ζυγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ζυγός
Ζυγός για νομίσματα, Νομισματοκοπείο Νέας Ορλεάνης.
Δύο βόδια σε ζυγό.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζυγός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζυγός,[1] άλλη μορφή του ζυγόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm (ζυγός -ουσιαστικό-)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ziˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζυ‐γός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζυγός οι ζυγοί
      γενική του ζυγού των ζυγών
    αιτιατική τον ζυγό τους ζυγούς
     κλητική ζυγέ ζυγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζυγός αρσενικό

  1. όργανο μέτρησης της μάζας
    ⮡  ζυγός ακριβείας
  2. ξύλινο εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων
    ⮡  πέρνα το ζυγό στο βόδι
  3. η δουλεία, η σκλαβιά
    ⮡  ο ζυγός των κατακτητών
    ※  Το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρείται σημαντικό εάν λάβουμε υπόψη ότι η διδασκαλία για τα ορθόδοξα χριστιανικά δόγματα και την εξαποκαλύψεως αλήθεια είχε ισχύ ακόμη από την προεπαναστατική περίοδο, καθώς καταλάμβανε σημαντικό τμήμα στη στοιχειώδη εκπαίδευση των Ελλήνων, αλλά αποτέλεσε και δυναμογόνο παράγοντα στην αντίσταση κατά του τουρκικού ζυγού. (Φανή Αργυροπούλου, Τα σχολικά βιβλία των θρησκευτικών της Ε΄τάξης του δημοτικού σχολείου από το 1992 έως το 2007. Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση., ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2013 [1])
  4. σειρά στρατιωτών, μαθητών κ.λπ. σε ειδική παράταξη και παράγγελμα
    ⮡  εφ' ενός ζυγού ή επί δύο ζυγών κ.ο.κ.
    ⮡  τους ζυγούς λύσατε! (αραιώσατε! ή πυκνώσατε!)
  5. (γεωγραφία) διάσελο, αυχένας (βουνού)
  6. για το ζώδιο → δείτε Ζυγός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυγός η ζυγή το ζυγό
      γενική του ζυγού της ζυγής του ζυγού
    αιτιατική τον ζυγό τη ζυγή το ζυγό
     κλητική ζυγέ ζυγή ζυγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυγοί οι ζυγές τα ζυγά
      γενική των ζυγών των ζυγών των ζυγών
    αιτιατική τους ζυγούς τις ζυγές τα ζυγά
     κλητική ζυγοί ζυγές ζυγά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζυγός -ή - ό

  1. (αριθμητική) που διαιρείται ακριβώς με το 2, ο άρτιος (αριθμός), κάτι που είναι διπλό ή ζευγαρωτό
  2. ο κάτοχος Ι.Χ. με ζυγό αριθμό
    ⮡  Δεν κυκλοφορώ σήμερα, είμαι ζυγός.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζυγός αρσενικό