ανάγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεσαιωνική λατινική anagramma < (ελληνιστική κοινή) ἀναγραμματισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάγραμμα ουδέτερο
- λέξη ή φράση που προέκυψε από αναγραμματισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάγραμμα