ζυγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζυγός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζυγός,[1] άλλη μορφή του ζυγόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm (ζυγός -ουσιαστικό-)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ziˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζυγός | οι | ζυγοί |
γενική | του | ζυγού | των | ζυγών |
αιτιατική | τον | ζυγό | τους | ζυγούς |
κλητική | ζυγέ | ζυγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ζυγός αρσενικό
- όργανο μέτρησης της μάζας
- ⮡ ζυγός ακριβείας
- ξύλινο εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων
- ⮡ πέρνα το ζυγό στο βόδι
- η δουλεία, η σκλαβιά
- ⮡ ο ζυγός των κατακτητών
- ※ Το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρείται σημαντικό εάν λάβουμε υπόψη ότι η διδασκαλία για τα ορθόδοξα χριστιανικά δόγματα και την εξαποκαλύψεως αλήθεια είχε ισχύ ακόμη από την προεπαναστατική περίοδο, καθώς καταλάμβανε σημαντικό τμήμα στη στοιχειώδη εκπαίδευση των Ελλήνων, αλλά αποτέλεσε και δυναμογόνο παράγοντα στην αντίσταση κατά του τουρκικού ζυγού. (Φανή Αργυροπούλου, Τα σχολικά βιβλία των θρησκευτικών της Ε΄τάξης του δημοτικού σχολείου από το 1992 έως το 2007. Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση., ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2013 [1])
- σειρά στρατιωτών, μαθητών κ.λπ. σε ειδική παράταξη και παράγγελμα
- ⮡ εφ' ενός ζυγού ή επί δύο ζυγών κ.ο.κ.
- ⮡ τους ζυγούς λύσατε! (αραιώσατε! ή πυκνώσατε!)
- (γεωγραφία) διάσελο, αυχένας (βουνού)
- για το ζώδιο → δείτε Ζυγός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζυγός
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζυγός | η | ζυγή | το | ζυγό |
γενική | του | ζυγού | της | ζυγής | του | ζυγού |
αιτιατική | τον | ζυγό | τη | ζυγή | το | ζυγό |
κλητική | ζυγέ | ζυγή | ζυγό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζυγοί | οι | ζυγές | τα | ζυγά |
γενική | των | ζυγών | των | ζυγών | των | ζυγών |
αιτιατική | τους | ζυγούς | τις | ζυγές | τα | ζυγά |
κλητική | ζυγοί | ζυγές | ζυγά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ζυγός -ή - ό
- (αριθμητική) που διαιρείται ακριβώς με το 2, ο άρτιος (αριθμός), κάτι που είναι διπλό ή ζευγαρωτό
- ο κάτοχος Ι.Χ. με ζυγό αριθμό
- ⮡ Δεν κυκλοφορώ σήμερα, είμαι ζυγός.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ζυγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζυγός αρσενικό
- άλλη μορφή του ζυγόν
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Αριθμητική (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)