντιλαμβάνομαι τα κρυφά νοήματα ενός κειμένου
- η πρώτη γραμμή :
- το πεδίο των πολεμικών συγκρούσεων
- στην πρωτοπορία, στο μετερίζι
- στο επίκεντρο
- μπαίνω στη γραμμή: ευθυγραμμίζομαι, στοιχίζομαι
- πιάνω γραμμή: συνδέομαι τηλεφωνικά
- πράσινη γραμμή: το τμήμα της γραμμής του Αττίλα που διαπερνά τη Λευκωσία, χωρίζοντάς την στα δύο
- πρώτης γραμμής: μεγάλης ικανότητας ή ποιότητας
- σε αδρές γραμμές: χοντρικά, αδρομερώς
- σε γενικές γραμμές: γενικά, αδρομερώς
- τραβάω γραμμή: χαράζω ευθεία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (τηλεπικοινωνίες) αποκλειστική γραμμή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραμμή
Επίρρημα
[επεξεργασία]- κατευθείαν
- ⮡ να πας γραμμή και να του μιλήσεις
- στη σειρά, διαδοχικά
- ⮡ πήρα γραμμή τις εταιρείες και έκανα την ενημέρωση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 44, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- γραμμή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γραμμή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Περιληπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Βάσεις δεδομένων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)