απλολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απλολογικός < απλολογία + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική haplologie < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς + λέγω
Επίθετο
[επεξεργασία]απλολογικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με την απλολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή