ερίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερίζω < αρχαία ελληνική ἐρίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ερίζω
- εκφράζω τη διαφορά απόψεων με κάποιον με επιθετικό τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερίζω
|