σύνορο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
{{βλέπε}}: {{Π:ΑΛΝΕ|-
 
(23 ενδιάμεσες εκδόσεις από 8 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'πρόσωπο'}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'πρόσωπο'|σύνορ|συνόρ}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|σύνορον}} ουσιαστικοποιημένο επίθετο < {{ετυμ|grc|el|σύνορος}} <ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}</ref> < {{λ|σύν|grc}} {{π|σύν-|000=-}} + {{αρχ|ὅρος}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
:* ''για τη μεταφορική σημασία:'' < {{σμσδ|fr|el|frontière|text=1}} <ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>

==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈsi..ɾɔ}}
{{ΔΦΑ|el|ˈsi.no.ɾo}}
: {{συλλ|σύ|νο|ρο}}

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# [[φράχτης]], άλλο [[διαχωριστικό]] ή [[νοητή]] [[γραμμή]] που [[χωρίζω|χωρίζει]] δύο [[κτήμα]]τα, [[ιδιοκτησίες]] ή [[διοικητικές]] [[οντότητες]] [[μεταξύ]] τους
# {{λείπει ο ορισμός}}
#: {{συνων}} [[όριο]]
# {{ετ|μτφρ}} ([[συνήθως]] στον [[πληθυντικό]]) κάτι που θέτει [[όριο|όρια]], που [[περιορίζω|περιορίζει]]

===={{συγγενικά}}====
{{((|width=40%}}
* [[ακροσύνορα]]
* [[ασυνόριστος]]
* [[ασύνορος]]
* [[διασυνοριακός]]
* [[συνορεύω]]
* [[συνοριακός]]
* [[συνορίτης]]
* [[συνορίτισσα]]
{{))}}
{{βλ|και=1|συν|όρος}}

===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
''Λέξεις'' με '''ασυνορ-''' ή '''συνορ''' ''με διαφορετική ετυμολογία και διαφορετικές σημασίες'' ''είτε από το'' [[σύνορο]], ''είτε όπως το'' [[συνορίζομαι]] ([[συνερίζομαι]]) <ref>{{Π:ΑΛΝΕ|-ασυνορι-|ασυνορι-|0=-}}, {{Π:ΑΛΝΕ|-συνορ-|συνορ-|λέξη=1}}</ref>
{{(}}
''σημασία'' '''[[σύνορο]]'''
* [[ασυνόρευτος]]
* [[ασυνόριστος]]
* [[ασύνορος]]
* [[συνορεύω]]
* [[συνοριακός]]
{{-}}
''σημασία'' '''[[συνερίζομαι]]''' < [[ερίζω]]
* [[συνορίζομαι]]
{{-}}
{{ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ}}: <!-- ορισμοί με ref -->
* [[ασυνόριαστος]]
* [[ασυνορισιά]]
* [[ασυνόριαστος]]
* [[ξεσυνορίζομαι]]
* [[ξεσυνόριση]]
* [[ξεσυνόρισμα]]
* [[παρασυνορεύω]]
* [[παρασυνοριάζω]]
* [[σύνορα]] (''επίρρημα'')
* [[συνορασιά]]
* [[συνοριανός]]
* [[συνορίζω]]
* [[συνορικός]]
* [[συνόριση]]
* [[συνορισιό]]
* [[συνορίτικος]]
{{)}}

===={{βλέπε}}====
{{ΒΠ|Σύνορα}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|border}}, {{τ|en|frontier}}
* {{en}} : {{τ|en|border}}, {{τ|en|boundary}}, {{τ|en|frontier}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{br}} : {{τ|br|граница}}
* {{fr}} : {{τ|fr|frontière}}
* {{fr}} : {{τ|fr|frontière}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
* {{de}} : {{τ|de|Grenze}}
* {{he}} : {{τ|he|גבול|noentry=1}}
* {{da}} : {{τ|da|grænse}}
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
* {{he}} : {{τ|he|גבול}}
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
* {{eo}} : {{τ|eo|limo}}
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
Γραμμή 27: Γραμμή 81:
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|XXX}} -->
* {{es}} : {{τ|es|frontera}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|XXX}} -->
* {{it}} : {{τ|it|frontiera}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
* {{ca}} : {{τ|ca|frontera}}
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{cr}} : {{τ|cr|XXX}} -->
<!-- * {{cr}} : {{τ|cr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
* {{hr}} : {{τ|hr|granica}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
* {{no}} : {{τ|no|grense}}
* {{nl}} : {{τ|nl|grens}}
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|határ}}
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
* {{uk}} : {{τ|uk|граница}}
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|granica}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
* {{pt}} : {{τ|pt|fronteira}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
* {{ro}} : {{τ|ro|graniță}}
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|край}}, {{τ|ru|граница}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
* {{sr}} : {{τ|sr|граница}}
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
* {{sk}} : {{τ|sk|hranica}}
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
* {{sl}} : {{τ|sl|meja}}
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
* {{sv}} : {{τ|sv|gräns}}
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
* {{cs}} : {{τ|cs|hranice}}
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
* {{fi}} : {{τ|fi|raja}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


==={{αναφορές}}===
{{κλείδα ταξινόμησης|συνορο}}
<references/>

==={{πηγές}}===
* {{Π:Χρηστικό}}


{{κλείδα-ελλ}}
[[fr:σύνορο]]
[[ku:σύνορο]]
[[li:σύνορο]]
[[pl:σύνορο]]

Τελευταία αναθεώρηση της 20:10, 25 Σεπτεμβρίου 2024

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνορο τα σύνορα
      γενική του συνόρου
σύνορου
των συνόρων
    αιτιατική το σύνορο τα σύνορα
     κλητική σύνορο σύνορα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύνορο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σύνορον ουσιαστικοποιημένο επίθετο < αρχαία ελληνική σύνορος [1] < σύν + αρχαία ελληνική ὅρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsi.no.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐νο‐ρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύνορο ουδέτερο

  1. φράχτης, άλλο διαχωριστικό ή νοητή γραμμή που χωρίζει δύο κτήματα, ιδιοκτησίες ή διοικητικές οντότητες μεταξύ τους
     συνώνυμα: όριο
  2. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) κάτι που θέτει όρια, που περιορίζει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συν και όρος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Λέξεις με ασυνορ- ή συνορ με διαφορετική ετυμολογία και διαφορετικές σημασίες είτε από το σύνορο, είτε όπως το συνορίζομαι (συνερίζομαι) [3]

σημασία σύνορο

σημασία συνερίζομαι < ερίζω

ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ :

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. σύνορο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Όροι με ασυνορι-, συνορ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
  • σύνοροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)