Beziehung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Beziehung | die | Beziehungen |
γενική | der | Beziehung | der | Beziehungen |
δοτική | der | Beziehung | den | Beziehungen |
αιτιατική | die | Beziehung | die | Beziehungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Beziehung (de) θηλυκό