rival
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]rival (en)
- αντίπαλος, ανταγωνιστικός
- ⮡ A rival gang took him out.
- Τον σκότωσε μια αντίπαλη συμμορία.
- ⮡ rival products - ανταγωνιστικά προϊόντα
- ⮡ A rival gang took him out.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rival | rivals |
rival (en)
- ο ανταγωνιστής, ο αντίπαλος
- ⮡ business rivals - εμπορικοί ανταγωνιστές
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | rival |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rivals |
αόριστος | rivaled |
παθητική μετοχή | rivaled |
ενεργητική μετοχή | rivaling |
rival (en)
- (μεταβατικό) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, παραβάλλομαι, είμαι τόσο καλός, εντυπωσιακός κλπ. όσο κάποιος ή κάτι άλλο
- ⮡ Greek fabrics rival European ones.
- Tα ελληνικά υφάσματα ανταγωνίζονται τα ευρωπαϊκά.
- ⮡ Nothing rivals the train in comfort.
- Τίποτα δε συναγωνίζεται το τρένο σε άνεση.
- ⮡ No one can rival him as a composer.
- Κανένας δεν παραβάλλεται μαζί του σα συνθέτης.
- ≈ συνώνυμα: compare, equal, match, measure up και touch
- ⮡ Greek fabrics rival European ones.
Πηγές
[επεξεργασία]- rival (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- rival (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rival (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 841. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναγωνίζομαι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rival | rivaux |
θηλυκό | rivale | rivales |
rival (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rival | rivaux |
θηλυκό | rivale | rivales |
rival (fr)
- ο ανταγωνιστής, ο αντίπαλος