-σις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -σῐς | αἱ | -σεις |
γενική | τῆς | -σεως | τῶν | -σεων |
δοτική | τῇ | -σει | ταῖς | -σεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | -σῐν | τὰς | -σεις |
κλητική ὦ! | -σῐ | -σεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -σει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -σέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -σις < και μορφή -τις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-tis [1]
- για θέμα με υπερωικό σύμφωνο ⟨κ, γ, χ⟩ + -σις > -ξις
- για θέμα με χειλικό σύμφωνο ⟨π, β, φ⟩ + -σις > -ψις
- και μορφή -(η)σις για σχηματισμούς θέμα+η+σις, όπως στο εἴδησις
- > -σις {(καθαρεύουσα) > στην κοινή νεοελληνική: -ση
Επίθημα
[επεξεργασία]-σις θηλυκό
- μεταρηματικό επίθημα για τον σχηματισμό αφηρημένων και δραστικών θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν την ενέργεια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]και
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ξις στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ψις στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ησις στο Βικιλεξικό
- το νεοελληνικό -ση
- Λέξεις -σις @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πόλις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)