Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu
GRATA DONA Μελέτες προς τιμήν της Όλγας Γκράτζιου επιστημονικη επιμελεια Τόνια Κιουσοπούλου – Βίκυ Φωσκόλου ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2023 Π Ε Ρ Ι Ε ΧΌ Μ Ε Ν Α Τονια Κιουσοπουλου H Όλγα Γκράτζιου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης . . . . . . . . . . . . . . . Βίκυ Φωσκόλου Το επιστημονικό και εκπαιδευτικό έργο της Όλγας Γκράτζιου Ευχαριστίες 11 . . . 15 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24 Πίνακας Συντομογραφιών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βάλια Αγγελάκη Τρεις βενετσιάνικες καμπάνες από την Κυριάννα Ρεθύμνου. Μια πρώτη παρουσίαση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μαρία Βακονδίου Το όνομα του Ιησού JΗS στις γωνιές των δρόμων στη βενετική Κρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27 . . . . . . . . . . . . . 41 Πετρούλα Βαρθαλίτου Αγία Κυριακή Αγαλλιανού. Ο ναός του 13ου αιώνα και οι άγνωστοι κτήτορές του . . . . . . . . . . . . . . . . Αναστασία Γ. Γιαγκάκη Τα εντοιχισμένα αγγεία στον ναό της Παναγίας στον Πρίνο Μυλοποτάμου . . . . . . . . . . . . . . . . . 25 . . . . . . . . . . . . 61 . . . . . . . . . . . . . . 91 Παναγιώτης Κ. Ιωάννου Μία «χεὶρ (Δομηνίκου)», δύο Προσκυνήσεις; Πάλι για τον Γκρέκο μεταξύ Κρήτης και Ιταλίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 131 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ Παυλίνα Καραναστάση Οι πολλές ζωές του αγάλματος της κρήνης Bembo στο Ηράκλειο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 163 Αγλαΐα Κάσδαγλη Προίκα: Το βάρος των λέξεων. Με αφορμή τα γαμήλια συμβόλαια στον ελληνικό χώρο κατά τη νεότερη εποχή . . . . . . . . . . . . . . . . . . 201 Νίκος Καστρινάκης L’huomo superbo: Ο Φραγκίσκος Μπαρότσι και οι χρησμοί . . . . . . 227 Σοφία Κατόπη Πρὸς ἐξωράισιν τῆς πόλεως καὶ βελτίωσιν τῆς ὑγείας τῶν κατοίκων. Εκσυγχρονισμός και κατεδαφίσεις μνημείων τα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 269 Τόνια Κιουσοπούλου Βυζάντιο και Αριστερά κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια Τιτίνα Κορνέζου Η πρόσληψη της μεσαιωνικής τέχνης της Δύσης στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην Ελλάδα. Προϋποθέσεις και όρια μιας ατελέσφορης απόπειρας . . . . 295 . . . . . . . . . . . 309 Χρήστος Λούκος Αναζητώντας την απήχηση των γαλλικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα στην Ερμούπολη . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αθανάσιος Μαΐλης Το Διακονικό, ο Δημήτριος Πάλλας και το Kunstwollen . . . . . . . 345 . . . . . . . . 361 Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος Ο έμπορος και ο ζωγράφος. Η πορεία του Νίκου Νικολάου κατά τη δεκαετία του 1940 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γιώργος Μπροκαλάκης Όψεις των μεσαιωνικών ανδρισμών: Κερατάδες, φαλλοί, πολεμιστές, κυνοκέφαλοι στα βυζαντινά αγγεία . . . . . . 8 . . . . . . 387 . . . . . . . . 431 ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ Σωκράτης Δ. Πετμεζάς Χάσμα ή γέφυρα; Το 1821 και η θέση του στην Ελληνική Ιστορία των νεοτέρων χρόνων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 461 Κωνσταντίνος Ρούσσος Τοπική παραγωγή γλυπτικής και εισηγμένα αρχιτεκτονικά μέλη στα νησιά των Κυκλάδων κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος - 7ος αι.) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 487 Νίκος Τσιβίκης – Ηλίας Κολοβός Manastır-ı San Dito: Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Τίτου στον Χάνδακα της Κρήτης μέσα από τις οθωμανικές πηγές Χριστίνα Τσιγωνάκη Μελετώντας τα πρωτοβυζαντινά κιονόκρανα: Εξέλιξη, αρχαϊσμοί ή ποικιλομορφία; . . . . . . . . . . . . 521 . . . . . . . . . . . . . . . . 567 Βίκυ Φωσκόλου Ζωγραφικά σύνολα λατινικής χορηγίας στον νότιο ελλαδικό χώρο και τα νησιά (13ος-15ος αιώνας). Μια πρώτη προσεγγιση . . . . . . . 603 Χρήστος Χατζηιωσήφ Παραδοσιακά μοτίβα και νεωτερικά μηνύματα στις τοιχογραφίες των σπιτιών της Συνασού . . . . . . . . . . . . . . . . . 633 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 669 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 686 Νίκος Χατζηνικολαου Μια μέρα της Κατοχής από το ημερολόγιο του Βάλια Σεμερτζίδη . . . . . . . . . . . . . . . . Οι συγγραφείς του τόμου 9 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΌΣ ΡΌΥΣΣΌΣ Τοπική παραγωγή γλυπτικής και εισηγμένα αρχιτεκτονικά μέλη στα νησιά των Κυκλάδων κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος - 7ος αι.) Οι Κυκλάδες ως πεδίο έρευνας για τη μελέτη της γλυπτικής παρουσίαζαν ανέκαθεν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια περιοχή στην οποία από την αρχαϊκή εποχή άνθησε τόσο η συστηματική εξόρυξη του μαρμάρου όσο και ο τομέας της μαρμαρογλυπτικής. Αρχικά η Νάξος και στη συνέχεια η Πάρος, νησιά με πλούσια και εξαιρετικής ποιότητας στρώματα μαρμάρου, αναδείχθηκαν σε σημαντικά κέντρα παραγωγής.1 Τα κυκλαδίτικα εργαστήρια συνέβαλαν ενεργά στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής πλαστικής και αρχιτεκτονικής, ενώ τα προϊόντα τους εξάγονταν συστηματικά σε διάφορες περιοχές.2 Η αξιοσημείωτη παράδοση των Κυκλάδων 1 2 D. Schilardi, «Observations on the Quarries of Spilies, Lakkoi and Thapsana on Paros», στο: N. Katsonopoulou – D. Schilardi (επιμ.), Paros I. Paria Lithos, Marble Quarries and the Marble Workshops of Paros. Proceedings of the First International Conference on the Archaeology of Paros and the Cyclades. Paroikia, Paros, 2-5 October 1997, Αθήνα 2010, 37-59· G. Gruben, «Marmor und Architektur», στο: Katsonopoulou – Schilardi, Paria Lithos, 125-138· M. Korres, «The Underground Quarries of Paros», στο: Katsonopoulou – Schilardi (επιμ.), Paria Lithos, 61-82· Γ. Κοκκορού-Αλευρά, «Αρχαίο Λατομείο Μαρμάρου στον Απόλλωνα της Νάξου», στο: Ι. Προμπονάς – Σ. Ψαρράς (επιμ.), Πρακτικά του Δ΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου με θέμα «Η Νάξος διά μέσου των αιώνων», Κωμιακή 4-7 Σεπτεμβρίου 2008, Αθήνα 2013, 109-126. Εργαστήρια μαρμαροτεχνίας κλασικής και ελληνιστικής περιόδου ανασκάφτηκαν στην αρχαία πόλη της Πάρου, βλ. Κ. Ευστρατίου, «Εργαστήρια γλυπτικής στην Παροικιά Πάρου», στο: Katsonopoulou – Schilardi (επιμ.), Paria Lithos, 105-111. 487 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ στη γλυπτική φαίνεται ότι συνεχίστηκε και κατά τη Ρωμαϊκή εποχή.3 Η σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού είχε ως επακόλουθο να σημειωθούν πολλές αλλαγές όσον αφορά τη χρήση του μαρμάρου στην τέχνη και στην αρχιτεκτονική. Ένα ενδιαφέρον, λοιπόν, ζήτημα είναι η διερεύνηση της γλυπτικής στα νησιά των Κυκλάδων κατά τους Πρωτοβυζαντινούς αιώνες. Μεταξύ του 5ου και του 7ου αιώνα ένας σημαντικός αριθμός χριστιανικών χώρων λατρείας κατασκευάστηκε στα νησιά των Κυκλάδων. Πρόκειται κυρίως για βασιλικές οι οποίες, ανάλογα με τη σημασία, τον ρόλο τους και τα οικονομικά δεδομένα των τοπικών κοινωνιών, κοσμούνταν, μεταξύ άλλων, με γλυπτό διάκοσμο. Μέχρι σήμερα απουσιάζει μια συγκεντρωτική μελέτη για τη γλυπτική στις Κυκλάδες κατά την Πρωτοβυζαντινή εποχή. Ο μεγάλος αριθμός των νησιών σε συνδυασμό με τη διασπορά και την αποσπασματικότητα του υλικού αποτέλεσαν τους βασικούς αποθαρρυντικούς παράγοντες. Μόνο ένα μικρό ποσοστό του υλικού έχει δημοσιευτεί, είτε επαρκώς, είτε προκαταρκτικά. Ωστόσο, τα αποτελέσματα κάποιων από τις παλαιότερες δημοσιεύσεις που συζητούν τη γλυπτική στις Κυκλάδες χρειάζονται επανεξέταση υπό το πρίσμα νέων προσεγγίσεων.4 Κομβική θέση στη μέχρι σήμερα επιστημονική παραγωγή κατέχει το έργο της Α. Μητσάνη σχετικά με τη γλυπτική του εκκλησιαστικού συγκροτήματος της Εκατονταπυλιανής της Πάρου.5 Η προσέγγιση της Μητσάνη 3 4 5 Για πληροφορίες σχετικά με την εκμετάλλευση και την εξαγωγή του παριανού μαρμάρου, βλ. E. Le Quéré, Les Cyclades sous l’Empire romain. Histoire d’une renaissance, Rennes 2015, 279-284. Παραδείγματα παλαιότερων δημοσιεύσεων που συζητούν γλυπτική ή συμπεριλαμβάνουν και γλυπτική είναι: Α. Ορλάνδος, «Παλαιοχριστιανικοί άμβωνες της Πάρου», ΑΒΜΕ ΙΑ΄ (1969) 194-206· ο ίδιος, «Ανασκαφή της παλαιοχριστιανικής βασιλικής ‘‘Τριών Εκκλησιών’’», ΠΑΕ (1960) 246-257· Ν. Δρανδάκης, Οι παλαιοχριστιανικές τοιχογραφίες στη Δροσιανή της Νάξου, Αθήνα 1988, 34-35. Α. Μητσάνη, «Το παλαιοχριστιανικό κιβώριο της Καταπολιανής Πάρου», ΔΧΑΕ 19 (1996-1997) 319-333· η ίδια, «Το παλαιοχριστιανικό τέμπλο της Καταπολιανής Πάρου», ΔΧΑΕ 27 (2006) 75-90· η ίδια, «Από την καταγραφή παλαιοχριστιανικών γλυπτών στην Καταπολιανή: το παλαιοχριστιανικό κιβώριο», στο: Η Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου (15-19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998, 85-95. 488 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ άνοιξε νέους ορίζοντες στην έρευνα της πρωτοβυζαντινής γλυπτικής στα νησιά και ανέδειξε σημαντικά ερωτήματα που σχετίζονται με τις εισαγωγές έτοιμων αρχιτεκτονικών μελών, την ύπαρξη τοπικών εργαστηρίων με αξιοσημείωτη δραστηριότητα, καθώς και τη λειτουργία των λατομείων μαρμάρου. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να συμβάλει στη συζήτηση ζητημάτων που αφορούν την πρωτοβυζαντινή γλυπτική στις Κυκλάδες, μέσα από την εξέταση επιλεγμένων παραδειγμάτων. Οι δυο βασικοί άξονες στους οποίους κινείται είναι: α) η αναγνώριση και η διερεύνηση νέων παραδειγμάτων εισηγμένων αρχιτεκτονικών μελών και β) η εξέταση της λειτουργίας και της παραγωγής των επαρχιακών εργαστηρίων. Απώτερος σκοπός είναι η μαρτυρία της γλυπτικής να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των νησιωτικών κοινωνιών μέσα από τη μελέτη των καλλιτεχνικών και εμπορικών τους δραστηριοτήτων σε μια περίοδο κατά την οποία οι Κυκλάδες διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στις θαλάσσιες συγκοινωνίες. Τα γλυπτά που εξετάζονται παρακάτω προέρχονται τόσο από αστικά περιβάλλοντα όσο και από μικρότερες θέσεις της νησιωτικής υπαίθρου (παράκτιες, ημιορεινές και ορεινές). Στο υλικό περιλαμβάνονται γλυπτά μέλη τα οποία: α) βρίσκονται στην αρχική τους θέση στα μνημεία για τα οποία αρχικά προορίζονταν, β) σώζονται εντοιχισμένα ή απλά συγκεντρωμένα σε μεταγενέστερους ναούς, γ) εντοπίστηκαν μεμονωμένα και φιλοξενούνται σε τοπικά μουσεία και τέλος δ) αποκαλύφθηκαν στα πλαίσια ανασκαφικών ερευνών. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα εισηγμένων αρχιτεκτονικών γλυπτών που έχουν αποδοθεί μέχρι σήμερα με βεβαιότητα από τη βιβλιογραφία σε εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης6 είναι τα τέσσερα μικρά, διάτρητα πτυχωτά κιονόκρανα από το κιβώριο του κυρίως ναού της Παναγίας στην Εκατονταπυλιανή της Πάρου, τα οποία έχουν χρονολογηθεί 6 Για τις μορφές που μπορεί να λάβει η εισαγωγή των γλυπτών της Προκονήσσου κατά τον 5ο και 6ο αιώνα βλ. Χ. Τσιγωνάκη, «Εισηγμένα αρχιτεκτονικά γλυπτά και τοπικά εργαστήρια στην Πρωτοβυζαντινή Κρήτη», στο: Creta Romana e protobizantina. Atti del Congresso Internazionale, Iraklion, 23-30 settembre 2000, τ. III/ 2, Πάδοβα 2004, 1147-1159. 489 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ κατά το δεύτερο τέταρτο του 6ου αιώνα,7 καθώς και τα κορινθιακά λυρόσχημα κιονόκρανα των αρχών του 6ου αιώνα από τη βασιλική της Περίσσας στη Θήρα.8 Σε αυτά μπορούν πλέον να προστεθούν και ορισμένα νέα παραδείγματα εισηγμένων αρχιτεκτονικών γλυπτών στις Κυκλάδες. Οι διαπιστώσεις στηρίζονται στην ομοιότητα των γλυπτών, όσον αφορά την ποιότητα της λάξευσης, καθώς και τα μορφολογικά και διακοσμητικά χαρακτηριστικά τους, με αντίστοιχα έργα που αποδίδονται με βεβαιότητα σε εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης. Δυο γλυπτά που φυλάσσονται σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο των Υρίων της Νάξου αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα κορινθιακών κιονοκράνων τύπου «λύρας» (Εικ. 1α-β).9 Σώζονται με αρκετές αποκρούσεις και φθορές, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη διάκριση ορισμένων λεπτομερειών σε κάποιες από τις πλευρές τους. Ωστόσο, φαίνεται ότι αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του τύπου VI του Kautzsch10 ή του τύπου IVc της Pralong.11 Τα δυο κιονόκρανα από τα Ύρια μπορεί να ανήκουν 7 8 9 10 11 Μητσάνη, «Το κιβώριο της Καταπολιανής Πάρου», 319-333. Ε. Γερούση, «Η παλαιοχριστιανική βασιλική της Αγίας Ειρήνης στην Περίσσα Θήρας. Μια πρώτη προσέγγιση», ΑΔ 31 (2010) 17-32. Τα κιονόκρανα εντοπίστηκαν μπροστά από την είσοδο της μικρής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στα Ύρια, η οποία βρίσκεται μόλις λίγα μέτρα νοτιοδυτικά από το ιερό του Διονύσου. Στους τοίχους της εκκλησίας έχουν ενσωματωθεί αρκετά γλυπτά από τον αρχαίο ναό: βλ. V. Lambrinoudakis – G. Gruben – Μ. Korres – Ε. Bournia – Α. Ohnesorg, «Das neuentdeckte Heiligtum von Iria auf Naxos», ΑΑ (1987) 569-621· Β. Λαμπρινουδάκης – G. Gruben, «Ανασκαφή αρχαίου ιερού στα Ύρια της Νάξου. Η έρευνα κατά τα έτη 1982, 1986 και 1987», Αρχαιογνωσία 5 (1987-1988) 133191, πίν. 19β· V. Lambrinoudakis, «The Sanctuary of Iria on Naxos and the Birth of Monumental Greek Architecture», Studies in the History of Art 32 (1991), Symposium Papers XVI: New Perspectives in Early Greek Art, 172-188, εικ. 11. R. Kautzsch, Kapitellstudien. Beiträge zu einer Geschichte des spätantiken Kapitells im Osten vom vierten bis ins siebente Jahrhundert, Βερολίνο – Λειψία 1936, 59-61, 72-78, πίν. 14, 16. A. Pralong, Recherches sur les chapiteaux corinthiens tardifs en marbre de Proconnèse, αδημ. διδ. διατριβή, Université de Paris I, Παρίσι 1997, 269-277· η ίδια, «La typologie des chapiteaux corinthiens tardifs en marbre de Proconnèse et la production d’Alexandrie», RA 1 (2000) 81-89, εικ. 7b. 490 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 1. Κορινθιακά λυρόσχημα κιονόκρανα από τα Ύρια της Νάξου. στον ίδιο τύπο, αλλά δεν πρόκειται για απολύτως όμοιες περιπτώσεις καθώς παρατηρούνται ορισμένες μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Η κάτω στεφάνη του καλάθου κοσμείται με τέσσερα πεντάλοβα φύλλα άκανθας, ένα στο μέσον κάθε όψης. Ακόμα τέσσερα πεντάλοβα φύλλα άκανθας είναι τοποθετημένα στις γωνίες της άνω στεφάνης του καλάθου. Οι κατώτεροι και οι μεσαίοι λοβοί κάθε φύλλου απολήγουν σε τρεις γλωσσίδες. Ο κορυφαίος λοβός κάθε φύλλου κάμπτεται προς τα εμπρός, ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις έχει υποστεί ισχυρές αποκρούσεις. Στην κάτω στεφάνη οι απολήξεις των γλωσσίδων των πλευρικών λοβών κάθε φύλλου εφάπτονται μεταξύ τους διαμορφώνοντας ρομβοειδείς οφθαλμούς και κολπίσκους. Τα δυο κιονόκρανα διαφοροποιούνται ως προς την τεχνοτροπική απόδοση των φύλλων. Στο πρώτο κιονόκρανο η κεντρική νεύρωση κάθε φύλλου είναι πιο πλατιά, οι πλευρικοί λοβοί αποδίδονται με πιο βαθιές και πλατιές εγχαράξεις και οι απολήξεις των γλωσσίδων είναι μεγαλύτερες (Εικ. 1α). Γενικά, τα φύλλα δίνουν την αίσθηση στιβαρότητας και σχηματοποίησης. Στο δεύτερο κιονόκρανο η κεντρική νεύρωση κάθε φύλλου είναι πιο στενή και ραδινή με πιο έντονη μείωση προς τα επάνω (Εικ. 1β). Επίσης, οι πλευρικοί λοβοί αποδίδονται με πιο στενές και «κοφτές» εγχαράξεις και οι απολήξεις των γλωσσίδων είναι μικρότερες και πιο αιχμηρές. Σε γενικές γραμμές, δίνεται η εντύπωση ότι τα φύλλα είναι πιο ανάλαφρα και ραδινά. Και στα δυο κιονόκρανα στην άνω στεφάνη τα γωνιαία φύλλα ανακρατούν τον απλό διμερή άβακα. Παρά τις αποκρούσεις και τις φθορές φαίνεται 491 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ ότι οι έλικες έχουν εκφυλιστεί σε λεπτές ταινίες κάτω από τις γωνίες του άβακα. Στο μέσον της κάθε πλευράς οι ταινίες των ελίκων καμπυλώνονται προς τα κάτω και σχηματίζουν μια λυρόσχημη εντομή, η οποία μοιάζει ανεξάρτητη από την κάτω στεφάνη. Διάφορες παραλλαγές φυτικών κοσμημάτων κοσμούν την επιφάνεια που σχηματίζει το μοτίβο της λύρας. Λόγω των αποκρούσεων δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστούν τα μοτίβα σε όλες τις πλευρές των κιονοκράνων. Πέρα από τις διαφορές στα φυτικά μοτίβα, στο πρώτο κιονόκρανο (Εικ. 1α) η λυρόσχημη εντομή καμπυλώνεται πιο βαθιά και έντονα προς τα κάτω σε σχέση με το δεύτερο (Εικ. 1β). Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μεγαλύτερος χώρος για να κοσμηθεί με φυτικό μοτίβο. Όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι μελετητές, ο τύπος αυτός αποτέλεσε προϊόν των εργαστηρίων της πρωτεύουσας και εξήχθη μαζικά προς τις επαρχίες από τα μέσα του 5ου έως και τα μέσα του 6ου αιώνα.12 Η διάδοσή του, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα, ήταν ευρύτατη γεωγραφικά, όπως μαρτυρούν τα πολυάριθμα παραδείγματα που σώζονται σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας.13 Όσον αφορά τον νησιωτικό κόσμο, στις Κυκλάδες κιονόκρανα του τύπου έχουν εντοπιστεί μόνο στις προαναφερθείσες περιπτώσεις της Θήρας (Περίσσα) και της Νάξου (Ύρια), ενώ αρκετά παραδείγματα έχουν επισημανθεί στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα και στη Σάμο.14 Τα κιονόκρανα από τα Ύρια βρίσκουν κοντινά παράλληλα σε κιονόκρανα από την Κωνσταντινούπολη, όπως για παράδειγμα από τη δεξαμενή 12 13 14 T. Zollt, Kapitellplastik Konstantinopels vom 4. bis 6. Jahrhundert n. Chr. mit einem Beitrag zur Untersuchung des ionischen Kampferkapitels, Βόννη 1994, 176-197, αρ. 489571· Pralong, Chapiteaux corinthiens, 194-196. Η Pralong συγκέντρωσε και κατηγοριοποίησε όλα τα γνωστά μέχρι εκείνη τη στιγμή παραδείγματα του τύπου: βλ. Pralong, Chapiteaux corinthiens. Για τη γεωγραφική διάδοση του τύπου βλ. J.-P. Sodini, «Le commerce des marbres à l’époque protobyzantine», στο: Hommes et richesses dans l’Empire byzantine, IVe-VIIe siècle, Παρίσι 1989, 175, εικ. 5· Β. Παπαδοπούλου, Παλαιοχριστιανική Ήπειρος (4ος-7ος). Η μαρτυρία της γλυπτικής, αδημ. διδ. διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2013, 230-232. Pralong, Chapiteaux corinthiens, τ. Ι, 242-252, 517-518. 492 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ που βρέθηκε περίπου 100 μ. νότια της Σφενδόνης του Ιπποδρόμου στην Κωνσταντινούπολη, τα οποία χρονολογούνται γενικά μεταξύ του ύστερου 5ου και του πρώιμου 6ου αιώνα.15 Σύμφωνα με την υπόθεση των ανασκαφέων του αρχαίου ιερού του Διονύσου στα Ύρια, τα δυο κιονόκρανα πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν κατά τη μετατροπή του προϋπάρχοντος κτιρίου σε χριστιανικό ναό κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα.16 Η μετατροπή αυτή επέφερε ήπιες αλλαγές στο αρχαίο κτίριο, το οποίο βρισκόταν σε καλή κατάσταση και δεν είχε εγκαταλειφθεί για μεγάλο διάστημα. Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, η χρονική διάρκεια της χρήσης του για τις ανάγκες της νέας θρησκείας ήταν σχετικά σύντομη. Άλλωστε, υλικό από τον πρόναο του αρχαίου ναού των Υρίων μεταφέρθηκε και χρησιμοποιήθηκε εκ νέου για την κατασκευή της βασιλικής του Αγίου Ματθαίου στην Πλάκα, η οποία βρίσκεται περίπου 3 χλμ νοτιότερα και χρονολογείται το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα.17 Αν η ταύτιση της προέλευσης των αρχαίων γλυπτών ευσταθεί, τότε η κατασκευή της βασιλικής στην Πλάκα προσφέρει ένα terminus ante quem για τη μετατροπή του αρχαίου Ιερού στα Ύρια, και ως εκ τούτου για τη χρονολόγηση των κιονοκράνων. Από την άλλη, το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος τύπος κιονοκράνου γνώρισε ευρεία διάδοση από τα μέσα του 5ου προσφέρει ένα terminus post quem. Αν συνδυαστούν όλα τα παραπάνω στοιχεία, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι η μετατροπή του αρχαίου ναού των Υρίων πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα, 15 16 17 Kautzsch, Kapitellstudien, 60, πίν. 14, εικ. 195· S. Casson – D. Talbot Rise – G. F. Hudson – G. F. Jones, Preliminary Report upon the Excavations carried out in the Hippodrome of Constantinople in 1927 on behalf of the British Academy, Λονδίνο 1928, 23-26, εικ. 33. Για περισσότερα παραδείγματα από την Κωνσταντινούπολη, βλ. Pralong, Chapiteaux corinthiens, τ. Ι, 487-493, πίν. 180-182, αρ. 666, 668, 669, 672677. Λαμπρινουδάκης – Gruben, «Ύρια της Νάξου», 135· Β. Λαμπρινουδάκης, «Έξι χρόνια αρχαιολογικής έρευνας στα Ύρια της Νάξου», ΑΕ 131 (1992) 208-209. Μ. Lambertz, «Eine frühchristliche Basilika auf Naxos – mit Bauteilen aus dem Heiligtum von Yria?», AΑ (2001) 379-408. Η βασιλική του Αγίου Ματθαίου βρίσκεται 3 χλμ. νότια των Υρίων και έχει χρονολογηθεί με βάση την τεχνοτροπική ανάλυση των ψηφιδωτών στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα. 493 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκαν και εισήχθησαν στο νησί τα υπό εξέταση κιονόκρανα. Ένα ακόμα γλυπτό από τη Νάξο, άγνωστης προέλευσης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων μαρμάρινο κιονόκρανο, η κατάσταση διατήρησης του οποίου είναι μέτρια, καθώς σώζεται με αρκετές απολαξεύσεις και φθοΕικ. 2. Κορινθιακό κιονόκρανο με δύο ρές (Eικ. 2).18 Η κάτω στεφάνη του ζώνες από φύλλα πριονωτής άκανθας, καλάθου κοσμείται από οκτώ φύλλα Νάξος (Μαστορόπουλος, Νάξος, 86, εικ. πριονωτής άκανθας. Η άνω στεφάνη 46). καλύπτεται επίσης με οκτώ φύλλα πριονωτής άκανθας, τέσσερα στις γωνίες και τέσσερα στο μέσον κάθε πλευράς. Τα φύλλα της άνω στεφάνης είναι τοποθετημένα επάνω από τα κενά μεταξύ των φύλλων της κάτω στεφάνης. Παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για το σχήμα και την τεχνοτροπική απόδοση των κατώτερων τμημάτων των φύλλων, λόγω των φθορών που έχουν υποστεί τα ανώτερα μέρη τους. Οι κατώτεροι λοβοί κάθε φύλλου και στις δύο στεφάνες σχίζονται στα δυο. Η κεντρική νεύρωση των φύλλων είναι λεπτή και αποδίδεται με πλαστικότητα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πριονωτή εκτέλεση των γλωσσίδων καθιστά πιο ανάλαφρα, ραδινά και ρεαλιστικά τα φύλλα. Ο κορυφαίος λοβός φαίνεται ότι κάμπτεται προς τα εμπρός, ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις έχει υποστεί ισχυρές αποκρούσεις. Τέλος, πάνω από τα γωνιαία φύλλα της άνω στεφάνης διαμορφώνονται γωνιαίες έλικες που καταλήγουν σε άγκιστρο και στηρίζουν τον απλό άβακα. Η ποιότητα της τεχνικής επεξεργασίας, ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται τα φύλλα της άκανθας και το λευκό μάρμαρο με γκριζωπές νευρώσεις, 18 Γ. Μαστορόπουλος, Νάξος, το άλλο κάλλος. Περιηγήσεις σε βυζαντινά μνημεία, Αθήνα 2002, 86, εικ. 46. Ο Μαστορόπουλος δημοσιεύει μια φωτογραφία του γλυπτού με λίγα σχόλια στη λεζάντα. 494 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 3. Θραύσματα δίζωνων κιονοκράνων από τον Βουτάκο της Πάρου. που θυμίζει αυτό της Προκοννήσου, αποτελούν στοιχεία που καθιστούν βέβαιη την απόδοση του κιονοκράνου της Νάξου σε εργαστήρια της πρωτεύουσας. Αν και μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί κάποιο ακριβές παράλληλο στη βιβλιογραφία, η απόδοση των φύλλων της πριονωτής άκανθας παρουσιάζει ομοιότητες με κιονόκρανα που βρίσκονται στον ναό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία19 και στην Κωνσταντινούπολη.20 Η πριονωτή άκανθα χρησιμοποιείται ευρύτατα από τα εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης σε κιονόκρανα τα οποία εξήχθησαν προς τις επαρχίες κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Η τεχνική συναντάται στη διακόσμηση όχι μόνον των κορινθιακών κιονοκράνων αλλά και άλλων τύπων, όπως τα σύνθετα ιωνικά και τα δίζωνα. Είναι πολύ πιθανόν το εξαιρετικής ποιότητας κιονόκρανο της Νάξου να εισήχθη ήδη κατεργασμένο στο νησί από τα εργαστήρια της πρωτεύουσας για να διακοσμήσει μια λειτουργική κατασκευή, πιθανόν κιβώριο, κάποιου λατρευτικού κτίσματος κατά τον 5ο ή τον 6ο αιώνα. Στη μικρή σύγχρονη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στον Βουτάκο της Πάρου εντοπίστηκαν τρία μικρά θραύσματα από μαρμάρινα δίζωνα κιονόκρανα, τα οποία πιθανότατα προέρχονται από τη βασιλική της 19 20 F.W. Deichmann, Corpus der Kapitelle der Kirche von San Marco zu Venedig / unter Mitarbeit von J. Kramer und U. Peschlow, Βισμπάντεν 1981, αρ. 272, 435, 437, 504, 570, 571. Zollt, Kapitellplastik Konstantinopels, 169-171, αρ. 474. 495 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ Πρωτοβυζαντινής περιόδου που προϋπήρχε στην ίδια θέση (Eικ. 3).21 Τα θραύσματα ανήκουν σε γωνιακά τμήματα της άνω ζώνης των κιονοκράνων.22 Διατηρείται τμήμα του άβακα, που κοσμείται με λεπτές παράλληλες ταινίες, κάτω από τις γωνίες του οποίου διακρίνονται αποσπασματικά σωζόμενα πτηνά, πιθανότατα περιστέρια. Διακρίνεται μέρος του σώματος, του λαιμού και του πτερώματος. Η απόδοσή τους μοιάζει σχεδόν ολόγλυφη με κάποια πλαστικότητα, ενώ το πτέρωμα εκτελείται με απλές εγχαράξεις. Λόγω της αποσπασματικής κατάστασης διατήρησης δε είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ούτε το κόσμημα που κάλυπτε τον χώρο ανάμεσα στα δύο πτηνά, αλλά ούτε και η διακόσμηση της κάτω ζώνης. Επομένως, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν όσον αφορά την παραλλαγή του τύπου του δίζωνου κιονοκράνου στην οποία ανήκουν τα θραύσματα της Πάρου. Ο τύπος του δίζωνου κιονοκράνου αποτέλεσε προϊόν των εργαστηρίων της Κωνσταντινούπολης μεταξύ του δεύτερου μισού του 5ου και των αρχών του 7ου αιώνα. Οι πολυάριθμες παραλλαγές του απαντούν σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.23 Τα θραύσματα από την Πάρο βρίσκουν πολύ κοντινά παράλληλα σε εισηγμένα δίζωνα κιονόκρανα που εντοπίστηκαν 21 22 23 K. Z. Roussos, Reconstructing the Settled Landscape of the Cyclades. The islands of Paros and Naxos during the Late Antique and Early Byzantine centuries, Λέιντεν 2017, 143146, εικ. 4.117-4.118. Τα υπό εξέταση θραύσματα εντοπίστηκαν και φωτογραφήθηκαν κατά την επιτόπια έρευνα που πραγματοποιήσαμε στο εσωτερικό του ναού του Αγίου Γεωργίου στον Βουτάκο το 2006. Ωστόσο, κατά τη δεύτερη επίσκεψή μας στη θέση το 2014 τα θραύσματα είχαν εξαφανιστεί. Πιθανότατα τα θραύσματα ανήκουν σε παραπάνω από ένα κιονόκρανα αυτού του τύπου. E. Kitzinger, «The Horse and Lion Tapestry at Dumbarton Oaks», DOP 3 (1946) 3-72· J.-P. Sodini, «La sculpture architecturale à l’époque paléochrétienne en Illyricum», στο: D. Pallas (επιμ.), Actes du Xe Congrès international d’archéologie chrétienne, Thessalonique 28 septembre-4 octobre 1980, τ. I, Βατικανό – Θεσσαλονίκη 1984, 234243· J. P. Sodini – K. Kolokotsas, Aliki, II: La basilique d ouble, Παρίσι 1984, 38-45, εικ. 42, όπου χάρτης με τη διάδοση αυτού του τύπου· Cl. Barsanti, «L’esportazione di marmi dal Proconneso nelle regioni pontiche durante il IV-VI secolo», Rivista dell’Istituto Nazionale d’Archeologia XII (1989) 150-166. 496 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 4. Θραύσμα δίζωνου κιονοκράνου από τοn Βουτάκο της Πάρου (επάνω αριστερά). Θραύσματα από αντίστοιχα κιονόκρανα της Θάσου [Sodini – Kolokotsas, Aliki, εικ. 41, πίν. 15a-16a]. στη βασιλική της Αλυκής στη Θάσο24 (Eικ. 4) και στη βασιλική Β της Νικόπολης,25 καθώς και σε παραδείγματα που βρίσκονται στο μουσείο της Βηρυτού και του Κάλιαρι.26 Ο τρόπος απόδοσης του σώματος και του πτερώματος με αδρές εγχαράξεις παρουσιάζει ομοιότητες με τα κιονόκρανα της Θάσου, ενώ η διακόσμηση του άβακα ομοιάζει περισσότερο με τα παραδείγματα από τη Νικόπολη, τη Βηρυτό και το Κάλιαρι. Η σχηματοποιημένη απόδοση, που μαρτυρεί μια όψιμη χρονολόγηση, καθιστά πιθανή 24 25 26 Sodini – Kolokotsas, Aliki, εικ. 41, πίν. 15a-16a. Παπαδοπούλου, Παλαιοχριστιανική Ήπειρος, αρ. 30-31. Sodini – Kolokotsas, Aliki, πίν. 17d-f. 497 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ την τοποθέτηση των θραυσμάτων του Βουτάκου στο δεύτερο μισό του 6ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα. Όσον αφορά την κάτω ζώνη, η ομοιότητα των θραυσμάτων της Πάρου με τα σωζόμενα σε καλύτερη κατάσταση προαναφερθέντα κιονόκρανα καθιστά πολύ πιθανό το ενδεχόμενο αυτή να διαμορφωνόταν ως πλεκτό διάτρητο κάνιστρο, ενώ ανάμεσα στα γωνιαία πτηνά να παρεμβαλλόταν φυλλοφόρος σταυρός ή κάποιο φυτικό κόσμημα. Οι μικρές διαστάσεις των γλυπτών του Βουτάκου αποτελούν μια ένδειξη ότι τα κιονόκρανα προορίζονταν για κάποια λειτουργική κατασκευή, πιθανόν κιβώριο.27 Κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μοναστηριού του Φωτοδότη (ή μονής Μεταμόρφωσης)28 στην ορεινή και δυσπρόσιτη τοποθεσία βορειοδυτικά του σημερινού χωριού Δανακός στη Νάξο εντοπίστηκε ένα μικρών διαστάσεων μαρμάρινο θωράκιο (Eικ. 5). Το γλυπτό αρχικά ήταν εντοιχισμένο επάνω από το υπέρθυρο της δυτικής θύρας του παρεκκλησίου, ενώ στη συνέχεια αποτοιχίστηκε και σήμερα βρίσκεται στο εσωτερικό του.29 Σε βαθύτερο επίπεδο και στο μέσον του θωρακίου διαμορφώνεται ανάγλυφος λατινικός σταυρός με πεπλατυσμένες κεραίες επάνω σε σφαίρα. Παράλληλες ευθύγραμμες γλυφές ορίζουν τον κάμπο στην επάνω και στην κάτω πλευρά. Στα δεξιά του κάμπου και σε διαφορετικό επίπεδο διαμορφώνεται πεσσίσκος, ο οποίος διακοσμείται με γλυφές που σχηματίζουν ορθογώνια πλαίσια. Στα αριστερά του κάμπου παρατηρείται ανάλογη διαμόρφωση στο ίδιο επίπεδο με τον πεσσίσκο χωρίς, ωστόσο, διακόσμηση με γλυφές. Η τεχνική επεξεργασία του ανάγλυφου είναι προσεγμένη, ενώ το υλικό στο οποίο έχει σμιλευτεί το θωράκιο είναι λευκό μάρμαρο με 27 28 29 Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Roussos, Reconstructing the Settled Landscape, 143146. Ο. Βαβατσιούλας – Μ. Διαμαντοπούλου, «Μονή Φωτοδότη στο Δανακό Νάξου», στο: Αναστήλωση – Συντήρηση – Προστασία Μνημείων και Συνόλων, Τεχνική Περιοδική Έκδοση, τ. Γ΄, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 1993, 173-194. Κ. Ασλανίδης, Βυζαντινή Ναοδομία στη Νάξο. Η μετεξέλιξη από την Παλαιοχριστιανική στη Μεσοβυζαντινή Αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη 2017, 89, αρ. 58, σχ. 22, πίν. 25ιγ: Το γλυπτό παρουσιάζεται ως θωράκιο τέμπλου με συμφυή πεσσίσκο. Για μια προσέγγιση του γλυπτού σε νέα βάση βλ. Roussos, Reconstructing the Settled Landscape, 251-252. 498 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 5. Θωράκιο από εξώστη κωνσταντινουπολίτικου άμβωνα από τον Φωτοδότη Δανακού στη Νάξο. γκριζωπές νευρώσεις, το οποίο θα μπορούσε να προέρχεται από την Προκόννησο. Το διακοσμητικό θέμα του σταυρού επάνω σε σφαίρα γνώρισε ευρεία διάδοση στη γλυπτική της Κωνσταντινούπολης κατά τον 5ο και 6ο αιώνα και εμφανίζεται σε διάφορους τύπους γλυπτών.30 Παράλληλα, η 30 W. Djobadje, «Remains of a byzantine ambo and church furnishing in Ḥobi (Georgia)», AA (1984) 628-630. Για παραδείγματα απεικόνισης του διακοσμητικού θέματος σε θωράκια βλ. A. G. Guildobaldi – Cl. Barsanti, Santa Sofia di Costantinopoli. L’arredo marmoreo della Grande Chiesa giustinianea, Βατικανό 2004. 499 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ μορφή διακόσμησης του συμφυούς πεσσίσκου είναι η πλέον συνηθισμένη σε τέτοιου είδους γλυπτά μέλη κατά τον 5ο και 6ο αιώνα.31 Το γλυπτό του Φωτοδότη παρουσιάζει κοινά μορφολογικά, διακοσμητικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά με μια ομάδα θωρακίων τα οποία αποτελούσαν τμήματα από άμβωνες με δύο κλίμακες ανόδου.32 Τα μικρά αυτά θωράκια με τους συμφυείς πεσσίσκους χρησιμοποιούνταν στο στηθαίο του εξώστη του άμβωνα. Πιο συγκεκριμένα, από τη μια τους πλευρά ενώνονταν με τα μεγάλα κεντρικά και συνήθως καμπυλούμενα θωράκια του εξώστη, ενώ από την άλλη εφάρμοζαν με τα τραπεζιόσχημα θωράκια των κλιμάκων ανόδου. Στις περισσότερες περιπτώσεις διακοσμούνταν είτε με απλό ανάγλυφο σταυρό είτε με σταυρό επάνω σε σφαίρα. Άμβωνες αυτού του τύπου θεωρείται ότι αποτελούν προϊόντα των εργαστηρίων της περιοχής της Κωνσταντινούπολης και γνώρισαν ευρεία εξαγωγή σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Με μικρές παραλλαγές, παραδείγματα έχουν εντοπιστεί στο Αιγαίο (Δήλος), στη Μ. Ασία, στην Κύπρο, στην Ιταλία, στη Σόφια, στη Χερσώνα και στη Γεωργία.33 Τα πλησιέστερα παράλληλα του γλυπτού του Φωτοδότη αποτελούν δυο θωράκια από άμβωνα, που εντοπίστηκαν σε δεύτερη χρήση σε εκκλησία της βορειοδυτικής Γεωργίας (Εικ. 6). Η λειτουργική αυτή 31 32 33 Για παραδείγματα βλ. Α. Κ. Ορλάνδος, Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, Αθήνα 1994 (¹1952-1956), σημ. 16, εικ. 479 (2,5) – 480· Μητσάνη, «Το κιβώριο της Καταπολιανής Πάρου», 86-88, εικ. 22-25. Γενικά για τον τύπο του άμβωνα με δυο κλίμακες ανόδου βλ. Ορλάνδος, Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική, 555-562, εικ. 529. Για χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου τύπου άμβωνα βλ. κωνσταντινουΠολη: Th. Mathews, The Early Churches of Constantinople: Architecture and Liturgy, Λονδίνο 1971, εικ. 56-57. ιταλια: W. Deichman, Ravenna: Hauptstadt des spätantiken Abendlandes, Βισμπάντεν 1969, εικ. 88. γεωργια: Djobadje, «Ḥobi», 631, εικ. 5a-b. κυΠροσ: D. Michaelides, «The Ambo of Basilica A at Cape Drepanon», στο: J. Herrin – M. Μullett – C. Otten-Froux (επιμ.), Mosaic. Festschrift for A.H.S. Megaw, Λονδίνο 2001, εικ. 5.1-5.5. δηλοσ: P. H. F. Jakobs, Die frühchristliche Ambone Griechenlands, Βόννη 1987. σοφια – κριμαια: Barsanti, «L’esportazione di marmi dal Proconneso», 129, εικ. 40 – 197, εικ. 155. 500 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 6. Θωράκιο από εξώστη κωνσταντινουπολίτικου άμβωνα από τη Γεωργία (Djobadje, «Ḥobi», εικ. 5α-β). κατασκευή έχει αποδοθεί πειστικά σε εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης και εισήχθη στην περιοχή κατά τον 6ο αιώνα.34 Η καλή επεξεργασία του ανάγλυφου στο θωράκιο του Φωτοδότη, η ποιότητα του μαρμάρου, καθώς και οι ομοιότητες με αντίστοιχα πρωτότυπα έργα του 6ου αιώνα από την Κωνσταντινούπολη καθιστούν βέβαιη αφενός μεν την απόδοση του γλυπτού της Νάξου σε άμβωνα, αφετέρου δε την προέλευσή του από το κέντρο παραγωγής της πρωτεύουσας. Αν και δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα τμήματα του υπόλοιπου άμβωνα στον Φωτοδότη, η Νάξος μπορεί πλέον να προστεθεί στις περιοχές εξαγωγής του συγκεκριμένου τύπου άμβωνα. Παραμένοντας στο νησί της Νάξου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συζήτηση της εισηγμένης γλυπτικής στις Κυκλάδες παρουσιάζει ένα ζεύγος θωρακίων από τη βασιλική του Γύρουλα στην περιοχή του 34 Djobadje, «Ḥobi», εικ. 5-6. 501 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ Σαγκρίου.35 Πρόκειται για δυο αμφίγλυφα μαρμάρινα θωράκια (ύψους 0,71 μ., μήκους 1,34 μ.) που κοσμούσαν την κύρια όψη του φράγματος του πρεσβυτερίου πλαισιώνοντας την είσοδο από το κεντρικό κλίτος.36 Το πρώτο σώζεται σχεδόν ακέραιο με εξαίρεση ένα μικρό τμήμα στην άνω αριστερή γωνία του (Eικ. 7α), ενώ από το δεύτερο βρέθηκαν μόνο μικρά θραύσματα της μιας πλευράς. Όσον αφορά το υλικό στο οποίο έχουν σμιλευτεί τα θωράκια, πρόκειται για λευκό μάρμαρο με γκρίζες νευρώσεις. Τα δυο θωράκια στην κύρια όψη τους, η οποία ήταν ορατή από το εκκλησίασμα, φέρουν όμοιο διακοσμητικό θέμα. Η επιφάνεια ορίζεται από ορθογώνιο πλαίσιο με πλατιά ταινία επίπεδης διατομής εξωτερικά και πλατιά λοξότμητη ταινία εκατέρωθεν δυο στενών κυματίων εσωτερικά. Το κέντρο του θωρακίου κοσμείται με ανάγλυφο μετάλλιο που ορίζεται από διπλή ταινία και περικλείει χρίσμα. Τα διάκενα ανάμεσα στις κεραίες του χρίσματος έχουν τη μορφή καρδιόσχημων φύλλων κισσού. Η βάση του μεταλλίου συνάπτεται με κόμπο, από όπου εκφύονται δύο λεπτοί και λείοι λημνίσκοι, οι οποίοι ακολουθώντας αντίθετες κατευθύνσεις με ομαλούς συμμετρικούς κυματισμούς απολήγουν σε όρθια καρδιόσχημα φύλλα κισσού. Κάθε κισσόφυλλο στηρίζει από έναν μεγάλο λατινικό σταυρό με πεπλατυσμένες κεραίες. Παρόλο που το διακοσμητικό θέμα της κύριας όψης είναι κοινό και στα δυο θωράκια, η οπίσθια όψη τους, η οποία ήταν ορατή μόνο από το εσωτερικό του πρεσβυτερίου, φέρει διαφορετική ανάγλυφη διακόσμηση. Το πρώτο και καλύτερα σωζόμενο θωράκιο διακοσμείται με μίμηση κιγκλιδώματος (Eικ. 7β), ενώ το δεύτερο φέρει φολιδωτό μοτίβο 35 36 Μ. Κορρές, «Το τέμπλον της Βασιλικής στο Γύρουλα της Νάξου», στο: Colloque International «La sculpture byzantines», VIIe-XIIe siècle, Athènes 6-7-8 Septembre 2000. Resumés, Αθήνα 2000, 37-38· ο ίδιος, «Η χριστιανική βασιλική στο Γύρουλα Σαγκρίου Νάξου», στο: Νάξος: Το αρχαίο ιερό του Γύρουλα στο Σαγκρί, Αθήνα 2001, 21-26, εικ. 21· V. Lambrinoudakis – G. Gruben – A. Ohnesorg – M. Korres – Th. Bilis – M. Magnisali – E. Simandoni-Bournia, «Naxos: Das Heiligtum von Gyroula bei Sangri: Eine neugefundene, drei Jahrtausende alte Kultstätte der Demeter», Antike Welt 33 (2002) 404, εικ. 28. Για μια νέα προσέγγιση των θωρακίων, βλ. Roussos, Reconstructing the Settled Landscape, 209-212. Το τέμπλο της βασιλικής εκτίθεται αποκατεστημένο στο μουσείο του αρχαιολογικού χώρου του Γύρουλα. 502 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 7. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη των κεντρικών θωρακίων από το φράγμα του πρεσβυτερίου της βασιλικής του Γύρουλα στη Νάξο. (Eικ. 7γ). Και στις δυο περιπτώσεις τα διακοσμητικά μοτίβα καλύπτουν όλη την επιφάνεια των οπίσθιων όψεων. Η ιδιαιτερότητα των δυο θωρακίων του Γύρουλα έγκειται στο γεγονός ότι παρατηρείται ανακολουθία στην ποιότητα της τεχνικής επεξεργασίας του ανάγλυφου των δυο όψεων. Το διακοσμητικό θέμα της εμπρόσθιας όψης κάθε θωρακίου είναι άριστης τεχνικής εκτέλεσης, δίνοντας την εντύπωση ότι αποτελεί προϊόν έμπειρου εργαστηρίου με ιδιαίτερη εμπειρία και άνεση στην απόδοση των μοτίβων. Η επιφάνεια του μαρμάρου είναι λειασμένη έτσι ώστε να μην υπάρχουν ορατά αποτυπώματα από τα εργαλεία του τεχνίτη. Αντιθέτως, στην οπίσθια πλευρά κάθε θωρακίου η επεξεργασία του ανάγλυφου είναι εμφανώς χαμηλότερης ποιότητας, ενώ τα διακοσμητικά θέματα αποδίδονται με σχηματοποιημένο τρόπο, μαρτυρώντας προχειρότητα και απειρία. Η επιφάνεια του μαρμάρου δεν είναι λειασμένη, με αποτέλεσμα να είναι ορατά τα σημάδια της σμίλευσης. 503 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ Ο τύπος των θωρακίων με το χρίσμα σε μετάλλιο που πλαισιώνεται από λατινικούς σταυρούς αποτέλεσε δημιούργημα των εργαστηρίων της Κωνσταντινούπολης και γνώρισε ευρεία διάδοση σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας κυρίως κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα.37 Τα εργαστήρια της πρωτεύουσας παρήγαν μαζικά τέτοιου τύπου αμφίγλυφα θωράκια, τα οποία προορίζονταν για τη διακόσμηση τόσο των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης όσο και των νεοανεγερθεισών βασιλικών στις επαρχίες.38 Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι θραύσματα μαρμάρινων θωρακίων αυτού του τύπου εντοπίστηκαν στο φορτίο του ναυαγίου στο Marzamemi, το οποίο χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αιώνα.39 37 38 39 Για την ευρεία διάδοση αυτού του τύπου βλ. Sodini, «Le commerce des marbres», 183, εικ. 11. Χαρακτηριστικά παραδείγματα παρουσιάζονται στις παρακάτω μελέτες: A. Russo, «Nota su due sarcophagi del VI secolo inediti conserrati nella chiesa di S. Agata di Ravenna», Studi Romagnoli 18 (1968) 322-329· Barsanti, «L’esportazione di marmi dal Proconneso», 197-199· R. M. Bonacasa Carra, «Marmi dall’arredo liturgico delle chiese di Sabratba», Quaderni di archeologia della Libya 15 (1992) 322-324· Τσιγωνάκη, «Πρωτοβυζαντινή Κρήτη», 1153-1154, εικ. 11-12· Ε. Μηλίτση-Κεχαγιά, Παλαιοχριστιανική γλυπτική Κω. Συμβολή στη μελέτη της αρχιτεκτονικής γλυπτικής στην Κω κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-7ος αι.), αδημ. διδ. διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2008, 233-237, αρ. κατ. 216-219, πίν. 55. Το συγκεκριμένο θέμα χρησιμοποιήθηκε, επίσης, και για τη διακόσμηση άλλου είδους γλυπτών, όπως σαρκοφάγοι: βλ. R. Farioli, «Corpus» della scultura paleocristiana bizantina ed altomedioevale di Ravenna, τ. 3: La scultpura architettonica, Ρώμη 1969, 72-74, αρ. 135-136· η ίδια, «Ravenna, Costantinopoli. Considerazioni sulla scultura del VI secolo», Corso di cultura sull'arte ravennate e bizantina 30 (1983) 235-243, εικ. 28-35. U. Peschlow, «Byzantine Architectural Sculpture», στο: C. Striker – D. Kuban (επιμ.), Kalenderhane in Istanbul. The Excavations. Final Reports on the Archaeological Exploration and Restoration at Kalenderhane Camii 1966-1978, Μάιντς 2007, 298-299, 320321, αρ. 102-107. E. F. Castagnino Berlinghieri – A. Paribeni, «Byzantine Merchant Ships and Marble Trade. New Data from the Central Mediterranean», στο: Memory of Gerhard Kapitän (1920-2011), Skyllis 11/1 (2011) 70, εικ. 8-9· οι ίδιοι, «Marble Production and Marble Trade Along the Mediterranean Coast in the Early Byzantine Age (5th-6th centuries AD): the Data from Quarries, Shipwrecks and Monument», στο: P. M. Militello – H. Öniz (επιμ.), SOMA 2011. Proceedings of the 15th Symposium on Mediterranean Archaeology, held at the University of Catania 3-5 March 2011, τ. II, 1033-1041 (BAR International Series 2695), Οξφόρδη 2015, 1035, εικ. 9. 504 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Τα γλυπτά του Γύρουλα βρίσκουν κοντινά παράλληλα σε θωράκια που έχουν εντοπιστεί στη Ραβέννα και στην Κρήτη και χρονολογούνται με μεγάλη πιθανότητα κατά τον 6ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα την εποχή του Ιουστινιανού.40 Οι ομοιότητες της εμπρόσθιας όψης των γλυπτών του Γύρουλα με το εικονογραφικό πρότυπο της πρωτεύουσας, η πολύ καλή επεξεργασία του ανάγλυφου και η πιθανή προέλευση του λευκού μαρμάρου με τις γκριζωπές νευρώσεις από την Προκόννησο αποτελούν στοιχεία που καθιστούν βέβαιη την προέλευσή τους από το καλλιτεχνικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, προβληματισμό προκαλούν τα διακοσμητικά θέματα της οπίσθιας όψης των θωρακίων και η υποδεέστερη ποιότητα της τεχνικής επεξεργασίας τους σε σχέση με την εμπρόσθια όψη. Τα περισσότερα παραδείγματα τέτοιου τύπου αμφίγλυφων θωρακίων που αποδίδονται σε εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης κοσμούνταν στην οπίσθια όψη συνήθως με έναν μεγάλο λατινικό σταυρό, είτε απλό είτε εγγεγραμμένο σε έξεργο δίσκο, ή με γεωμετρικές συνθέσεις που αποτελούνταν από ομόθετους ρόμβους. Η μίμηση κιγκλιδώματος και το φολιδωτό μοτίβο των θωρακίων του Γύρουλα δεν απαντά ως διακοσμητικό θέμα στη διακόσμηση της οπίσθιας όψης τέτοιου είδους θωρακίων που προέρχονται από τα εργαστήρια της πρωτεύουσας. Μια πειστική ερμηνεία αυτού του παράδοξου μπορεί να δοθεί από τη συγκριτική μελέτη των κεντρικών θωρακίων με τα υπόλοιπα πλαϊνά θωράκια που συναποτελούν το φράγμα του πρεσβυτερίου της βασιλικής του Γύρουλα. Τα τέσσερα σωζόμενα μαρμάρινα θωράκια που ήταν τοποθετημένα στις πλαϊνές πλευρές του φράγματος41 διακοσμούνται μόνο από τη μία όψη και διαφέρουν ως προς τις διαστάσεις και τη διακόσμησή τους, διαμορφώνοντας ένα ενδιαφέρον ετερογενές σύνολο. Από τα γλυπτά αυτά, 40 41 Για τη Ραβέννα, βλ. Farioli, «Ravenna», 72-73, αρ. 135, εικ.128a-b. Για την Κρήτη, βλ. Τσιγωνάκη, «Πρωτοβυζαντινή Κρήτη», 1153-1154, εικ. 11-12. Τα θωράκια που ήταν τοποθετημένα στη βόρεια και στη νότια πλευρά του φράγματος προς τα αντίστοιχα κλίτη της βασιλικής, πιθανότατα, ήταν αρχικά έξι (τρία σε κάθε πλευρά). Ωστόσο, σώθηκαν τα τέσσερα από αυτά, είτε αποσπασματικά είτε σχεδόν ακέραια. 505 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ Εικ. 8. Εμπρόσθια όψη των πλευρικών θωρακίων από τη νότια πλευρά του φράγματος του πρεσβυτερίου της βασιλικής του Γύρουλα στη Νάξο. ένα κοσμείται με φολιδωτό μοτίβο (Eικ. 8α), ένα με μίμηση κιγκλιδώματος (Eικ. 8β) (σήμερα αποκατεστημένα στη νότια πλευρά του φράγματος) και δυο με απεικονίσεις ροδιών (σήμερα αποκατεστημένα το ένα στη νότια και το άλλο στη βόρεια πλευρά του φράγματος). Όσον αφορά την τεχνική επεξεργασία, όλα τα θωράκια χαρακτηρίζονται από έντονη σχηματοποίηση των διακοσμητικών στοιχείων. Όπως παρατηρείται και στις οπίσθιες πλευρές των κεντρικών θωρακίων του φράγματος, δίνεται η εντύπωση προχειρότητας και απειρίας, ενώ η επιφάνεια του μαρμάρου δεν είναι λειασμένη. Το πλευρικό θωράκιο που κοσμείται με μίμηση κιγκλιδώματος παρουσιάζει εξαιρετική ομοιότητα με την οπίσθια όψη του ενός από τα κεντρικά θωράκια, το οποίο φέρει το αντίστοιχο θέμα (Eικ. 7β-8β). Η ομοιότητα είναι τόσο εμφανής ακόμα και στις λεπτομέρειες της εκτέλεσης, που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι δυο όψεις έχουν σμιλευτεί από τον ίδιο τεχνίτη. Αντιστοίχως, το μικρό πλευρικό θωράκιο που κοσμείται με φολιδωτό μοτίβο ομοιάζει με την οπίσθια όψη του δεύτερου κεντρικού θωρακίου, που φέρει το αντίστοιχο θέμα (Eικ. 7γ-8α). Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, παρά την ομοιότητα στο διακοσμητικό θέμα, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στις λεπτομέρειες της εκτέλεσης μεταξύ των δυο γλυπτών. Στην οπίσθια όψη του μεγάλου κεντρικού θωρακίου οι φολίδες αποδίδονται αρκετά σχηματοποιημένες σε πιο βαθύ ανάγλυφο, ενώ οι καμπύλες ταινίες που τις αποτελούν είναι αδρά κατεργασμένες. Κάθε φολίδα διαχωρίζεται από 506 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ τις υπόλοιπες της σύνθεσης με βαθιές εγχαράξεις στα δυο άκρα της. Σε γενικές γραμμές η ποιότητα εκτέλεσης του ανάγλυφου ομοιάζει περισσότερο με αυτή του μοτίβου μίμησης κιγκλιδώματος στο πλευρικό και στο έτερο κεντρικό θωράκιο, δίνοντας την εντύπωση ότι και οι τρεις περιπτώσεις σμιλεύτηκαν από τον ίδιο τεχνίτη ή το ίδιο εργαστήριο. Αντιθέτως, στο μικρό πλευρικό θωράκιο, το φολιδωτό κόσμημα αποδίδεται σε χαμηλότερο ανάγλυφο (Eικ. 8α). Οι φολίδες διαδέχονται οργανικά η μία την άλλη χωρίς να διαχωρίζονται μεταξύ τους και διατάσσονται με διαφορετικό τρόπο στον κάμπο. Επιπλέον, όπως μαρτυρούν τα ίχνη των φολίδων που σώζονται κατά το ήμισυ και η απουσία πλαισίου, το θωράκιο δε σώζεται στις αρχικές του διαστάσεις, καθώς έχει κοπεί στη δεξιά του πλευρά.42 Πιθανότατα πρόκειται για ένα παλαιότερο γλυπτό, το οποίο εντάχθηκε στο σύνολο του φράγματος και κόπηκε ώστε να προσαρμοστεί στις διαστάσεις της λειτουργικής κατασκευής. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, το αρχαίο ιερό κατά τον 5ο ή τις αρχές του 6ου αιώνα μετατράπηκε με ήπιες παρεμβάσεις σε χριστιανικό ναό.43 Στη συνέχεια, περί τα μέσα του 6ου αιώνα, το κτίριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε μια νέα τρίκλιτη βασιλική. Είναι πολύ πιθανόν, κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο, το ζεύγος των θωρακίων με το χρίσμα μέσα σε ταινιωτό μετάλλιο που πλαισιώνεται από σταυρούς να εισήχθη στη Νάξο από την Κωνσταντινούπολη, για να διακοσμήσει την κεντρική όψη του φράγματος του πρεσβυτερίου της βασιλικής. Συνήθως, λόγω της μαζικότητας με την οποία παρήχθησαν τα θωράκια αυτού του τύπου η ακριβής χρονολόγησή τους αποτελεί δύσκολη υπόθεση. Στην περίπτωση, όμως, των γλυπτών του Γύρουλα, τα ανασκαφικά δεδομένα σε συνδυασμό με τις ομοιότητες με αντίστοιχα παραδείγματα από τη Ραβέννα και την Κρήτη καθιστούν πιθανή τη χρονολόγηση των θωρακίων στα μέσα του 6ου 42 43 Αντίστοιχες επεμβάσεις παρατηρούνται στα πλαίσια και των δυο πλευρικών θωρακίων με ανάγλυφα ρόδια, τα οποία έχουν λαξευτεί ώστε να προσαρμοστούν τα γλυπτά στις διαστάσεις του φράγματος του πρεσβυτερίου. Πιθανότατα, λοιπόν, και αυτά τα δυο γλυπτά βρίσκονται σε δεύτερη χρήση. Για την οικοδομική ιστορία του μνημείου βλ. Κορρές, «Η χριστιανική βασιλική στο Γύρουλα». 507 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ αιώνα. Πιθανότατα, μόνον η κύρια όψη των θωρακίων ήταν ήδη λαξευμένη από τους τεχνίτες της Κωνσταντινούπολης. Για το υπόλοιπο τμήμα της λειτουργικής κατασκευής, δηλαδή τη βόρεια και τη νότια πλευρά του φράγματος, χρησιμοποιήθηκαν μαρμάρινα θωράκια που είτε λαξεύτηκαν επί τόπου από τοπικό εργαστήριο είτε προϋπήρχαν και απλώς προσαρμόστηκαν στις διαστάσεις της λειτουργικής κατασκευής της νέας βασιλικής.44 Το θωράκιο με τη μίμηση κιγκλιδώματος σμιλεύτηκε από ντόπιους τεχνίτες, ενώ το θωράκιο με το φολιδωτό μοτίβο, καθώς και το ζεύγος θωρακίων με τα ανάγλυφα ρόδια, πιθανότατα, προϋπήρχαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν. Προκειμένου να επιτευχθεί μια σχετική ομοιογένεια σε αυτή την ομάδα γλυπτών που συναποτέλεσαν το φράγμα του πρεσβυτερίου, οι ντόπιοι τεχνίτες λάξευσαν στην οπίσθια όψη των εισηγμένων θωρακίων διακοσμητικά θέματα όμοια με αυτά των πλαϊνών θωρακίων. Το ενδιαφέρον σύνολο γλυπτών του Γύρουλα αντανακλά αφενός μεν το έργο έμπειρων κωνσταντινουπολιτών τεχνιτών, αφετέρου δε τη λειτουργία τοπικών εργαστηρίων γλυπτικής στις Κυκλάδες κατά τον 6ο αιώνα. Οι μελέτες σχετικά με τη λειτουργία τοπικών εργαστηρίων γλυπτικής στις Κυκλάδες κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο είναι αρκετά περιορισμένες.45 Οι δυσκολίες οφείλονται στην αποσπασματικότητα και στην πρόχειρη δημοσίευση του υλικού, καθώς και στην απουσία σύνδεσης με αρχαιολογικά δεδομένα από συστηματικές ανασκαφές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χρονολόγηση τέτοιου είδους γλυπτών αποτελεί μια δύσκολη και προβληματική διαδικασία. Στη διεύρυνση της συζήτησης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ζεύγος μαρμάρινων θωρακίων με όμοια διακόσμηση που σώζεται στον ναό 44 45 Η χρήση γλυπτών διαφορετικών προελεύσεων στην ίδια λειτουργική κατασκευή έχει υποστηριχθεί στην περίπτωση του κιβωρίου του κυρίως ναού της Παναγίας Εκατονταπυλιανής στην Πάρο· βλ. Μητσάνη, «Το κιβώριο της Καταπολιανής Πάρου». Για πληροφορίες σχετικά με τα τοπικά εργαστήρια γλυπτικής στις Κυκλάδες την Πρωτοβυζαντινή περίοδο βλ. Μητσάνη, «Το κιβώριο της Καταπολιανής Πάρου»· η ίδια, «Το τέμπλο της Καταπολιανής», 75-90· Roussos, Reconstructing the Settled Landscape, 139-147, εικ. 4.110-4.120. 508 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 9. Μαρμάρινο θωράκιο από τον ναό της Παναγίας Δροσιανής στη Νάξο. της Παναγίας Δροσιανής στη Νάξο.46 Το ένα θωράκιο σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση (Εικ. 9) ενώ το δεύτερο φέρει εκτεταμένες αλλοιώσεις στην επιφάνειά του, με αποτέλεσμα να διακρίνονται λίγα χαρακτηριστικά της ανάγλυφης διακόσμησης.47 Είναι κατασκευασμένα από χονδρόκοκκο μάρμαρο, το οποίο θα μπορούσε να είναι τοπικής προέλευσης. Η επιφάνεια κάθε γλυπτού ορίζεται από ορθογώνιο πλαίσιο με πλατιά ταινία επίπεδης διατομής εξωτερικά και δυο σχηματοποιημένα πλατιά κυμάτια εσωτερικά. Τα δυο θωράκια διακοσμούνται μόνο στην κύρια όψη με ένα κεντρικό μετάλλιο που ορίζεται από τριπλή ταινία και περικλείει ένα μικρό 46 47 Δρανδάκης, Δροσιανή της Νάξου, 34-35. Τα δυο θωράκια σήμερα έχουν αποκατασταθεί στην κύρια όψη του τέμπλου του ναού της Δροσιανής. Στο δεύτερο θωράκιο, παρά τις αλλοιώσεις, είναι ορατές σημαντικές λεπτομέρειες που καθιστούν βέβαιη την ανασύνθεση του εικονογραφικού θέματος. 509 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ ισοσκελή σταυρό με δισχιδείς απολήξεις των κεραιών. Από τη βάση του μεταλλίου εκφύονται δυο λεπτοί λημνίσκοι, οι οποίοι αρχικά προχωρούν παράλληλα προς τα κάτω σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Στη συνέχεια ακολουθούν αντίθετες κατευθύνσεις και κυματιστοί απολήγουν ο καθένας απευθείας σε έναν μεγάλο λατινικό σταυρό με πεπλατυσμένες κεραίες. Οι λημνίσκοι ενώνονται κάτω από το παράλληλο μεταξύ τους τμήμα σχηματίζοντας μια τριγωνική διαμόρφωση. Η ανάγλυφη διακόσμηση των δυο γλυπτών από τη Δροσιανή θυμίζει το εικονογραφικό θέμα του χρίσματος μέσα σε μετάλλιο που πλαισιώνεται από λατινικούς σταυρούς, το οποίο συναντάται στα προαναφερθέντα εισηγμένα θωράκια του Γύρουλα. Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις στις επιμέρους λεπτομέρειες, ενώ τα διακοσμητικά μοτίβα της σύνθεσης αποδίδονται με απλότητα και σχηματοποίηση. Στα θωράκια της Δροσιανής το μετάλλιο ορίζεται από τριπλή και όχι από διπλή ταινία και αντί για χρίσμα περικλείει μικρό ισοσκελή σταυρό με δισχιδείς απολήξεις των κεραιών. Οι λημνίσκοι δεν απολήγουν σε κισσόφυλλα, ενώ δεν συνάπτονται με κόμπο εφαπτόμενο με το μετάλλιο, αλλά ξεπηδούν από αυτό με σχηματοποιημένο και ανόργανο τρόπο. Επιπλέον, η επιφάνεια του μαρμάρου δεν είναι λειασμένη. Τα παραπάνω στοιχεία διαφοροποιούν τα γλυπτά της Δροσιανής από τα κωνσταντινουπολίτικα θωράκια με το χρίσμα μέσα σε ταινιωτό μετάλλιο που πλαισιώνεται από σταυρούς. Πιθανότατα αποτελούν μια πιο όψιμη εκδοχή του τύπου και μπορούν να αποδοθούν σε τοπικό εργαστήριο γλυπτικής. Η συγκριτική μελέτη των θωρακίων του Γύρουλα και της Δροσιανής επιβεβαιώνει τη σημαντική επιρροή που ασκούσε η γλυπτική της Κωνσταντινούπολης στα επαρχιακά εργαστήρια. Η ευρεία γεωγραφική διάδοση των κωνσταντινουπολίτικων θωρακίων, τα οποία κοσμούνταν με τις διάφορες παραλλαγές του εικονογραφικού θέματος με το χρίσμα μέσα σε μετάλλιο που δορυφορείται από σταυρούς, φαίνεται ότι είχε αντίκτυπο στην παραγωγή των τοπικών εργαστηρίων γλυπτικής. Σε αρκετές περιπτώσεις οι ντόπιοι τεχνίτες προσπάθησαν να μιμηθούν τα σχέδια της Κωνσταντινούπολης είτε ακολουθώντας πιστά την αρχική σύνθεση είτε προσθέτοντας νέα στοιχεία και δημιουργώντας τοπικές παραλλαγές. 510 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Τα τοπικά εργαστήρια της Θάσου φαίνεται ότι, μεταξύ άλλων γλυπτών, παρήγαγαν και, πιθανότατα, εξήγαν θωράκια με τέτοιου είδους διακόσμηση.48 Επιπλέον, παραδείγματα τοπικών εργαστηρίων έχουν εντοπιστεί στην Κω και στην Κρήτη.49 Μαρμάρινο θωράκιο από την Κω που βρέθηκε στο εσωτερικό του ναού της Παναγίας των Καστριανών αναγνωρίστηκε ως όψιμη παραλλαγή του τύπου και αποδόθηκε σε τοπικό εργαστήριο του 7ου αιώνα. Θωράκια από την Κρήτη είναι λαξευμένα σε τοπικό ασβεστόλιθο και χρονολογούνται κατά τον 6ο αιώνα. Το πρώτο, που εντοπίστηκε στην ορεινή πόλη της Ελεύθερνας, αντιγράφει με πιστότητα το πρωτότυπο της Κωνσταντινούπολης. Το δεύτερο ανακαλύφθηκε στη ρωμαϊκή πρωτεύουσα του νησιού, τη Γόρτυνα, και αποτελεί μια τοπική παραλλαγή του θέματος. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται και τα γλυπτά της Δροσιανής, τα οποία δεν αντιγράφουν πιστά το πρότυπο της πρωτεύουσας, αλλά παραλείπουν ή προσθέτουν στοιχεία, σχηματοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τη σύνθεση. Η χρονολόγηση των θωρακίων της Δροσιανής παραμένει αινιγματική. Με βάση εικονογραφικές και τεχνοτροπικές συγκρίσεις με παράλληλα από άλλες περιοχές, τα θωράκια της Δροσιανής έχουν τοποθετηθεί από την παλαιότερη βιβλιογραφία στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, στοιχείο που οδήγησε στη χρονολόγηση της αρχικής φάσης του μνημείου την ίδια περίοδο.50 Ωστόσο, πιο πρόσφατες μελέτες χρονολογούν την ανέγερση του μνημείου, αλλά και την κατασκευή του πρώτου στρώματος των τοιχο48 49 50 Για τα τοπικά εργαστήρια της Θάσου και την εξαγωγή γλυπτών ή θασιακού μαρμάρου βλ. Sodini – Kolokotsas, Aliki, 69-92, πίν. 28-32· J. Herrmann – V. Barbin – A. Mentzos, «The exportation of marble from Thasos in Late antiquity. The Quarries of Aliki and cape Fanari», στο: C. Koukouli-Chrysanthaki – A. Muller – S. Papadopoulos (επιμ.), Thasos. Matières premières et technologie de la préhistoire à nos jours. Actes du Colloque International, Thasos Liménaria, 26-29/9/1995, Αθήνα 1999, Παρίσι 1999, 75-90· J. J. Herrmann Jr. – V. Barbin – A. Mentzos – R. Reed, «Architectural decoration and marble from Thasos: Macedonia central Greece, Campania, and Provence», στο: J. J. Herrmann, Jr. – N. Herz – R. Newman (επιμ.), ASMOSIA VI, Interdisciplinary Studies on Ancient Stone, Λονδίνο 2002, 316-327. Για το μαρμάρινο θωράκιο από την Κω βλ. Μηλίτση-Κεχαγιά, Παλαιοχριστιανική γλυπτική Κω, 237, αρ. κατ. 219. Για τα κρητικά θωράκια από ασβεστόλιθο, βλ. Τσιγωνάκη, «Πρωτοβυζαντινή Κρήτη», 1158-1159, εικ. 25-26. Δρανδάκης, Δροσιανή της Νάξου, 35-37, 87. 511 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ γραφιών κατά το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα.51 Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανόν την περίοδο αυτή να κατασκευάστηκαν και τα θωράκια, τα οποία προορίζονταν για το τέμπλο του ναού.52 Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στον Βουτάκο της Πάρου μαζί με τα θραύσματα από εισηγμένα μαρμάρινα δίζωνα κιονόκρανα, για τα οποία έγινε συζήτηση παραπάνω, εντοπίστηκε μια ενδιαφέρουσα ομάδα γλυπτών με κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να αποδοθούν με βεβαιότητα σε τοπικό εργαστήριο γλυπτικής. Πρόκειται για τέσσερα μαρμάρινα θωράκια και έναν πεσσίσκο, τα οποία είναι τοποθετημένα σε δεύτερη χρήση στο μεταγενέστερο εκκλησάκι, γεγονός που δυσκολεύει τον ακριβή υπολογισμό των διαστάσεών τους.53 Ο πεσσίσκος, σήμερα εντοιχισμένος στη δυτική πρόσοψη του ναού, διακοσμείται με μεγάλο εγχάρακτο λατινικό σταυρό με πεπλατυσμένες κεραίες (Εικ. 10).54 Το άνω μέρος της κάθετης κεραίας διαμορφώνεται ως χριστόγραμμα, ενώ από τις απολήξεις των οριζόντιων κεραιών εκφύονται μικροί σχηματοποιημένοι βλαστοί που απολήγουν σε καρδιόσχημα φύλλα κισσού. Η ύπαρξη βάσης για τη στήριξη κιονίσκου στην άνω πλευρά του πεσσίσκου μαρτυρεί ότι πιθανότατα ανήκε σε υψηλό φράγμα πρεσβυτερίου. Όμοια διακόσμηση φέρει θωράκιο το οποίο σήμερα βρίσκεται εντοιχισμένο στο τέμπλο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου (Εικ. 10). Πρόκειται για μεγάλο λατινικό σταυρό, με πεπλατυσμένες κεραίες, ο οποίος στηρίζεται σε μικρό βαθμιδωτό βάθρο. Ο σταυρός διαμορφώνε51 52 53 54 Για την πιο πρόσφατη έρευνα στην αρχιτεκτονική των βυζαντινών ναών της Νάξου, η οποία θεωρεί πιθανότερη τη χρονολόγηση του μνημείου κατά το δεύτερο μισό του 7ου ή τις αρχές του 8ου αιώνα, βλ. Ασλανίδης, Βυζαντινή ναοδομία, 46-47. Για τη χρονολόγηση του πρώτου στρώματος τοιχογραφιών της Δροσιανής, βλ. Ν. Γκιολές, «Οι παλαιότερες τοιχογραφίες της Παναγίας της Δροσιανής στη Νάξο και η εποχή τους», ΔΧΑΕ 20 (1998) 65-70, εικ. 1-5. Όπως φαίνεται και από τη χρονολόγηση του θωρακίου από την Κω, τοπικές παραλλαγές αυτού του τύπου εμφανίζονται και στον προχωρημένο 7ο αιώνα: βλ. ΜηλίτσηΚεχαγιά, Παλαιοχριστιανική γλυπτική Κω, 237, αρ. κατ. 219. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα γλυπτά του Βουτάκου Πάρου, βλ. Roussos, Reconstructing the Settled Landscape, 139-147, εικ. 4.110-4.120. Ό.π., 140-141, εικ. 4.111-4.112 512 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 10. Πεσσίσκος (αριστερά) και θωράκιο (δεξιά) με εγχάρακτη διακόσμηση σταυρού από τον Βουτάκο της Πάρου. Εικ. 11. Μαρμάρινο θωράκιο εντοιχισμένο στο τέμπλο του ναού του Αγίου Γεωργίου στον Βουτάκο της Πάρου. 513 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ ται επίσης ως χριστόγραμμα και κοσμείται με όμοιους βλαστούς και καρδιόσχημα φύλλα κισσού. Η μοναδική διαφορά του από τη διακόσμηση του πεσσίσκου έγκειται στο γεγονός ότι στο άνω αριστερά διάχωρο μεταξύ των κεραιών χαράσσεται ρόδακας. Τα δυο γλυπτά, εκτός από το κοινό εικονογραφικό θέμα και τις ταιριαστές διαστάσεις, παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα ακόμα και στις λεπτομέρειες της εκτέλεσης. Η χρήση της απλής εγχάρακτης τεχνικής, η έντονη σχηματοποίηση των βασικών μοτίβων, οι ασυμμετρίες στην αποτύπωση των σχημάτων και η αστάθεια στην απόδοση των περιγραμμάτων των σταυρών, των βλαστών και των φύλλων κισσού δηλώνουν έναν τεχνίτη με αδυναμίες και απειρία, αποπνέοντας προχειρότητα και έλλειψη σιγουριάς. Ιδιαίτερα τα φύλλα κισσού διατάσσονται ασύμμετρα και ανόργανα στα διάκενα χωρίς ρεαλισμό και πλαστικότητα.55 Αντιθέτως, το σχήμα του ρόδακα (στο θωράκιο) αλλά και τα χριστογράμματα στο άνω μέρος της κάθετης κεραίας των σταυρών αποδίδονται συμμετρικά και με σιγουριά στη χάραξη των περιγραμμάτων, μαρτυρώντας έναν πιο έμπειρο και ικανό τεχνίτη. Δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι στα θωράκια αυτά μπορεί να ανιχνευθεί η εργασία δυο τεχνιτών του ίδιου εργαστηρίου, με διαφορετικό επίπεδο εμπειρίας και τεχνικής κατάρτισης, οι οποίοι εκτέλεσαν ξεχωριστά τα βασικά διακοσμητικά μοτίβα και τις επιμέρους λεπτομέρειες.56 55 56 Ένα ακόμα γλυπτό, πιθανότατα πεσσόκρανο, το οποίο σώζεται σήμερα στους χώρους του κτιριακού συγκροτήματος της Εκατονταπυλιανής στην Παροικιά, κοσμείται στη μια του όψη με παρόμοιο θέμα. Πρόκειται για σταυρό από τις απολήξεις των οριζόντιων κεραιών του οποίου φύονται μικροί σχηματοποιημένοι βλαστοί που απολήγουν σε καρδιόσχημα φύλα κισσού. Το διακοσμητικό θέμα αποδίδεται και σε αυτή την περίπτωση με την εγχάρακτη τεχνική, αρκετά σχηματοποιημένο και χωρίς επιμέλεια. Ιδιαίτερα η απόδοση των φύλλων κισσού παρουσιάζει εξαιρετική ομοιότητα με τα υπό εξέταση γλυπτά από τον Βουτάκο, καθώς διατάσσονται ασύμμετρα και ανόργανα χωρίς ρεαλισμό και πλαστικότητα. Σύμφωνα με την Α. Μητσάνη, στην Εκατονταπυλιανή συγκεντρώθηκαν γλυπτά τα οποία προέρχονται και από τις υπόλοιπες βασιλικές του νησιού, όπως αυτή του Αγίου Γεωργίου στον Βουτάκο. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν το γλυπτό αυτό να προέρχεται από το ίδιο σύνολο που διακοσμούσε τη βασιλική του Βουτάκου, όπως και ο υπό εξέταση πεσσίσκος και το θωράκιο, και να σμιλεύτηκε από τον ίδιο τεχνίτη: βλ. Μητσάνη, «Καταγραφή γλυπτών», 85. Ανάλογη περίπτωση αποτελεί πιθανόν και ο άμβωνας της βασιλικής των Τριών 514 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Εικ. 12. Μαρμάρινο θωράκιο σε δεύτερη χρήση ως αγία τράπεζα στον ναό του Αγίου Γεωργίου στον Βουτάκο της Πάρου. Τρία ακόμα θωράκια διαφορετικών διαστάσεων, αλλά με ομοιότητες στο εικονογραφικό θέμα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.57 Τα δυο από αυτά φέρουν όμοιο εικονογραφικό θέμα σε διαφορετική κλίμακα, εκτελεσμένο σε εγχάρακτη τεχνική, ενώ κάποιες λεπτομέρειες αποδίδονται ανάγλυφα. Το πρώτο είναι μικρότερων διαστάσεων και σώζεται αποσπασματικά εντοιχισμένο στο τέμπλο της μικρής εκκλησίας (Εικ. 11). Το δεύτερο είναι μεγαλύτερο και σώζεται ακέραιο, ενώ σήμερα χρησιμεύει ως αγία τράπεζα (Εικ. 12). Η εικονογραφική σύνθεση αποτελείται από δυο 57 Εκκλησιών στην Πάρο, που αποδίδεται σε τοπικό εργαστήριο. Με βάση τις εμφανείς διαφορές στην ποιότητα της εκτέλεσης των διαφόρων μοτίβων στα γλυπτά που αποτελούν τη λειτουργική αυτή κατασκευή, μπορεί να ανιχνευτεί η εργασία πέραν του ενός τεχνίτη. Η χρονολόγηση που προτείνει ο Ορλάνδος στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα χρειάζεται επανεξέταση: βλ. Ορλάνδος, «Παλαιοχριστιανικοί άμβωνες», 194206. Roussos, Reconstructing the Settled Landscape, 141-142, εικ. 4.113-4.115. 515 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ Εικ. 13. Μαρμάρινο θωράκιο σε δεύτερη χρήση στην οροφή του ναού του Αγίου Γεωργίου στον Βουτάκο της Πάρου. εφαπτόμενα ταινιωτά μετάλλια, μέσα στα οποία εγγράφονται εγχάρακτοι ισοσκελείς σταυροί με μηνοειδείς απολήξεις των κεραιών. Οι γωνίες των θωρακίων διακοσμούνται με ανάγλυφους ρόδακες στο άνω μέρος και με φύλλα κισσού που εκφύονται από τα μετάλλια στο κάτω μέρος. Στα τριγωνικά διαστήματα που διαμορφώνονται στον άξονα της σύνθεσης χαράσσονται καμπύλες ταινίες που ενώνουν μεταξύ τους τα μετάλλια. Η σύνθεση περιβάλλεται από απλό ακόσμητο πλαίσιο. Τέλος, το τρίτο θωράκιο σώζεται αρκετά ασβεστωμένο και ενσωματωμένο στην οροφή της επιπεδόστεγης εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου (Εικ. 13).58 Κοσμείται με μια ανάγλυφη γεωμετρική σύνθεση από διατεμνόμενους κύκλους και ημικύκλια που καλύπτουν ολόκληρο τον κάμπο. Οι δύο κεντρικοί κύκλοι περικλείουν μικρούς ισοσκελείς σταυρούς με πεπλατυσμένες τις απολήξεις των κεραιών. Η σύνθεση εγγράφεται σε ένα πλατύ ορθογώνιο πλαίσιο. 58 Ό.π., 142, εικ. 4.116. 516 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ Τα τρία θωράκια, εκτός από τα κοινά εικονογραφικά στοιχεία, παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες και στις λεπτομέρειες της εκτέλεσης, δίνοντας την αίσθηση ότι σμιλεύτηκαν από τον ίδιο τεχνίτη. Η χρήση της εγχάρακτης αλλά και της ανάγλυφης τεχνικής, ακόμα και ταυτόχρονα στο ίδιο θωράκιο,59 η απόλυτη συμμετρία των στοιχείων που αποτελούν τις συνθέσεις και η επιμέλεια στην απόδοση των περιγραμμάτων και των σχημάτων των επιμέρους διακοσμητικών μοτίβων (κύκλοι, σταυροί, κισσόφυλλα, ρόδακες) αποπνέουν σιγουριά, δηλώνοντας εμπειρία και επιδεξιότητα. Ιδιαίτερα τα φύλλα κισσού και οι ρόδακες στο θωράκιο της αγίας τράπεζας (Eικ. 12) αποδίδονται με κάποια πλαστικότητα, παρά τη γενικότερη απλοποίηση που χαρακτηρίζει τη σύνθεση. Τα κοινά χαρακτηριστικά που μοιράζονται τα πέντε γλυπτά από τον Βουτάκο μαρτυρούν ότι πρόκειται για σύγχρονα μεταξύ τους έργα και πιθανότατα προέρχονται από το διακοσμητικό σύνολο της βασιλικής που προϋπήρχε στη θέση. Το σύμβολο του σταυρού σε διάφορες παραλλαγές είναι το κυρίαρχο διακοσμητικό μοτίβο και εμφανίζεται με συνέπεια σε όλα τα παραδείγματα του Βουτάκου. Παράλληλα, πιθανή είναι η προέλευση του μαρμάρου από τα λατομεία του νησιού. Οι συνθέσεις είναι σε γενικές γραμμές απλοποιημένες, ενώ η ποιότητα εκτέλεσης ποικίλλει ανάλογα με την ικανότητα του τεχνίτη. Εικονογραφικές συνθέσεις αποτελούμενες από σταυρούς σε διάφορες παραλλαγές καθώς και από εφαπτόμενους ή διατεμνόμενους κύκλους εμφανίζονται συχνά σε γλυπτά που αποδίδονται σε επαρχιακά εργαστήρια και κοσμούν τις βασιλικές του Αιγαίου.60 Στην Πάρο, εικονογραφικά θέματα με διακοσμητικά μοτίβα όπως μετάλλια (ελεύθερα, διατεινόμενα ή εφαπτόμενα), σταυροί (ελεύθεροι, φυλλοφόροι, σε βαθμιδωτό βάθρο ή διάλιθοι), κισ59 60 Ταυτόχρονη χρήση της εγχάρακτης και της ανάγλυφης τεχνικής στο ίδιο γλυπτό συναντάται και στον άμβωνα της βασιλικής των Τριών Εκκλησιών στην Πάρο, ο οποίος μπορεί να αποδοθεί σε τοπικό εργαστήριο· βλ. Ορλάνδος, «Παλαιοχριστιανικοί άμβωνες», 194-206. Εκτεταμένη χρήση του σταυρού συναντάται την ίδια περίοδο στα σωζόμενα θωράκια που αποδίδονται σε κρητικά εργαστήρια· βλ. Τσιγωνάκη, «Πρωτοβυζαντινή Κρήτη», 1156. 517 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ σόφυλλα και ρόδακες απαντούν συχνά σε γλυπτά που κοσμούσαν το εκκλησιαστικό σύμπλεγμα της Εκατονταπυλιανής και τη βασιλική των Τριών Εκκλησιών.61 Επιπλέον, σε θωράκια από τους ναούς του Αγίου Ισιδώρου Ράχης (Μονοίτσια) και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Καμίνου (Φιλώτι) στη Νάξο συναντάται το διακοσμητικό θέμα του ισοσκελούς σταυρού με μηνοειδείς απολήξεις των κεραιών εγγεγραμμένου σε μετάλλιο.62 Πιθανότατα πρόκειται για έργα τοπικών εργαστηρίων του 6ου ή του 7ου αιώνα. Τέλος, η πίσω όψη μαρμάρινης επιγραφής που βρίσκεται στο μουσείο του Ηρακλείου διακοσμείται με εγχάρακτους συμπλεκόμενους κύκλους, από τους οποίους ο κεντρικός περικλείει ισοσκελή σταυρό με μηνοειδείς απολήξεις των κεραιών. Πρόκειται για προϊόν κρητικού εργαστηρίου, ενώ τελευταίες μελέτες χρονολόγησαν την επιγραφή στο 610.63 Λόγω της έλλειψης ανασκαφικών δεδομένων η χρονολόγηση των γλυπτών του Βουτάκου είναι αμφίβολη. Αν υποτεθεί ότι ανήκαν στο ίδιο διακοσμητικό σύνολο με τα εισηγμένα δίζωνα κιονόκρανα, είναι πιθανή η χρονολόγησή τους στο δεύτερο μισό του 6ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα. Η προσεκτική μελέτη των παραπάνω παραδειγμάτων διευρύνει ουσιαστικά την αποσπασματική εικόνα για τη γλυπτική στις Κυκλάδες κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Νέα στοιχεία προκύπτουν για τη δραστηριότητα 61 62 63 Ανάγλυφη διακόσμηση με εγγεγραμμένους ισοσκελείς σταυρούς σε εφαπτόμενα μετάλλια φέρουν στις εξωτερικές τους όψεις οι πλάκες της σταυρικής κολυμβήθρας καθώς και χαμηλά ανάγλυφα θωράκια μεταξύ των κλιτών του βαπτιστηρίου της Εκατονταπυλιανής. Το βαπτιστήριο έχει χρονολογηθεί περίπου στα μέσα του 6ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά την ανέγερση του κυρίως ναού. Τα θωράκια φαίνεται ότι αποτελούν τμήμα του αρχικού γλυπτού διακόσμου του βαπτιστηρίου και είναι πιθανότατα έργα τοπικού εργαστηρίου του 6ου αιώνα. Παρόμοια μοτίβα, όπως μετάλλια, σταυροί (ελεύθεροι, σε βαθμιδωτό βάθρο ή διάλιθοι), κισσόφυλλα και ρόδακες, ενταγμένα σε πιο πολύπλοκες συνθέσεις συναντώνται επίσης στους άμβωνες της Εκατονταπυλιανής και των Τριών Εκκλησιών: βλ. Ορλάνδος, «Παλαιοχριστιανικοί άμβωνες», 194-206. Γ. Δημητροκάλλης, «Η βασιλική του Αγίου Ισιδώρου στην Τραγαία Νάξου», ΕΕΚΜ ΙΕ΄ (1994) 273-274, εικ. 18, 20. Για την υπόδειξη του γλυπτού στον ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Καμίνου Φιλωτίου ευχαριστώ την αγαπητή συνάδελφο Α. Κωσταρέλλη. G. Kiourtzian, «L’incident de Cnossos (fin Septembre/début Octobre 610)», στο: C. Zuckerman, Constructing the seventh century. Travaux et mémoires 17 (2013) 173-196. 518 Κ. ΡΌΥΣΣΌΣ: ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΌΒΥΖΑΝ ΤΙΝΗ ΠΕΡΙΌΔΌ των περιφερειακών εργαστηρίων γλυπτικής στα νησιά κατά τον 6ο και 7ο αιώνα. Οι ντόπιοι τεχνίτες είχαν τη δυνατότητα να λαξεύουν το μάρμαρο64 και να παράγουν γλυπτά χρησιμοποιώντας τόσο την ανάγλυφη όσο και την εγχάρακτη τεχνική. Οι πιο εξεζητημένες τεχνικές που απαιτούν υψηλή εξειδίκευση, όπως η διάτρητη, δεν απαντούν στην τοπική γλυπτική των Κυκλάδων. Τα προϊόντα των τοπικών εργαστηρίων δεν παρουσιάζουν την υψηλή ποιότητα των εισηγμένων γλυπτών από την Κωνσταντινούπολη, αλλά συχνά έχουν προσεγμένη και επιμελημένη διακόσμηση. Στο εικονογραφικό ρεπερτόριο των κυκλαδίτικων εργαστηρίων περιλαμβάνονται κυρίως απλές και σχηματοποιημένες συνθέσεις, με συνηθέστερα θέματα τις διάφορες παραλλαγές του σταυρού, τα φυτικά και τα γεωμετρικά μοτίβα. Στο πλαίσιο της λειτουργίας κάθε συνεργείου φαίνεται ότι συνεργάζονταν διάφοροι τεχνίτες για την πραγματοποίηση μιας παραγγελίας και, ως εκ τούτου, σε κάποιες περιπτώσεις η ποιότητα εκτέλεσης των διακοσμητικών μοτίβων και η επιμέλεια της σύνθεσης ποίκιλλαν ανάλογα με τις ικανότητες του κάθε ατόμου αλλά και τη σημασία του μνημείου. Παράλληλα, οι ντόπιοι τεχνίτες γνώριζαν τα κωνσταντινουπολίτικα πρότυπα και ήταν σε θέση να αντιγράφουν και να παραλλάσσουν τις πρωτότυπες συνθέσεις, δημιουργώντας τοπικές παραλλαγές. Τοπικά εργαστήρια δραστηριοποιήθηκαν στην Πάρο και στη Νάξο κατά τον 6ο και τον 7ο αιώνα. Τα εργαστήρια αυτά πιθανότατα δεν περιορίζονταν μόνο στην επικράτεια κάθε νησιού, αλλά εργάζονταν και στα γύρω νησιά ή εξήγαν σε περιορισμένο βαθμό έτοιμα γλυπτά.65 Ως εκ 64 65 Πιθανότατα την Πρωτοβυζαντινή εποχή μεγάλο μέρος των μαρμάρων που χρησιμοποιούν τα τοπικά συνεργεία προέρχεται από επανάχρηση και επαναλάξευση αρχαιότερων γλυπτών. Πιθανή μαρτυρία εξαγωγής έτοιμων γλυπτών ή τεχνιτών αποτελούν δυο καμπύλα θωράκια που βρέθηκαν στη Νάξο και αποδίδονται με σχετική βεβαιότητα στο παριανό εργαστήριο που λάξευσε το αρχικό τέμπλο της Εκατονταπυλιανής. Το πρώτο εντοπίστηκε σε ανασκαφές στη Γρόττα και φυλάσσεται σήμερα στον μεσαιωνικό Πύργο Γλέζου στο Κάστρο της Νάξου: βλ. Β. Κ. Λαμπρινουδάκης, «Ανασκαφή Νάξου», ΠΑΕ (1981) 293-295, πίν. 200. Το δεύτερο βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πιθανή εξαγωγή γλυπτών από την Πάρο βλ. Μητσάνη, «Το τέμπλο της Καταπολιανής Πάρου», 83-85, εικ. 16-18. Εξαγωγή έτοιμων 519 GR ATA DONA . ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΓΚΡΑΤΖ ΙΟΥ τούτου, παρά τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισαν τα εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης, η Πάρος και η Νάξος συνέχισαν τη μακραίωνη παράδοσή τους στον τομέα της μαρμαρογλυπτικής σε όλη τη διάρκεια των Πρωτοβυζαντινών αιώνων, προσαρμοσμένης πλέον στις απαιτήσεις της χριστιανικής θρησκείας. Παράλληλα, η τοπική παραγωγή συμπληρωνόταν από εισαγωγές κατεργασμένων αρχιτεκτονικών γλυπτών που αποτελούσαν προϊόντα των εργαστηρίων της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, παρά τη σημαντική ανάμειξη των Κυκλάδων στον τομέα του θαλάσσιου εμπορίου από τον 5ο έως και τον 7ο αιώνα,66 με τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δεδομένα προκύπτει ότι εμφανίζουν μικρό ποσοστό στα νησιά των Κυκλάδων σε σχέση με την τοπική παραγωγή. Διαφαίνεται μια τάση των νησιωτών να κοσμούν τα θρησκευτικά τους οικοδομήματα κυρίως με γλυπτά τοπικών συνεργείων και δευτερευόντως με εισηγμένα αρχιτεκτονικά μέλη. Αυτό ίσως οφείλεται και στη μακρά παράδοση των νησιών στη μαρμαρογλυπτική. Τα εισηγμένα γλυπτά κυρίως προορίζονταν για τις βασικές λειτουργικές κατασκευές και τα στηρίγματα των κυκλαδίτικων βασιλικών. Η χρήση τους δεν περιοριζόταν μόνο στα μνημεία των παραθαλάσσιων αστικών κέντρων ή των μικρότερων οικισμών. Φαίνεται ότι ακόμα και οι κοινότητες των ημιορεινών (Σαγκρί Νάξου) και των ορεινών περιοχών των νησιών (Δανακός Νάξου) είχαν τη δυνατότητα να παραγγέλνουν γλυπτά από την Κωνσταντινούπολη ώστε να κοσμούν τους χώρους λατρείας τους. Η εξέταση των παραπάνω παραδειγμάτων από τη μια μαρτυρεί τη διάχυση των προτύπων και των προϊόντων της Κωνσταντινούπολης στο νησιωτικό Αιγαίο· από την άλλη, αντικατοπτρίζει μια ενεργή τοπική κοινότητα με έντονη δραστηριότητα, που μπορούσε να καλύψει τις τοπικές τις ανάγκες, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε σε μεγάλα εμπορικά δίκτυα αλληλεπιδρώντας πολιτιστικά με ευρύτερους κόσμους. 66 γλυπτών πραγματοποιείται την ίδια περίοδο και από τα επαρχιακά εργαστήρια της Θάσου, στην οποία η εξόρυξη τοπικού μαρμάρου συνεχίζεται. Για εισαγωγές γλυπτών από τη Θάσο στην Κρήτη βλ. Τσιγωνάκη, «Πρωτοβυζαντινή Κρήτη», 1155. Για τη σημαντική ανάμειξη των Κυκλάδων στον τομέα του θαλάσσιου εμπορίου βλ. Roussos, Reconstructing the Settled Landscape, 289-291. 520