meeting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmiːtɪŋ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈmitɪŋ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
meeting meetings

meeting (en)

  • η συνάντηση, η σύσκεψη, η συνέλευση, η σύνοδος, μια περίσταση που οι άνθρωποι μαζεύονται για να συζητήσουν ή να αποφασίσουν κάτι
    ⮡  I have a meeting with him at noon.
    Έχω συνάντηση μαζί του το μεσημέρι.
    ⮡  What time do we have a meeting tomorrow?
    Τι ώρα έχουμε σύσκεψη αύριο;
    ⮡  a general meeting of shareholders - γενική συνέλευση των μετόχων
    ⮡  the meeting of the Justice and Home Affairs Council - η σύνοδος του Συμβουλίου Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών
     συνώνυμα:  assembly, conference, congress, convention, convocation και gathering

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

meeting (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.tiɳ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
meeting meetings

meeting (fr) αρσενικό

  1. δημόσια συνάντηση με κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό
     συνώνυμα: assemblée, manifestation, rassemblement, réunion
  2. (κατ' επέκταση) αθλητική συνάντηση μπροστά σε ευρύ κοινό