Κατηγορία:Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Λόγια δάνεια » Λόγια ενδογενή δάνεια ««« |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Για τους συντάκτες:
|
- Λόγια διαχρονικά δάνεια για την εξυπηρέτηση μετάφρασης ελληνογενών διεθνών όρων όπου ολόκληρη η λέξη (και τα δύο συνθετικά) είναι αρχαίας ελληνικής προέλευσης. Είναι ελληνογενείς όροι από άλλες γλώσσες.
- Classical compounds στην αγγλική Βικιπαίδεια
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 8 υποκατηγορίες, από 8 συνολικά.
*
Σελίδες στην κατηγορία "Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 976 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- άβυσσος
- Αγάθοσμα
- αγάπανθος
- αγγειοδερματίτιδα
- Αγγειόσπερμα
- άγναθος
- αγνωστικισμός
- αγοραφοβικός
- αγροτεχνολογία
- αδενίνη
- αδενοκαρκίνωμα
- αδρεναλίνη
- αεροδυναμική
- αεροζόλ
- αεροθεραπεία
- αεροθερμόμετρο
- αερόφωνο
- αθεϊσμός
- αθερμομέτρητος
- αιγυπτιολογία
- αιγυπτιολόγος
- αιθανάλη
- αιθανόλη
- αιθίνιο
- αιθυλεστέρας
- αιμο-
- αιμοδιάλυση
- αιμοφιλία
- αισθητική
- ακαρδία
- ακομπλεξάριστα
- ακουστική
- ακρυλονιτρίλιο
- ακτινίδιο
- ακτίνιο
- Ακτινοπτερύγιοι
- -αλγία
- αλγολαγνεία
- αλεξιθυμία
- αλλεργία
- αλλογαμία
- αλλοτριοφαγία
- αλλοτροπία
- αλλοτροπικός
- αλογόνο
- αλογονωμένος
- αμίνη
- αμμωνία
- αμοιβάδα
- αμουσία
- αμυγδαλίτιδα
- αμφιγονία
- αναβολισμός
- ανάγραμμα
- αναμορφικός
- αναρθρία
- ανατάσιος
- ανατοξίνη
- αναχρονιστικός
- ανδρολογία
- ανδρολόγος
- ανθρωπολόγος
- ανθρωπομορφικά
- ανισοτροπία
- ανοδικός
- άνοδος
- ανορθοδοξία
- ανοσοφαρμακολογία
- ανοσφρησία
- ανουρία
- ανοφθαλμία
- Ανταρκτική
- αντιατομικός
- αντιδιφθερικός
- αντιήρωας
- αντίκλινο
- αντιμικροβιολογικός
- αντιμοναρχικός
- αντιποιητικός
- αντιπολιομυελιτικός
- αντιπυρετικό
- αντιπυρετικός
- αντιρευματικό
- αντιρευματικός
- αντιρρευματικά
- αντισηπτικός
- αντισηψία
- αντιτοξικός
- αντιτοξίνη
- αντιχολερικός
- ανυδρίτης
- ανώνυμος
- αξονικός
- αορτίτιδα
- αουρία
- απατίτης
- απλογραφία
- απλολογικός
- απόαψη
- απολιτίκ
- απολίτικος
- αργόν
- αρθροπάθεια
- Αρκτική
- αρχαιομετρία
- αρχαιόφωνο
- αρχόσαυρος
- ασετιλίνη
- ασσυριολόγος
- αστρο-
- αστροβιολόγος
- ασυμπτωματικός
- ασφαιρικός
- ατοπία
- αυθεντικοποίηση
- αυτόνομος
- αφήλιο
- αφθιταλίτης
- αχιλλέα
- αχίλλεια
- αχρωμία
Β
- βαθύβιος
- βαθυμέτρηση
- βαθυμετρία
- βαθυσκάφος
- βαθυσφαίρα
- βακτηρίωση
- -βαρής
- βαριατρική
- βάριο
- βαρίτης
- βαρυόνιο
- Βατραχοειδή
- βατραχοειδής
- βενζαλδεΰδη
- βηρύλλιο
- βιβλιοθηκονομία
- βιβλιομανής
- βιβλιομανία
- Βικιλεξικό:Βικιδημία/2007
- βιντεοδίσκος
- βινύλ
- βινύλιο
- βινυλίτης
- βινυλοχλωρίδιο
- βιογένεση
- βιογεωγραφία
- βιογονία
- βιοκλιματολογία
- βιολογία
- βιομετρία
- βιονική
- βιονομία
- βιονομικός
- βιοπολιτική
- βιοπτικός
- βιοσπηλαιολογία
- βιοστατιστική
- βιοστρωματογραφία
- βιοσύνθεση
- βιοτυπολογία
- βιότυπος
- βιοψυχολογία
- βλαστομύκητας
- βλεννορραγία
- βλεννόρροια
- βλεννορροϊκός
- βοτανολόγος
- βουταδιένιο
- Βόωψ
- βραδυαρρυθμία
- βρογχισμός
- βρογχοπνευμονία
- βρόμιο
- Βροντόσαυρος
- βυζαντινολόγος
- Βυζαντινός