golo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | golo | goloj |
αιτιατική | golon | golojn |
golo (eo)
- (αθλητισμός) το γκολ
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
golo | golos |
golo (pt) αρσενικό
- (αθλητισμός) το γκολ