assign
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | assign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assigns |
αόριστος | assigned |
παθητική μετοχή | assigned |
ενεργητική μετοχή | assigning |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]assign (en)
- αναθέτω, δίνω σε κάποιον δουλειά ή ευθύνη
- ↪ They assigned him an important mission.
- Του ανάθεσαν μια σημαντική αποστολή.
- ↪ I assign a task to somebody.
- Αναθέτω μια δουλειά σε κάποιον.
- ↪ They assigned him an important mission.
- αποδίδω ιδιότητα (σε), προσάπτω, καταλογίζω
- (προγραμματισμός) αναθέτω, εκχωρώ, τιμή σε μεταβλητή (variable)
- ※ To assign a value to the variable, use the equal sign:
var carName = "Volvo";
(JavaScript tutorial) [1]- Για να αναθέσετε μια τιμή στη μεταβλητή, χρησιμοποιήστε το σύμβολο ίσου:
var carName = "Volvo";
- Για να αναθέσετε μια τιμή στη μεταβλητή, χρησιμοποιήστε το σύμβολο ίσου:
- ※ To assign a value to the variable, use the equal sign:
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) JavaScript Variables. Πρόσβαση 2020-10-27.
Πηγές
[επεξεργασία]- assign - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 46. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναθέτω