pereo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pereo < λείπει η ετυμολογία

pereo (la)

  • πεθαίνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι