γκολ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκολ < (άμεσο δάνειο) αγγλική goal < μέση αγγλική gol (σύνορο, όριο) αγγλοσαξονική gal
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈgol/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκολ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκολ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) (στο ποδόσφαιρο και άλλα αθλήματα) τρόπος σκοραρίσματος όταν η μπάλα περνά ανάμεσα στο οριζόντιο και τα δύο κατακόρυφα δοκάρια του τέρματος
- (αθλητισμός) (στο ράγκμπι) τρόπος σκοραρίσματος όπου ένας παίκτης, με ένα λάκτισμα, περνά τη μπάλα πάνω από το οριζόντιο και ανάμεσα στα δύο κατακόρυφα δοκάρια του τέρματος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- είμαι / γίνομαι γκολ: είμαι τύφλα στο μεθύσι, ή είμαι πολύ μαστουρωμένος [1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκολ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, πρόκειται για μετάπλαση παλιότερης έκφρασης με το ίδιο περιεχόμενο, η οποία ήταν είμαι γκον· βλ. Παροιμίες του υποκόσμου [2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 22.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)