εγκατάλειψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκατάλειψη | οι | εγκαταλείψεις |
γενική | της | εγκατάλειψης* | των | εγκαταλείψεων |
αιτιατική | την | εγκατάλειψη | τις | εγκαταλείψεις |
κλητική | εγκατάλειψη | εγκαταλείψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταλείψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκατάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκατάλειψις (υπόλειμμα) (-σις > -ση) < ἐγκαταλείπω[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eŋ.ɡaˈta.li.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκα‐τά‐λει‐ψη
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κα‐τά‐λει‐ψη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκατάλειψη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκαταλείπω
- ↪ η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά
- ↪ καταδικάστηκε σε φυλάκιση για εγκατάλειψη θύματος τροχαίου
- ↪ αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη λείπω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εγκατάλειψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εγ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)