sow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sow | sows / swine |
sow (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sows |
αόριστος | sowed |
παθητική μετοχή | sown, sowed |
ενεργητική μετοχή | sowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sow (en)