Μας είναι ευκολότερο να καταλάβουμε, όχι μόνο τη ματιά της Μέρκελ για τον κόσμο, αλλά και τη σχετική οικειότητα ή επιείκεια για αμφιλεγόμενες προσωπικότητες όπως ο Σαρκοζί ή ο Τσίπρας. Ηταν κι αυτοί outsiders. Οπως η ίδια.
Αλλά σε πείσμα εκείνων που υψώνουν τη σημαία της εθνικόφρονος μαγκιάς και των «δωσίκωλων» που κατεβάζουν τα παντελόνια, τίποτα δεν θα προκύψει όσο μένει αναπάντητη αυτή η απλή απορία. Ωραίο το «καζάν-καζάν», αλλά το δικό μας «καζάν» τι θα περιέχει;
Το πολιτικό σκηνικό μοιάζει πλέον με βομβαρδισμένο τοπίο. Εχουμε ένα κόμμα που κυβερνάει τον τόπο σε όλα τα επίπεδα. Κοινοβούλιο, κυβέρνηση, διοίκηση, δήμους, περιφέρειες, επιμελητήρια…
Η κριτική στην κυβερνητική πολιτική δεν είναι απλώς ανεκτή. Είναι επιβεβλημένη, έτσι δουλεύει το μαγαζί. Η υπερβολή όμως την ακυρώνει και λειτουργεί τελικά όχι εναντίον της κυβέρνησης αλλά εναντίον της κριτικής. Τόσο απλό.
Και οι δύο πλευρές πλήρωσαν ακριβά (και πληρώνουν...) σε ανθρώπινες ζωές και οικονομικό κόστος μια παρανοϊκή πολεμική επιχείρηση χωρίς τέλος. Εφτασε η ώρα να τελειώσει;
Ο Σαμαράς μπορεί να έχει δίκιο ή άδικο, να τα λέει σωστά ή λάθος, αλλά κανείς δεν δικαιούται να του στερήσει το δικαίωμα στη γνώμη του. Η οποία αξίζει να εισακουστεί ή να μην εισακουστεί χωρίς άλλες επιπτώσεις. Για τον ίδιο ή τη ΝΔ.
Η πασαρέλα υποψήφιων αρχηγών, πιθανών αρχηγών και σκέτων αρχηγών δεν οδηγεί παρά στις αίθουσες μακιγιάζ των καναλιών αν οι περαστικοί και τα κόμματά τους δεν κατορθώσουν να επινοήσουν κάτι που να αντικαταστήσει τη ΝΔ ως επιλογή των ψηφοφόρων.
Το 1944 το «μακελειό» ξεκίνησε από το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ εναντίον της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεώργιου Παπανδρέου, αλλά έσπασαν τα μούτρα τους. Ενώ οι Αγγλοι ήταν σύμμαχοί μας εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας και οι άνθρωποι δεν κατέκτησαν τίποτα.
Κανείς δεν θα ρίξει την κυβέρνηση διότι δεν μπορεί. Και κανείς δεν θα κερδίσει τις εκλογές που θα ακολουθήσουν διότι κανείς δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές που δεν θα γίνουν.
Το μοναδικό ερώτημα τελικά είναι γιατί το έκανε ο Σαμαράς. Τι επεδίωκε. Και πού αποβλέπει. Ομολογώ λοιπόν ότι δεν έχω καταλάβει τι συνέβη. Μεταξύ μας, δεν το έχει καταλάβει και κανείς άλλος.
Η κυβερνητική παράταξη ψάχνει για μηχανισμούς που θα αντιμετωπίσουν την αποσυσπείρωση των οπαδών της. Ψάχνει δηλαδή για ένα αντίπαλο δέος.
Οπως φάνηκε και στις διαλυτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέκτησε ποτέ το καλούπι μιας παράταξης, ούτε την ομοιογένεια ενός ακροατηρίου.
Εως ότου λοιπόν επανεμφανιστεί ο Τσίπρας να διεκδικήσει την πρωθυπουργία χρήσιμο είναι να μετρήσουμε τι μπορεί να διεκδικήσει ο καθένας.
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν ο Μητσοτάκης κι ο Ανδρουλάκης μπορούν ανενόχλητοι να κάνουν την καλύτερη παρέα. Το πρόβλημα σχέσεων θα προκύψει μόνο αν κάποιος τρίτος μπει στο παιχνίδι. Αλλά πού να βρεθεί τρίτος; Εδώ κι ο δεύτερος με το ζόρι κρατήθηκε όρθιος.
Οι δυτικές κοινωνίες απορρίπτουν όλο και σαφέστερα μια ατζέντα χαζοχαρούμενης αποχαύνωσης.
Αν λοιπόν θέλουμε να εξαλείψουμε την τοξικότητα δεν αρκεί να την ακυρώσουμε πολιτικά. Πρέπει κυρίως να την καταστήσουμε ηθικά ακατονόμαστη.
Ολη η υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ και της «πρώτη φορά Αριστεράς» ήταν εξ αρχής μια τυχοδιωκτική αρπαχτή που οδήγησε σε μια διάψευση και κατέληξε σε ένα ρημαδιό.
Ο κόσμος είναι ένα βιβλίο ανοιχτό. Αρκεί να ξέρεις να το διαβάζεις.
Το ασφαλέστερο συμπέρασμα είναι ότι μια ομάδα τυχοδιωκτών έπαιξε την Κύπρο και την Ελλάδα στα ζάρια. Και με δεδομένο ποιοι έριξαν τις ζαριές δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να είναι διαφορετικό το αποτέλεσμα.
Η ουσία είναι ότι οι Αμερικανοί ήθελαν να βγάλουν τον Τραμπ και τον έβγαλαν. Θα περίμενε κανείς από όσους ασχολούνται με τέτοια πράγματα να καταλάβουν το οφθαλμοφανές και το στοιχειώδες. Οτι ο προηγούμενος και επόμενος πρόεδρος έπλεε πάνω σε ένα ρεύμα.