pereo

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 21:16, 17 Αυγούστου 2020 από τον FocalPointBot (συζήτηση | συνεισφορές) (αντικατάσταση # με *)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pereo < λείπει η ετυμολογία

pereo (la)

  • πεθαίνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι