Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Academia.eduAcademia.edu

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Ο Παπανδρέου και η Αναζήτηση μιάς Λύσης Καραμανλή

Η αποπείρα του Ανδρέα Παπανδρέου να συμβάλλει στην αναζήτηση μιας λύσης Καραμανλή για την δικτατορία των συνταγματών χούντας στο έτος καπμής του 1969. Κεφαλαίο 4 απο το σύντομο βιβλίο που δημοσιεύτηκε σαν ένθετο στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2 Σεπτεμβρίου 2017.

Ο Παπανδρέου και η αναζήτηση μιας λύσης Καραμανλή Απόσπασμα του σύντομου βιβλίου, Ο Ανδρέας στη Φυλακή και την Εξορία: χούντα, αντίσταση, Αμερικανοί, Καραμανλής, του Σπύρου Δραΐνα που δημοσιεύτηκε από την «Εφημερίδα των Συντακτών», 2 Σεπτεμβρίου 2017 Κεφαλαίο 4 Για τον Ανδρέα Παπανδρέου, η πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπως διαμορφώθηκε το 1968, άφησε λίγα περιθώρια αισιοδοξίας για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής υπόθεσης. Η πεποίθηση ότι «ο αγώνας θα είναι μακρύς και δύσκολος», [που εξέφρασε στον Νίκο Σουλά σε μία επιστολή της 16 Ιανουαρίου 1969] μάλλον αντικατοπτρίζει τα ζοφερά συμπεράσματα που έβγαλε από τα γεγονότα στο εξωτερικό που σημάδεψαν το χρόνο που πέρασε, με πιο σημαντικά για την Ελλάδα τη δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι και την αναζωπύρωση της ψυχροπολεμικής πόλωσης μετά τη Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Αλλά αφορούσε και τις δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον με την ανάληψη της εξουσίας από τον ρεπουμπλικάνο Ρίτσαρντ Νίξον ως Πρόεδρο των ΗΠΑ στις αρχές του 1969. Οι αντίπαλοι της χούντας, υποδέχτηκαν τη νέα αμερικανική κυβέρνηση με ανησυχία, μεταξύ άλλων και λόγω των στενών σχέσεων του Τομ Πάππας με τον Νίξον. Μάλιστα, χάρη στις σχέσεις του με τον δημοσιογράφο Ηλία Δημητρακόπουλο, ο οποίος θα αποκάλυπτε πολλά από τα σκάνδαλα του Πάππας, ο Παπανδρέου είχε πλήρη επίγνωση του βίου και της πολιτείας του πολυπράγμονα Ελληνοαμερικάνου επιχειρηματία, με τον οποίο είχε συγκρουστεί το 1964 στην αναδιαπραγμάτευση της μεγάλης σύμβασης για τις επιχειρήσεις Esso-Pappas. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, επί προεδρίας Αϊζενχάουερ, ο Πάππας είχε αποκτήσει πολιτική επιρροή στις ΗΠΑ ως χρηματοδότης των αμερικανικών πολιτικών κομμάτων, με σημαντικές επιπτώσεις για τη χώρα μας. Tο 1965, επί της Δημοκρατικής κυβέρνησης Τζόνσον, ο Πάππας είχε παίξει έναν παρασκηνιακό ρόλο, σε συνάρτηση με τη CIA, στην επικράτηση του βασιλιά απέναντι στους Παπανδρέου. Την άνοιξη του 1966, σε μία ιδιαίτερη συνάντηση στο Oval Office, είχε προτρέψει τον Προέδρο Τζόνσον να παράσχει οικονομική υποστήριξη στην «κυβέρνηση των αποστατών» του Στεφανοπούλου.(1) Μετά το πραξικόπημα του 1967, ο Πάππας ανέλαβε το ρόλο του ανεπίσημου μεσάζοντα μεταξύ της χούντας και του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών. Ο ρόλος αυτός ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο επί Νίξον, επειδή το 1968 είχε εξασφαλίσει 549.000 δολάρια από την ελληνική ΚΥΠ για την παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον, ενώ στη συνέχεια είχε ασκήσει επιρροή στην επιλογή του Ελληνοαμερικανού Σπύρου Άγκνιου ως υποψήφιου για την αντιπροεδρία. Ωστόσο, παρά την ισχυρή πρόσβασή του στον Πρόεδρο Νίξον, η επιρροή του Πάππας στις σχέσεις της αμερικάνικης κυβέρνησης με την ελληνική δικτατορία, περιοριζόταν από διάφορους θεσμικούς και πολιτικούς παράγοντες. Επιπλέον, ο Νίξον ανέλαβε τα καθήκοντά του εν μέσω μίας εγχώριας αμφισβήτησης γύρω από τον παγκόσμιο ρόλο και την κατεύθυνση της χώρας του. Η Ελλάδα ήταν μόνο ένα από μία πληθώρα προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής που αντιμετώπιζε, έχοντας τον ισχυρό και πολυπράγμονα Χένρι Κίσινγκερ δίπλα του ως σύμβουλο της εθνικής ασφάλειας. Βέβαια, το κυρίαρχο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής που τον απασχόλησε ήταν η υπόσχεσή του να τερματίσει τον αιματηρό και πολιτικά καταστροφικό πόλεμο στο Βιετνάμ. Το ελληνικό ζήτημα δεν ήταν ασήμαντο, αλλά ούτε και μείζον, απαιτούσε ωστόσο επιδέξια διαχείριση σε πολλά μέτωπα. Στο Κογκρέσο, μια ισχυρή ομάδα από φιλελεύθερους βουλευτές είχε υιοθετήσει τον πλήρη τερματισμό της στρατιωτικής βοήθειας στη χούντα ως ένα από τα θέματα της εκστρατείας τους για την περιστολή της αποκαλούμενης «αυτοκρατορικής προεδρίας» [imperial presidency]. Στη Δυτική Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα προχώρησε στην τεκμηρίωση των καταγγελιών για τα βασανιστήρια της χούντας, ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης απειλούσε την εκδίωξη του καθεστώτος για παραβίαση των δημοκρατικών ελευθεριών. Για τους Αμερικανούς αξιωματούχους, πιο σημαντικό από τις ίδιες τις επίσημες αποδοκιμασίες της χούντας ήταν οι επιπτώσεις τους στην κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών συμμαχικών χωρών, καθώς ενίσχυαν τη διεθνή μαύρη εικόνα της ελληνικής δικτατορίας, με συνέπεια οι κυβερνήσεις της Νορβηγίας και της Δανίας, και σύντομα και της Ιταλίας, να αντιμετωπίσουν έντονες πιέσεις από τους ψηφοφόρους τους για να λάβουν μέτρα εναντίον του καθεστώτος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Νίξον ορκίστηκε πρόεδρος στις 20 Ιανουαρίου 1969. Έντεκα μέρες αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλης έστειλε μια επιστολή στον Χρήστο Ξανθόπουλο-Παλαμά, φίλο του και έμπειρο διπλωμάτη που είχε διοριστεί πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσινγκτον. «Φαίνεται ότι με την αλλαγήν του καθεστώτος στην Αμερική, το πολιτικό παρασκήνιο του τόπου μας μετεφέρθη στην Ουάσιγκτον», του έγραφε, συνεχίζοντας: «Όπως πληροφορούμαι, χουντικοί και αντιχουντικοί περισφίγγουν τον Νίξον και τους συνεργάτες του προσπαθούντες να εξασφαλίσουν την εύνοιαν αυτών υπέρ των απόψεών των». Έτσι επισήμανε ο Καραμανλής την εκ νέου κινητοποίηση, μέσα και έξω από την Ελλάδα, για μια «πολιτική λύση» μέσω μίας αλλαγής της Αμερικανικής πολιτικής και με τον ίδιο, μάλιστα, σε πρωταγωνιστικό ρόλο.(2) Και ενώ συνήθως έπαιρνε μια διστακτική, έως περιφρονητική στάση απέναντι στις εκκλήσεις των συμπατριωτών του, το 1969 θα αποτελέσει μια αξιοσημείωτη εξαίρεση. Εκείνη την άνοιξη, και πάλι το φθινόπωρο, ο Καραμανλής ανέλαβε μια σειρά από πρωτοβουλίες που στόχευαν στον παραμερισμό της χούντας και την ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο. Αυτές οι πρωτοβουλίες, βέβαια, διεξάχθηκαν στο πλαίσιο της «μεταφοράς του πολιτικού σκηνικού του τόπου» στην Ουάσινγκτον, που είχε αναφέρει σκωπτικά ο Καραμανλής στον Παλαμά. Αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτή τη μελέτη έχει ένα λιγότερο γνωστό γεγονός: Ανάμεσα στους «αντιχουντικούς» που, κατά τον Καραμανλή, «περισφίξανε τον Νίξον και τους συνεργάτες του» βρέθηκε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Παράλληλα με τις καθαρά αντιστασιακές του δραστηριότητες ως ηγέτης του ΠΑΚ, ο διορισμένος από τον πατέρα του εκπρόσωπος της Ένωσης Κέντρου στο εξωτερικό ενεπλάκη για μια ακόμα φορά στην επιδίωξη μιας «λύσης Καραμανλή», με καθοριστικές συνέπειες για τη μετέπειτα πορεία του. Εδώ θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε, μέσα από μια τεκμηριωμένη ιστορική αφήγηση, τις παράλληλες πορείες του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατά το έτος 1969. Όπως θα δούμε, οι πρωτοβουλίες και των δύο βασίστηκαν σε μια κοινή αντίληψη για την υφιστάμενη συγκυρία, αλλά κινήθηκαν με εντελώς διαφορετικούς τρόπους και σκοπούς στην αντιμετώπισή της. Ωστόσο, οι διαφορετικές τους τροχιές μας αποκαλύπτουν πολλά για την πολιτική οντότητα των δύο ανδρών, οι οποίοι στη συνέχεια θα γίνουν οι πολιτικοί αρχιτέκτονες της μεταδικτατορικής Ελλάδας. Θα εκκινήσουμε με τον Καραμανλή, ο οποίος επέστρεψε στη σιωπή μετά από την αποτυχία της συνέντευξης του στις 28 Νοεμβρίου 1967 να φέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, δηλαδή, να πείσει τους πραξικοπηματίες να αναγνωρίσουν το καθήκον τους και «να ανοίξουν δια της αποχωρήσεώς των και τις αποδεσμεύσεως του Στέμματος την διαδικασίαν της αποκαταστάσεως της ομαλότητος».(3) Για να δικαιολογήσει την στάση σιωπής του, ο Καραμανλής επέμεινε στην απροθυμία του να επανέλθει στη ενεργή πολιτική. Αλλά παρά τις συνεχιζόμενες πιέσεις από σχεδόν το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για την ελληνική υπόθεση. Αντιθέτως, κράτησε επαφή και με πολλούς από τους υποστηρικτές της «λύσης Καραμανλή», μέσα και έξω από την Ελλάδα, ώστε να ενημερώνεται για την κατάσταση και να την σχολιάζει. Και σαν γενικό χαρακτηρισμό της στάσης του, μπορούμε να πούμε ότι ο Καραμανλής επιδίωκε να κρατήσει μια στάση απόστασης από τους υποστηρικτές του, αλλά με τρόπο που τους κρατούσε σε μια τροχιά γύρω από τον ίδιο. Μέσα σε αυτή τη γενική εικόνα, οι σχέσεις μεταξύ του Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου διέφεραν ποιοτικά. Ναι μεν, βάσει των κινήσεων, των δηλώσεων και των επαφών του μέχρι το τέλος του 1969, ο Παπανδρέου έδειξε στον Καραμανλή ότι ήταν και αυτός υπέρμαχος μίας μεταβατικής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του, προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοκρατική ομαλότητα, παρόλο που οι τοποθετήσεις του Παπανδρέου στο θέμα θεωρήθηκαν από πολλούς είτε ως αντιφατικές, είτε ως απατηλές. Αλλά περισσότερο περίπλοκη ήταν η στάση του ίδιου του Καραμανλή απέναντι στην εμπλοκή του Παπανδρέου στην υπόθεση της πολιτικής -ήτοι της καραμανλικής- λύσης. Απέναντι στον Ανδρέα δεν κράτησε απλώς στάση απόστασης, αλλά στάση αποφυγής. Στην επιστολή του στον Κανελλόπουλο της 1 Αυγούστου 1969, ο Καραμανλής ομολογεί ότι «απέκρουσα… επιμόνους προτάσεις του [Ανδρέα] για συνάντησιν», ότι ο Παπανδρέου «αποτελεί πράγματι πρόβλημα» και ότι «δεν μπορείς να τον αγνοήσης, αλλά και δεν μπορείς να τον προβάλλης».(4) Υπενθυμίζω ότι ήδη από τις Φυλακές Αβέρωφ το 1967, ο Ανδρέας είχε στείλει τους συνεργάτες του, τον Στέφανο Ρουσσέα και τον Σίγκμουντ Μινέικο, στον Καραμανλή για να τον ενημερώσουν για τη δέσμευσή του να μην αμφισβητήσει το θεσμό της μοναρχίας, καθώς και την προθυμία του να τεθεί στη διάθεση του Καραμανλή για μία ενδεχόμενη επαναφορά της χώρας στην «ομαλότητα».(5) Οι έμμεσες επαφές του συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή, με τις συναντήσεις του Μινέικο με τον γραμματέα του Καραμανλή, τον Κώστα Χρυσοστάλη. Αφού έφθασε στο Παρίσι τον Ιανουάριο 1968, ο Ανδρέας επιδίωξε, επανειλημμένα αλλά ανεπιτυχώς, να κλείσει ένα κατ’ ιδίαν ραντεβού με τον Καραμανλή, ο οποίος έτυχε να απουσιάζει στις Βερμούδες μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου. Ωστόσο, στις 7 Μαρτίου, μια μέρα πριν την αναχώρηση του Παπανδρέου για την πρώτη πολιτική του περιοδεία στις ΗΠΑ, συναντήθηκε με τον Χρυσοστάλη. Σύμφωνα με το σχετικό σημείωμα που συνέταξε ο τελευταίος προς ενημέρωση του Καραμανλή, εξήγησε στον Παπανδρέου «ότι η στάση σας [ενν. του Καραμανλή] προσδιορίζεται από ένα αίσθημα αηδίας προς ό,τι λέγεται δημόσια ζωή της Ελλάδος. Δι’ αυτό και είσθε κάπως απρόθυμος να αναπτύξετε πρωτοβουλίας και του επανέλαβα ότι το αίσθημα αυτό οφείλεται εις το ότι φίλοι και εχθροί σας εφερθήσαν πρόστυχα».(6) Στην απάντησή του, όπως την περιγράφει ο Χρυσοστάλης, ο Ανδρέας επιχείρησε να επουλώσει την πληγωμένη φιλοτιμία του Καραμανλή, λέγοντας ότι καταλαβαίνει «απολύτως… τα αισθήματα αυτά του κ. Προέδρου τοσούτον μάλλον, καθ’ όσον ούτος έχει επιδείξει κατά το παρελθόν τις ικανότητές του ως πολιτικού, και ιδίως του αρχηγού». Και προχώρησε πιο πέρα. «Παρ’ όλον που είναι βέβαιος, μου είπε ο κ. Ανδρέας Παπανδρέου, ότι εις το μέλλον θα κληθήτε και πάλι να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εις το Έθνος μπορείτε να επαφίεσθε εις το αξιολογότατων έργον σας». Σε αυτό το σημείο, ο Παπανδρέου, που είχε λίγα χρόνια στον πολιτικό στίβο, έκανε τη σεμνή και, εκ των πραγμάτων, ορθή ομολογία ότι «δυστυχώς για αυτόν δεν ισχύει το ίδιον», παρατηρώντας επιπλέον ότι «ίσως αυτός να είναι ο λόγος που αισθάνεται την ανάγκην να αναπτύσσει δραστηριότητα». Δημιουργώντας έτσι ένα θετικό κλίμα, ο Παπανδρέου στράφηκε στα μηνύματα που επιθυμούσε να μεταβιβαστούν στον Καραμανλή, και τα οποία είχαν καθαρό σκοπό να αναπτύξει μία συνεννόηση, η έστω ένα διάλογο με τον Καραμανλή. Πέραν της επιθυμίας να έχει μια «προσωπική επαφή» μαζί του, του ζήτησε να ορίσει έναν «εκπρόσωπον της ΕΡΕ δια την οργάνωση ΠΑΚ», διευκρινίζοντας ότι το ΠΑΚ «δεν είναι ιδεολογικόν όργανον, ούτε αποβλέπει εις την συγκρότησιν λαϊκού μετώπου». Αντιθέτως, σε μία φανερή προσπάθεια να προβληματίσει τον Καραμανλή, ο Παπανδρέου εξήγησε ότι το ΠΑΚ σκοπεύει «να μην αφήση την μονοπώληση της αντίστασης κατά της χούντας εις τους κομμουνιστάς». Και μάλιστα, επιβεβαίωνε ότι «οι Αμερικανοί ευνοούν μιαν τοιαύτην πρωτοβουλίαν». Αυτή η πρωτοβουλία έπεσε στο κενό. Αλλά ο Παπανδρέου προέβαλε επίσης μία πρόταση που προσέφερε την πρακτική βάση συνεργασίας σε ένα μείζον ζήτημα: το δημοψήφισμα για το χουντικό Σύνταγμα που, σύμφωνα με το ήδη δημοσιευμένο χρονοδιάγραμμα, θα διεξαγόταν περίπου έξι μήνες από τη δημοσίευσή του. Όταν ο Παπανδρέου συναντήθηκε με τον Χρυσοστάλη στις 7 Μαρτίου, η δημοσίευση αναμένονταν μέρα με τη μέρα, και τελικά δημοσιεύτηκε εννέα μέρες αργότερα. «Σκοπεύει όταν έλθη εις δημοσιότητα το Σύνταγμα να προβή εις δηλώσεις», ανακοίνωσε στον Χρυσοστάλη, «και εάν και σεις κάνετε το ίδιο, σας παρακαλεί να υπάρξη προσυνεννόηση, ούτως ώστε να συμπίπτουν, όπως είναι βέβαιος, οι απόψεις και κρίσεις σας. Εάν μάλιστα το θέλετε, εκείνος είναι πρόθυμος να γίνη κοινή δήλωσις». Σε μεταγενέστερο σημείωμα (άγνωστο πόσο μεταγενέστερο), ο Καραμανλής εξηγεί τους λόγους που αρνήθηκε να ανταποκριθεί στις προτάσεις του Παπανδρέου, και ακόμα να συναντηθεί μαζί του. Αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι, πέντε μήνες μετά τη συνάντηση με τον Χρυσοστάλη, και δυο μήνες πριν από το δημοψήφισμα, προγραμματισμένο για τις 29 Σεπτεμβρίου, ο Παπανδρέου έδωσε μια συνέχεια στην πρότασή του για συντονισμό ενεργειών, και μάλιστα με τρόπο που ενόχλησε τον Καραμανλή. Το περιστατικό δίνει μία άλλη διάσταση στις απόπειρες του Παπανδρέου να συνεργαστεί μαζί του. Μερικές μέρες μετά από μία ακόμα άκαρπη προσπάθεια να κανονίσει ένα ραντεβού με τον Καραμανλή, ο Παπανδρέου του έστειλε, στις αρχές Αυγούστου, ένα τηλεγράφημα, το οποίο έδωσε στην δημοσιότητα, χωρίς να περιμένει μια απάντηση. Μεταξύ άλλων, το τηλεγράφημα επισήμαινε ότι υπήρχαν «ανησυχαστικά σημάδια ότι συντηρητικά στοιχεία του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας πιθανόν να θεωρήσουν την επιβολή ενός ολοκληρωτικού Συντάγματος υπό Στρατιωτικό Νόμο και Αστυνομική τρομοκρατία χρήσιμη σαν μέσον επιτεύξεως των δικών τους σχεδίων».(7) Προειδοποιούσε ότι, «εάν αυτό συμβεί, η Ελλάς θα αντιμετωπίσει τραγική και μακρόχρονη σύγκρουση». Στη συνέχεια το τηλεγράφημα αναφέρεται σε «ανακοίνωση της ελληνικής αντίστασης» οπού «καλούνται οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων να συναντηθούν με σκοπό να λάβουν κοινήν θέσιν εναντίον του Συντάγματος της χούντας». Η αναφορά εδώ είναι στην κοινή δήλωση του Παπανδρέου, ως πρόεδρου του ΠΑΚ, και του Αντώνη Μπριλλάκη, ως εκπρόσωπου του ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο) που εκδόθηκε στην Ιταλία την 1η Αυγούστου. Ήταν η πρώτη, και σχεδόν μόνη έμπρακτη εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ του ΠΑΚ και του ΠΑΜ που υπογράφτηκε την ίδια μέρα με στόχο τον συντονισμό αντιστασιακής δράσης. Στο τηλεγράφημα, όμως, ο Παπανδρέου δεν απευθύνεται στον ιδρυτή της ΕΡΕ ως πρόεδρος του ΠΑΚ. Αλλά «ως εκπρόσωπος του κόμματος της ΕΚ στο εξωτερικό», και εκφράζει την «πρόθεσή μου να συναντηθώ μαζί σας σαν ένα πρώτο βήμα για μια κοινή στάση του ελληνικού πολιτικού κόσμου επί θέματος ιστορικής σημασίας για την πατρίδα μας». Βέβαια, η κοινή στάση του Παπανδρέου, ως πρόεδρου του ΠΑΚ, με τον Μπριλλάκη, ηγετικό στέλεχος του διασπασμένου πλέον ΚΚΕ, σηματοδοτούσε ένα άνοιγμα του Παπανδρέου προς την Αριστερά που θεωρήθηκε από τους περισσότερους αστούς πολιτικούς, αντικομουνιστές κατά το πλείστον, ως προβληματικό -και, όπως θα δούμε, από τον πατέρα του ως μείζον «λάθος». Αλλά στο θέμα του δημοψηφίσματος, υπήρχε σε όλο το πολιτικό φάσμα στην Ελλάδα ένα σχεδόν αρραγές μέτωπο απόρριψης οιαδήποτε συμμετοχής στη συνταγματική παρωδία της χούντας, με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ως πρόεδρο της ΕΚ, και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ως πρόεδρο της ΕΡΕ, στην πρώτη γραμμή. Μόνο ο Καραμανλής έμεινε σιωπηλός.(8) Ο Τάκης Λαμπρίας, επικριτικός απέναντι στον Ανδρέα, σημειώνει ότι ο σκοπός του τηλεγραφήματος του Παπανδρέου ήταν να «στριμώξει» τον Καραμανλή.(9) Και πράγματι ο Καραμανλής ενοχλήθηκε, κυρίως διότι τον έφερε αντιμέτωπο με δύο εξ ίσου δύσκολες εκδοχές: ή να απαντήσει, με το ενδεχόμενο το περιεχόμενο της απάντησης να γίνει δημόσια γνωστό, ή να μην απάντηση καθόλου, μένοντας έκθετος σε υπόνοιες ότι αδιαφορεί για τη μοίρα των συμπατριωτών του. Η ενόχληση αυτή ήταν εμφανής στην απαντητική του επιστολή της 8 Αυγούστου. «Εάν [το τηλεγράφημα] εγένετο με πρόθεσιν επισημάνσεως ευθυνών» έγραψε, «θα μου επιτρέψετε να το χαρακτηρίσω ως ενέργειαν, τουλάχιστον, ατυχή.» Μάλιστα, κατά τον Καραμανλή, η όποια συζήτηση για ζητήματα ευθυνών έπρεπε να στραφεί αλλού. Υπενθύμιζε ότι το 1963 «απεσύρθην της πολιτικής» και έκτοτε «εμμένων στην αποχήν μου, δεν προέβην παρά εις δύο δημοσίας εκδηλώσεις». Η μία περίπτωση, μάλιστα, αφορά τις δηλώσεις της 28 Νοεμβρίου 1967, οπού καλούσε τους πραξικοπηματίες να παραδώσουν οικειοθελώς την εξουσία, επιδεικνύοντας έτσι την υπεύθυνη στάση του απέναντι στη χούντα. Αλλά η πρώτη περίπτωση «δημοσίας εκδηλώσεως», όμως, αφορούσε την περίοδο πριν από το απριλιανό πραξικόπημα, και συγκεκριμένα την αντεπίθεση του, απόντος πλέον του Καραμανλή, «όταν εγένετο η ανέντιμος και αντιδημοκρατική απόπειρα της παραπομπής μου εις ειδικόν δικαστήριον» επί κυβέρνησης της ΕΚ με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου. Όπως ξέρουμε και από άλλες δηλώσεις του Καραμανλή, το συγκεκριμένο περιστατικό εντάσσεται στη γενική θεώρησή του για τις ευθύνες, κυρίως του Ανένδοτου Αγώνα της Ένωσης Κέντρου, για το «πολιτικό και ηθικό χάος που είχε δημιουργηθεί εν Ελλάδι», που λειτούργησε προς όφελος των πραξικοπηματιών. Αλλά το ότι είχε κάνει δηλώσεις για τη συγκεκριμένη «ανέντιμο και αντιδημοκρατική» πράξη του Γεωργίου Παπανδρέου, προσφέρει στον Καραμανλή ένα κομψό τρόπο να επισημάνει τις ευθύνες που, κατά τη γνώμη του, φέρουν ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Ένωση Κέντρου για την κατάλυση της δημοκρατίας, αλλά και ταυτόχρονα να υπενθυμίσει τον Ανδρέα ένα προσωπικό εμπόδιο (ηθικής τάξεως κατά τον Καραμανλή) στις σχέσεις τους. Πέραν τούτο, η επιστολή του Καραμανλή συνεχίζει με μια τοποθέτηση που μεταφέρει το ζήτημα σε ένα καθαρά πολιτικό επίπεδο. Δεν είναι δυνατόν να γίνει «αποτελεσματικός αγών κατά της χούντας», υποστηρίζει, χωρίς τη δημιουργία «συνθηκών ασφάλειας για το μέλλον» [εδώ επικαλείται το φόβο μίας χαώδους κατάστασης από μια ανεξέλεγκτη ανατροπή της χούντας] και προσθέτει την ανάγκη να δημιουργηθούν «προπαντός, αι προϋποθέσεις για μίαν υγιά και σοβαράν δημοκρατική ζωή» [εδώ επικαλείται την ανάγκη για πολιτικές μεταρρυθμίσεις, παρόμοιες με αυτές που ο ίδιος απέτυχε να περάσει το 1963]. Υποστηρίζει ότι η «απομάκρυνσις της χούντας από την εξουσία είναι συνάρτησις της θεραπείας των αιτιών τα οποία ωδήγησαν εις την πτώσιν της δημοκρατίας». Και δηλώνει ότι «προς την κατεύθυνσιν αυτήν, δεν βλέπω να γίνονται σοβαρές προσπάθειες». Χαρακτηριστικά, αφήνει αδιευκρίνιστο σε ποιους απευθύνονται οι αιχμές του για την έλλειψη σοβαρών προσπαθειών και ποιες προσπάθειες ο ίδιος θα ενέκρινε ως τείνουσες προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι, πάρα την απογοήτευση που ο Καραμανλής φανερώνει με αυτές τις τοποθετήσεις, δεν αποκλείει μια μελλοντική πρωτοβουλία. Αντιθέτως, δηλώνει ότι «εάν εις μίαν δεδομένην στιγμήν κρίνω ότι μια πρωτοβουλία μου θα ηδύνατο να είναι ωφέλιμος εις την χώραν, δεν θα παραλείψω να πράξω το καθήκον μου», με τη σημαντική προσθήκη ότι θα κινηθεί «ως Έλλην πολίτης, βέβαια, και όχι ως εκπρόσωπος κόμματος, δεδομένου ότι ουδέν κόμμα εκπροσωπώ». Σημειώνω ότι η στάση που τήρησε ο Καραμανλής του δίνει τη δυνατότητα να αποκρούει την πρόταση του Παπανδρέου για μια συνάντηση χωρίς να πάρει θέση πάνω στο επίμαχο θέμα, δηλαδή, το δημοψήφισμα. Αλλά ταυτόχρονα είναι απόλυτα συνεπής με τη στάση που υιοθέτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η στάση αυτή έχει δύο σκέλη: την αντίληψη του «πολιτικού προβλήματος της χώρας» και τον ρόλο που προσδιόριζε για τον εαυτό του απέναντι σ’ αυτό το «πρόβλημα». Παρενθετικά, σε μία απαντητική επιστολή της 24 Αυγούστου, ο Παπανδρέου επαναθέτει το επίμαχο θέμα. Τονίζει την ανάγκη για μια κοινή στάση του πολιτικού κόσμου για το δημοψήφισμα και δηλώνει ότι η πρότασή του για μια συνάντηση «παραμένει εν ισχύι».(10) Και εδώ έκλεισε την πολιτισμένη ανταλλαγή πυρών των δύο πολιτικών. Αλλά επειδή προσφέρει το απαιτούμενο φόντο για τις διαφορετικές στάσεις του καθενός στο έντονο παρασκήνιο γύρω από την λύση Καραμανλή το 1969, αξίζει να διερευνήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος τα δύο σκέλη της στάσης που τήρησε ο Καραμανλής κατά τη διάρκεια του επεισοδίου. Ξεκινώ με τις αντιλήψεις του για το «πολιτικό πρόβλημα της χώρας». Την επόμενη του απριλιανού πραξικοπήματος, ο Καραμανλής δήλωσε τη «βαθύτατη» λύπη για «την δραματικήν τροπήν» που είχαν πάρει τα πράγματα, αλλά απέφυγε να αποδοκιμάσει τους πραξικοπηματίες. Αντί αυτού, επέρριψε ευθύνες «εις την ανωμαλίαν από τριετίας» που ακολούθησε την αποχώρησή του, «οριστικώς», από την πολιτική, λόγω της ματαιότητας των προσπαθειών του για την «εξημέρωση» των πολιτικών ηθών και τον «εκσυγχρονισμό του πολιτεύματος». Ο τελευταίος υπαινιγμός, βέβαια, αναφέρεται στις παρασκηνιακές προστριβές του με το Παλάτι που οδήγησαν στην παραίτησή του το 1963. Αλλά, ενώ αναφέρει τα «σφάλματα» όλων των πλευρών για την «ανωμαλίαν» που κατέληξαν στο πραξικόπημα, το «πρωταρχικόν όμως αμάρτημα βαρύνει τον αρχηγόν της Ενώσεως Κέντρου». Σε αυτή τη δήλωση, δεν προσδιόριζε με σαφήνεια το «πρωταρχικόν αμάρτημα» του Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά είναι προφανές από τις αναφορές, κυρίως στις επιστολές του, ότι εννοούσε την αμφισβήτηση από τον Παπανδρέου του εκλογικού αποτελέσματος το 1961 με τον Ανένδοτο Αγώνα. Και, για τους σκοπούς αυτής τις μελέτης, αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το ίδιο συμβάν, που για τον Καραμανλή αποτελούσε την αρχή της «ανωμαλίας», αποτελούσε για τον Ανδρέα Παπανδρέου την αρχή του λαϊκού ρεύματος που οδήγησε στην εκλογική ήττα του Καραμανλή από τον πατέρα του στις εκλογές του 1963 και, εν συνέχεια, στην ανάδυσης της Κεντροαριστεράς μέσα από αυτό το ρεύμα. Ενώ για τον Ανδρέα Παπανδρέου, το πραξικόπημα του 1967 αποτελούσε τη μαύρη αντίδραση σε αυτό το ρεύμα, για τον Καραμανλή, υπήρξε το, σχεδόν φυσιολογικό, αποτέλεσμα των «ανώμαλων» καταστάσεων, οι οποίες χρονολογούνται από την ανάληψη της εξουσίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά τη συντριπτική του νίκη στις επαναληπτικές εκλογές του 1964. Με αυτή την τοποθέτηση, ο Καραμανλής εξέφρασε την ευρύτερη αδυναμία της Δεξιάς να κατανοήσει τις βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές που οδήγησαν στην πρόσφατη εκλογική της ήττα. Το ότι το πραξικόπημα του 1967 ήταν το λυπηρό, αλλά και σχεδόν αναμενόμενο αποτέλεσμα της ανωμαλίας που δημιουργήθηκε με την εκλογή της Ένωσης Κέντρου, αποτελούσε τη θεμελιώδη, αν και πολλές φορές σιωπηρή άποψη που υποκρυπτόταν στα επιχειρήματα τα οποία ο Καραμανλής επανειλημμένα πρόβαλλε στους συνομιλητές του, για να δικαιολογήσει την άρνησή του να πάρει ξεκάθαρη θέση, δημοσίως, κατά της χούντας. Η απάντησή του στην πρόταση του Ανδρέα να συνδιαλλαγούν για μια κοινή θέση για το χουντικό σύνταγμα είναι χαρακτηριστικό. Ενώ, με τη σιωπή του, δεν απήλλασσε τους πραξικοπηματίες από τις ευθύνες τους, επένδυε κάποιες ελπίδες στην προοπτική ότι οι τελευταίοι θα είναι συνεπείς με τις δηλωμένες προθέσεις τους να επαναφέρουν τη συνταγματική τάξη στη χώρα, αφού πρώτα θεραπεύονταν οι «αρρώστιες» του «φαύλου» κοινοβουλευτισμού του παρελθόντος. Και ακόμα όταν, στη συνέντευξη του Νοεμβρίου 1967, ο Καραμανλής επέκρινε τους πραξικοπηματίες και τους προσκάλεσε να παραδώσουν την εξουσία οικειοθελώς, η θεώρησή του περί των ευθυνών της προγενέστερης κατάστασης για την υφιστάμενη έμενε σαν υπονοούμενο. «Εάν από την δοκιμασίαν την οποίαν υφίσταται σήμερον δεν εξέλθη η Δημοκρατία υγιεστέρα, δεν θα απαλλαγή η Ελλάδα από το δραματικόν δίλημμα: κομμουνισμός ή δικτατορία». Και συνεχίζει: «Η παρούσα ανωμαλία δημιουργεί την ανάγκην, αλλά και προσφέρει την ευκαιρίαν [δική μου επισήμανση] της ανασυντάξεως της Ελληνικής Δημοκρατίας». Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο Καραμανλής, και στις δηλώσεις την επομένη του πραξικοπήματος και στις δηλώσεις του Νοεμβρίου, δεν επιρρίπτει αποκλειστικά τις ευθύνες για την «ανωμαλία» στον Γεώργιο Παπανδρέου και στον Ανένδοτο Αγώνα του. Ενώ το «πρωταρχικόν» αμάρτημα βαρύνει τον Γέρο, ο Καραμανλής το χαρακτηρίζει ως το αμάρτημα «εκ του οποίου απέρρευσαν και τα βασικά σφάλματα», βάζοντας στο κάδρο και τον λαό, που του «ενεπιστεύθη την τύχην της χώρας» αλλά και το Στέμμα, που έδειξε «εύνοιαν» στον Παπανδρέου. Παρομοίως, όταν ρωτήθηκε στη συνέντευξη του Νοέμβριου ποιοι είναι υπεύθυνοι «δια την πτώσιν της Δημοκρατίας στην Ελλάδα», απάντησε απλώς «κανείς και όλοι», προσθέτοντας στη συνέχεια ότι, στην προκείμενη περίπτωση «περισσότερον υπεύθυνοι είναι εκείνοι οι οποίοι διήγειραν τα πάθη», εννοώντας, σαφώς, τους Παπανδρέου. Βάσει της ζοφερής ανάγνωσης των πραγμάτων, όπου οι πάντες ευθύνονται για το κατάντημα της χώρας (αν και το πρωταρχικό αμάρτημα ανήκει στον Γεώργιο Παπανδρέου), η άρνηση του Καραμανλή να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις για την επαναφορά του δεν εκπλήσσει. Καθώς δεν εκπλήσσουν και οι όροι που θέτει στους έμπιστούς του για την αναθεώρηση της στάσης του. Και μάλιστα, σε μία ακόμη εμπιστευτική επιστολή στον Παλαμά, ο Καραμανλής φανερώνει τη συγχώνευση του προσωπικού και του πολιτικού που υποδηλώνεται στη θεώρησή του της ελληνικής υπόθεσης. Εδώ μπαίνουμε στο δεύτερο σκέλος της στάσης του Καραμανλή μετά το απριλιανό πραξικόπημα, δηλαδή, τον ρόλο που προσδιόριζε για τον εαυτόν του απέναντι στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Στις 28 Αυγούστου 1968, ο Καραμανλής έγραψε μια εμπιστευτική επιστολή στον Παλαμά, η οποία μιλάει με ωμή ειλικρίνεια για αυτό το ζήτημα. Γράφτηκε λίγες μέρες μετά την σύνταξη της απαντητικής επιστολής του Ανδρέα για το δημοψήφισμα, αλλά δυστυχώς δεν ξέρουμε εάν ο Καραμανλής είχε λάβε την επιστολή του Παπανδρέου πριν τη σύνταξη της δικής του στον Παλαμά. Ούτως ή άλλως, η επιστολή στον Παλαμά δείχνει τον Καραμανλή σε χολερική διάθεση. «Όλοι με θέλουν για σύμμαχο, αλλά ο καθένας χωριστά», έγραψε στον Παλαμά. «Και ο βασιλεύς και οι συνταγματάρχαι(11) και τα κόμματα και προπαντός ο Ανδρέας, ο οποίος μάλιστα έγινε αφόρητος». Συνεχίζει: «Όπως ξέρεις δεν επιθυμώ να επανέλθω εις την πολιτικήν. Θα ημπορούσα, ίσως, να αναθεωρήσω την απόφασίν μου, εάν όλοι αυτοί αναγνώριζαν ότι τα έκαμαν θάλασσα και μου ζητούσαν να συμφιλιώσω το Έθνος και να το οδηγήσω, καθ’ ον τρόπον κρίνω εγώ, σε μια νέα και υγιά πολιτικήν ζωήν».(12) Αυτός ο όρος για την «αναθεώρηση» της στάσης αποχής του από την πολιτική συμπληρώνει με γλαφυρό τρόπο το ρόλο που προσδιορίζει για τον εαυτό του απέναντι στις ζοφερές απόψεις του για το «πολιτικό πρόβλημα της χώρας». Προφανώς, η ρητή δέσμευσή του ότι, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, θα επανέλθει στην πολιτική έχει μια σιωπηρή ρήτρα: την άνευ όρων αποδοχή της απόλυτης ελευθερίας χειρισμών της κατάστασης από τον ίδιο. Εντωμεταξύ, ο Καραμανλής επέμεινε στην αποχή του. Ενδεικτικό είναι ένα περίεργο περιστατικό που, απατηλώς, υποδεικνύει το αντίθετο. Στις 17 Οκτωβρίου ο Γεώργιος Πλυτάς, πρώην δήμαρχος Αθηναίων, πέταξε από το Παρίσι στο Λονδίνο όπου, μετά από δική του παράκληση, συναντήθηκε με τον Ντέιβιντ Μπρους (David Bruce), τον Αμερικανό πρέσβη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Πλυτάς δήλωσε στον Μπρους ότι ήταν εξουσιοδοτημένος από τον ίδιο τον Καραμανλή να βολιδοσκοπήσει την αμερικανική κυβέρνηση για την «ειλημμένη απόφαση» του Καραμανλή «να ξανακατέβει στην ελληνική πολιτική σκηνή».(13) Ο Πλυτάς ανέφερε λεπτομερώς τις πρόσφατες συναντήσεις του Καραμανλή με τους εξόριστους πολιτικούς, όπου αποφασίστηκε η δημιουργία μιας επιτροπής για την προώθηση του εγχειρήματος. Επίσης, δήλωνε ότι, εκ μέρους του Καραμανλή, είχε ταξιδέψει στη Στοκχόλμη για να προσκαλέσει τον Ανδρέα Παπανδρέου να γίνει μέλος της επιτροπής, με τον όρο ότι θα διακόψει κάθε επαφή με τον Μπριλλάκη, όρο με τον οποίο, ισχυρίστηκε, ο Παπανδρέου συμφώνησε. Δήλωσε ακόμη ότι ο Μητσοτάκης είχε συμφωνήσει «να θάψει τις διαφορές του με τον Ανδρέα Παπανδρέου», προκειμένου και αυτός να συμμετάσχει στην επιτροπή. Ο Αμερικανός πρέσβης άκουσε τον Πλυτά με υπομονή, αλλά στο τηλεγράφημά του στην Ουάσιγκτον έγραψε ότι «η όλη υπόθεση φαίνεται αμφίβολη σε πολλά σημεία, αλλά αναφέρεται πλήρως διότι, με τόσο πολύ καπνό, είναι πιθανόν ότι υπάρχει κάποια φωτιά». Μία εβδομάδα αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου, ο Αμερικανός πρέσβης στη Γαλλία έστειλε έναν «πολιτικό σύμβουλό» του στον Καραμανλή για συνάντηση μίας ώρας.(14) Όταν ο πολιτικός σύμβουλος αναφέρθηκε στην πρόσφατη επίσκεψη του Πλυτά στην αμερικανική πρεσβεία στο Λονδίνο, ο Καραμανλής δήλωσε εμφατικά ότι «έχει τελειώσει με την πολιτική». Ωστόσο εξέφρασε «τη βαθιά ανησυχία του για τις ελληνικές εξελίξεις» και πρόσθεσε ότι «ίσως το πραξικόπημα ήταν απαραίτητο για να υπερκεράσει τις άθλιες συνθήκες του 1967, αλλά η χούντα είναι αναποτελεσματική και δεν ξέρει πού βαδίζει». Με αυτές τις διατυπώσεις, ο Καραμανλής προφανώς σκόπευε να υποσκάψει την αξιοπιστία της χούντας, ώστε να ενθαρρύνει μία αναθεώρηση της υποστηρικτικής στάσης των Αμερικανών προς το καθεστώς. Ο πολιτικός σύμβουλος, πάντως, τελειώνει την έκθεσή του με ένα σχόλιο στο οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «δόθηκαν στον Καραμανλή πολλές ευκαιρίες να επιβεβαιώσει τις δηλώσεις του Πλυτά περί της υποτιθέμενης προθυμίας του να ξανακατέβει στο πολιτικό στίβο. Αλλά δεν το ’κανε». Ενώ ο Καραμανλής έπεισε τον Αμερικάνο αξιωματούχο ότι δεν ήταν πρόθυμος να αναλάβει ένα πολιτικό ρόλο, o πρώην Έλληνας πρωθυπουργός, σύμφωνα με την εκτίμηση του πολιτικού σύμβουλου, άφησε να νοηθεί ότι «μία αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ προς τη χούντα ίσως χρειάζεται, προτού σκεφτεί να αναλάβει ένα ενεργό πολιτικό ρόλο». Με την ήττα του Δημοκρατικού υποψήφιου για την προεδρία και την εκλογή του Νίξον στις 5 Νοεμβρίου, εμφανίστηκε η προοπτική για μια τέτοια «αλλαγή στάσης» και ο εξόριστος ταξίαρχος Ορέστης Βιδάλης, που μόλις είχε αναλάβει μια θέση στη μεγάλη διεθνή εταιρεία Owens-Corning Fiberglass, της οποίας ηγείτο ο παλιός φίλος του Καραμανλή απόστρατος στρατηγός Λάουρις Νόρσταντ (Lauris Norstad) έσπευσε να ενημερώσει τον Καραμανλή για τις νέες δυνατότητας που είχαν ανοίξει για την Ελληνική υπόθεση. Ο Νόρσταντ είχε συνεργαστεί με τον Καραμανλή όταν ήταν Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη μεταξύ του 1956 και του 1963. Μερικές εβδομάδες πριν από το απριλιανό πραξικόπημα, ο Καραμανλής είχε ζητήσει τη βοήθεια του απόστρατου, πλέον, στρατηγού προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Αμερικάνων για μια επιχείρηση του Καραμανλή να οργανώσει ένα δικό του πραξικόπημα στην Αθήνα.(15) Ο Νόρσταντ, που συνέχισε να κρατάει στενές σχέσεις με τις αμερικάνικες υπηρεσίες, διαβίβασε το αίτημα του Καραμανλή στο υπουργείο Εξωτερικών, αλλά η υπόθεση τελικά έπεσε στο κενό. Λόγω της προϋπηρεσίας του Βιδάλη ως υψηλόβαθμου αξιωματικού στο Γ΄ Σώμα Στρατού, υπήρχε επίσης μια παλιά φιλία του Βιδάλη με τον Νόρσταντ. Μάλιστα, στον Νόρσταντ οφείλεται η διαφυγή του Βιδάλη από την Ελλάδα, μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του βασιλιά, στο οποίο είχε συμμετάσχει ο Βιδάλης.(16) Μερικές μέρες μετά την εκλογή του Νίξον, ο Βιδάλης, υψηλόβαθμο στέλεχος της Owens-Corning πλέον, είχε μια κουβέντα με τον Νόρσταντ, ο οποίος του ανέφερε μια συνάντηση που είχε με τον Καραμανλή προ διετίας, κατά την οποία ο πρώην πρωθυπουργός «διατύπωσε την πικρία ότι οι Αμερικανοί τον είχαν εγκαταλείψει». Ο Νόρσταντ εξέφρασε τη λύπη του για την «σαφώς μειωτική» κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί η Ελλάδα, ενώ εκτίμησε ότι ο βασιλιάς ορθώς αντέδρασε και με την κίνησή του «απέδειξε δημοκρατικότητα». Επίσης υποσχέθηκε ότι θα επιχειρήσει να πείσει τον Νίξον και «ίσως έτσι κάτι κατορθώσουμε».(17) Εγκαταστημένος πλέον στα κεντρικά γραφεία της Owens-Corning στο Τολέδο του Οχάιο [Toledo, Ohio], ο Βιδάλης απέστειλε μια επιστολή γνωριμίας στον Καραμανλή. Αφού εξήγησε τη στενή σχέση του με τον Νόρσταντ και τον Τζέιμς Γουέμπελ (James Webel, και αυτός απόστρατος αξιωματικός και μέλος του επιτελείου της εταιρείας), εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η αρχή της λύσεως του δράματος, αν θα δοθεί, θα δοθεί μόνον από την Αμερική», προσθέτοντας ότι «τώρα συντρέχουν δύο μοναδικαί ευκαιρίαι, η νέα κυβέρνησις [των ΗΠΑ] και η επικείμενη αναθεώρησις της συνθήκης του ΝΑΤΟ».(18) Ο Βιδάλης έκλεινε με μία παρότρυνση: «Πιστεύω ότι το 1969 πρέπει να είναι αποφασιστικό και πιστεύω ότι η κύρια προσπάθεια όλων μας πρέπει να στραφεί προς Νίξον».(19) Και εδώ φθάνουμε και εμείς στο 1969, όταν, με την ορκωμοσία του Ρίτσαρντ Νίξον ως Προέδρου στις 20 Ιανουαρίου, το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας μεταφέρθηκε, όπως παρατήρησε ο Καραμανλής, στην Ουάσιγκτον—και με τον ίδιο και τον Ανδρέα Παπανδρέου συμμέτοχους. Η αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής ξεκίνησε ήδη από τις 21 Ιανουαρίου αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, με προτεραιότητα το καυτό θέμα του Βιετνάμ. Θα περάσουν τρεις μήνες μέχρι ότου ο Χένρι Κίσινγκερ, Σύμβουλος του Νίξον για θέματα εθνικής ασφάλειας, θα ξεκινήσει τις διαδικασίες σχετικά με την Ελλάδα. Στις 26 Απριλίου έστειλε στους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας, καθώς και στον Διευθυντή της CIA, το Μνημόνιο Μελέτης Εθνικής Ασφάλειας (NSSM) υπ’ αρ. 52, με θέμα: Military Aid Policy Towards Greece. Το Μνημόνιο 52 προέβλεπε, στα πλαίσια της Διυπουργικής Ομάδας (Interdepartmental Group) του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για τη Μέση Ανατολή, την εκπόνηση μίας μελέτης, η οποία θα παρουσίαζε «τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της πλήρους αποκατάστασης της στρατιωτικής βοήθειας» στην Ελλάδα, με την προσθήκη ότι αυτή η μελέτη έπρεπε να περιλαμβάνει «μια αξιολόγηση της υφιστάμενης πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, στο βαθμό που επηρεάζει τα συμφέροντα των ΗΠΑ».(20) Αυτή η προσθήκη περί της «υφιστάμενης πολιτικής κατάστασης» θα αποτελέσει, βέβαια, το επίμαχο ζήτημα για τους αξιωματούχους που διεύθυναν το τεράστιο γραφειοκρατικό πλέγμα άσκησης εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ -και για ένα απλούστατο λόγο. Όπως θα το διατύπωνε και η μελέτη, που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβρη του 1969, η στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα «είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος να επιδειχθεί ότι υπάρχει μία στενή πολιτική σχέση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα καθώς η ελληνική κυβέρνηση ελέγχεται από στρατιωτικούς αξιωματούχους».(21) Εννοείται ότι μία απόφαση αποκοπής της στρατιωτικής βοήθειας θα σήμαινε την απόσυρση της πολιτικής υποστήριξης της Χούντας, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν. Πριν ακόμα από τις 26 Απριλίου, όταν ξεκίνησε η γραφειοκρατική διαδικασία αναθεώρησης για την Ελλάδα, εκείνοι οι Έλληνες που πίστεψαν ότι η συγκυρία ήταν πρόσφερα για την προώθηση της λύσης Καραμανλή, δραστηριοποιήθηκαν σε διαφορά μέτωπα. Βέβαια, για ένα μεγάλο φάσμα του πολιτικού κόσμου, από τη Δεξιά μέχρι (τελικά) και την Αριστερά, η επιδίωξη μίας πολιτικής λύσης θα συνεχίζει καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Και αυτό παρά την, κατά κανόνα, άρνηση του Καραμανλή να ενθαρρύνει ή να συνδράμει τις προσπάθειές τους. Αυτό που ξεχωρίζει το 1969 είναι το γεγονός ότι ο Καραμανλής έδωσε το πράσινο φως για τις επιδιώξεις τους. Αλλά εξ ίσου αξιοσημείωτο είναι γεγονός ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, που θα κατακρινόταν από σχεδόν ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο για μια «σταθερή απέχθεια του να συνεργασθεί», επιχείρησε το 1969 να συμβάλει στην υπόθεση.(22) Προτού αποπειραθούμε να αποτιμήσουμε τη στάση του, να δούμε πώς εκτυλίχθηκε στο πλαίσιο της γενικότερης επιδίωξης για μία λύση Καραμανλή το 1969. Από τα υπάρχοντα στοιχεία, προκύπτει ότι οι πρώτες ενδείξεις για μια αναζωπύρωση της «λύσης Καραμανλή» εμφανίστηκαν τον Φλεβάρη του 1969, με κάποιες αόριστες και μη διασταυρωμένες αναφορές. Η μια αφορά την πρόταση για μια τέτοια λύση που φέρεται να έχει δοθεί στον πρόεδρο Νίξον (άγνωστο πώς και από ποιον), με τις υπογραφές του Γεωργίου Πλυτά και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος είχε φθάσει και αυτός εξόριστος στο Παρίσι τον προηγούμενο Αύγουστο.(23) Εξάλλου υπάρχει και μια αναφορά του Κρις Γούντχαουζ για μια επιστολή του Ανδρέα Παπανδρέου στον Καραμανλή της 13ης Φεβρουαρίου, όπου ο Παπανδρέου φέρεται να του έχει γράψει ότι «εύχεται» για μια λύση Καραμανλή.(24) Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μια αναφορά στον Ανδρέα στο έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου στο ημερολόγιο του ταξίαρχου Ορέστη Βιδάλη, ο οποίος είχε λάβει μία έκθεση από την Αθήνα από τον ταξίαρχο Πανουργιά (προδικτατορικά διευθυντή πληροφοριών του ΓΕΣ και εμπλεκόμενο στα σχέδια της λεγόμενης Μεγάλης Χούντας). Βάσει «εγκύρων πηγών», η έκθεση του Πανουργία περιέγραφε προστριβές του Παπαδοπούλου με τον αποχωρούντα τότε Αμερικανό πρέσβη Τάλμποτ και φήμες για μία σχεδιασμένη μεταδικτατορική μεταβατική κυβέρνηση Καραμανλή και κοινοβουλευτικές εκλογές σε ένα χρόνο. Η έκθεση ανέφερε ότι «ο Α. Παπανδρέου συμφωνεί, θέτων ως μόνον όρον Συντακτικήν Βουλήν, χωρίς τούτο να αποτελεί και αμετακίνητον θέσιν του».(25) Αυτή η μνεία φαίνεται να αφορά τις έντονες διαβουλεύσεις στον πολιτικό κόσμο με σκοπό την επίτευξη ενός «ενιαίου μετώπου» της ΕΡΕ και της ΕΚ προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο Καραμανλής. Ωστόσο, η περιγραφή της θέσης του Παπανδρέου για το Σύνταγμα είναι σωστή και εγείρει ένα σημαντικό ζήτημα στην ερμηνεία της εμπλοκής του Παπανδρέου στην αναζήτηση για μια λύση Καραμανλή μέσα στο 1969. Σημειώνω ότι το πρώτο πρόγραμμα του ΠΑΚ, τον Μάρτιο του 1968, προέβλεπε την εκλογή μίας «συντακτικής εθνικής συνέλευσης» μετά από την πτώση της δικτατορίας. Με αυτό τον τρόπο, το ΠΑΚ, στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά χωρίς να πάρει θέση υπέρ ή κατά του θεσμού της μοναρχίας, άνοιγε την πόρτα για να τεθεί το πολιτειακό στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Φυσικά αυτή η θέση δημιουργούσε προβλήματα για τους αντιχουντικούς βασιλόφρονες, και όχι μόνο, στις διαβουλεύσεις που στόχευαν την επίτευξη μιας κοινής γραμμής των κομμάτων και οργανώσεων για μια προτεινόμενη μεταβατική κυβέρνηση που θα μπορούσαν να παρουσιάσουν στους Αμερικανούς αξιωματούχους ως μια εναλλακτική λύση. Για πολλούς από τους αναζητούντες μια λύση Καραμανλή, το άνοιγμα του πολιτειακού από τον πρόεδρο του ΠΑΚ θεωρήθηκε άγονο ή -ακόμα χειρότερα- προσχηματικό, ως ένας τρόπος να πετύχει το ναυάγιο της όλης υπόθεσης. Και όντως, η προβολή του ζητήματος από τον Παπανδρέου δεν ήταν καθόλου «αθώα», ούτε όμως αποτελούσε απλώς ένα βολικό τέχνασμα. Πήγαζε από βαθιές διαφορές στην αντίληψη του ελληνικού ζητήματος, που εκδηλώνονταν ανάγλυφα ήδη πριν από το πραξικόπημα, στη διένεξη με τον πατέρα του για τη μυστική συμφωνία του Γέρου με τον Κανελλόπουλο και τον βασιλιά του Δεκέμβρη του 1966, δηλαδή για τη λύση Παρασκευόπουλου που σηματοδοτούσε, κατά τον Ανδρέα, την έναρξη της διολίσθησης προς το πραξικόπημα. Παραδόξως, αυτές οι διαφορές ξαναεμφανίστηκαν μετά το θάνατο του Γέρου, όταν άρχισε να κυκλοφορεί ένα κείμενο, η λεγόμενη «πολιτική διαθήκη» του Γεωργίου Παπανδρέου που φέρεται να την είχε γράψει μετά το δημοψήφισμα του Σεπτέμβρη 1968. Στην αναζήτηση για μια λύση Καραμανλή, το κείμενο αυτό επρόκειτο θα παίξει ένα καταλυτικό ρόλο το 1969 στην εμπλοκή του προέδρου του ΠΑΚ, ο οποίος έφερε και την ιδιότητα του εκπρόσωπου της Ένωσης Κέντρου στο εξωτερικό. Το κείμενο αρχίζει με την έκφραση της έντονης ενόχλησης του Γεωργίου Παπανδρέου για τη συμφωνία μεταξύ του ΠΑΚ και του ΠΑΜ τον προηγούμενο Αύγουστο, αλλά γρήγορα εξελίσσεται σε μια καθολική αποδοκιμασία για τη στάση του Ανδρέα στο εξωτερικό.(26) «Το σύμφωνον με Μπριλλάκη υπήρξε βαρύ λάθος. Ήτο λεόντειος σύμπραξις υπέρ της άκρας αριστεράς». Και εξηγεί τη διαφωνία του, βάσει μίας παραδοσιακής αντικομουνιστικής αντίληψης: «Εκείνη [ενν. η άκρα αριστερά] εισέπραττε πολιτικήν νομιμοποίησιν. Ο δημοκρατικός αγών επωμίζετο φορτίον. Ο έτερος των συμβαλλομένων εξετίθετο εις δυσπιστίαν. Και η δικτατορία επλουτίζετο με επιχειρήματα. Θα πρέπει με κάποιον τρόπον να ενταφιασθή». Στη συνέχεια θέτει ως κατευθυντήρια γραμμή για τη διεξαγωγή του αγώνα στο εξωτερικό τη συγκρότηση μιας ενιαίας εκπροσώπησης της ΕΚ και της ΕΡΕ, εξαιρουμένων των κομμουνιστών: «Συνεννόησις του Ανδρέα με Καραμανλή, καθορισμένου πολιτικού στόχου και χρόνου, προβάλλει ως καλή αρχή και θα είναι ο πόλος της έλξεως δι’ όλους τους άλλους». Επίσης, στο «έργον της [δίχως την Αριστερά] ενότητος» επισημαίνει, «δεν δύναται και δεν συγχωρείται να αγνοηθή ο παράγων Βασιλεύς». Η σκληρότητα των περιστάσεων, υποστηρίζει, δεν επιτρέπει «την πολυτέλεια της αγνοίας του». Αντιθέτως, η «κατασκευή στερεάς γέφυρας, καλοπίστου, ειλικρινούς και εποικοδομητικής συναντήσεως είναι έργον εθνικόν και επείγον». Συμβατή, μάλιστα, με τις τοποθετήσεις αυτές είναι η ενασχόληση του αγώνα με «ιστορικά προβλήματα», όπως η «πολιτειακή ανασύνταξις», που θα είναι «οι στόχοι της μεταδικτατορικής αναγεννήσεως. Διά το παρόν ο αγών πρέπει να συγκεντρωθή ανατρεπτικώς εις ένα μόνο στόχον. Την κατάλυση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας», εννοώντας βεβαίως δημοκρατία αστικού τύπου. Προχωρώντας πιο πέρα, το κείμενο αποδοκιμάζει την εγκατάλειψη της Ενώσεως Κέντρου, πράγμα που «αντιτίθεται προς τα συμφωνηθέντα εις Καστρί, μόλις προ της αναχωρήσεως» και έτσι «αφήνει κενήν περιεχομένου την δοθείσαν εξουσιοδότησιν». Τέλος, στηλιτεύει την ίδρυση του ΠΑΚ με την καυστική παρατήρηση ότι οι «πολιτικοί Αρχηγοί δεν προΐστανται συνωμοτικών οργανώσεων. Ηγούνται των λαών και διεξάγουν εν ονόματί τους πολιτικούς αγώνας».(27) Κατά κύριο λόγο, οι επικρίσεις του Γέρου αναπαρήγαν, στο πλαίσιο των νέων πολιτειακών δεδομένων, τις ουσιαστικές διαφωνίες του με τον Ανδρέα, κυρίως ως προς την Αριστερά και τη Μοναρχία, που ήδη από το φθινόπωρο του 1966 είχαν προκύψει κατά τις λογομαχίες τους στο Καστρί. Ήταν τότε η περίοδος που, χωρίς να είναι εν γνώσει του Ανδρέα, ο Γέρος είχε αρχίσει έναν κρυφό διάλογο με τον Βασιλιά και τον Κανελλόπουλο που καρποφόρησε με τη λύση Παρασκευόπουλο στο τέλος εκείνης της χρονιάς.(28) Σημειωτέον ότι η ανοιχτή διένεξη μεταξύ τους, που είχε προκληθεί από εκείνη τη συμφωνία είχε κλείσει με τη συμμόρφωση του Ανδρέα με την απόφαση του πατέρα του να συμβιβαστεί με το Παλάτι και την Δεξιά. Ωστόσο, ταυτόχρονα, είχε εμπνεύσει την εκπόνηση, από την ομάδα των περίπου 40 βουλευτών της ΕΚ προσκειμένων στον Ανδρέα, μιας δήλωσης καμπής στην ιστορία της ελληνικής Κεντροαριστεράς.(29) Η δήλωση αυτή, κατά έναν από τους υπογράφοντες, τον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο, θα αποτελούσε «την πολιτική πλατφόρμα της Κεντροαριστεράς και τη σημαία του αγώνα την κρίσιμη περίοδο μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απρίλιου και στη συνέχεια το ιδεολογικό υπόβαθρο του ΠΑΚ κατά στα χρόνια τις δικτατορίας».(30) Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι την επομένη του πραξικοπήματος, ο Ανδρέας βρέθηκε αντιμέτωπος με τις νουθεσίες του πατέρα του, ο οποίος του φόρτωνε ένα μεγάλο μερίδιο ευθυνών για τη μοιραία έκβαση των μετα-Ιουλιανών εξελίξεων. «Η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου ήταν η τελευταία μας ελπίδα για να αποφύγομε την επέμβαση των στρατιωτικών», έλεγε ο Γέρος. «Με την αδιάλλακτη στάση σου εναντίον της, με τις έντονες δηλώσεις σου εναντίον του βασιλιά, με τη δυσπιστία που είχες εμπνεύσει στους εδώ Αμερικανούς παράγοντες, το πραξικόπημα έγινε αναπόφευκτο». Οι νουθεσίες του Γέρου ήταν, κατά μία έννοια, η ανταπάντησή του στο αντάρτικο του Ανδρέα για τη λύση Παρασκευόπουλου. Και φαίνεται ότι, κατά τη διαμονή του στις Φυλακές Αβέρωφ, του προκάλεσαν μια βαθιά κρίση πολιτικής ταυτότητας, ένα φαινόμενο που αναλύσαμε σε προηγούμενο κεφάλαια.(31) Όπως θα δούμε, η έκβαση της εμπλοκής του Ανδρέα με την αναζήτηση για μια λύση Καραμανλή, θα αποτελούσε το τελευταίο στάδιο της πολιτικής του «ανάρρωσης» από τα πλήγματα που του είχαν αφήσει οι νουθεσίες του πατέρα του. Επανερχόμαστε στην πολιτική διαθήκη και την επίδρασή της στις δραστηριότητες του πολιτικού κόσμου το 1969. Σύμφωνα με την λεπτομερή αφήγηση του Γιάννη Βούλτεψη, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε στείλει το επίμαχο κείμενο στον Γεώργιο Κουράτο, έναν έμπιστο, παλαίμαχο βενιζελικό δικηγόρο που είχε διαφύγει στην Ιταλία μετά το πραξικόπημα, με σκοπό να τεθεί υπόψη του Ανδρέα. Λόγω όμως του μεσολαβήσαντος θανάτου του Γέρου στις 3 Νοεμβρίου, δεν πρόλαβε ο Κουράτος να εκτελέσει την αποστολή του, και έτσι στη συνέχεια κανόνισε ένα ραντεβού με τον Ανδρέα για τις τελευταίες μέρες του Νοεμβρίου στο Στρασβούργο, όπου ο τελευταίος, ως εκπρόσωπος της ΕΚ στο εξωτερικό, επρόκειτο να καταθέσει κατά της χούντας στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατά τον Βούλτεψη, ο Ανδρέας, μετά την ανάγνωση του κείμενου, «παραδέχθηκε ότι πάνω σ’ αυτές τις γραμμές έπρεπε να κινηθούν οι δημοκρατικές δυνάμεις», αλλά επίσης «δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση» όταν ο Κουράτος υποστήριξε ότι «το κείμενο πρέπει να γνωστοποιηθεί και στον Καραμανλή.»(32) Όντως, ο Κουράτος, επειδή ένιωθε ανίκανος «να χαλιναγωγήσει τον Ανδρέα», όπως διαβάζουμε, «εναποθέτει τώρα τις ελπίδες του μόνο σε έναν άνθρωπο: στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αρκεί ο Ανδρέας να δεχθεί μόνο ένα σημείο της πατρικής διαθήκης: τη συνεννόηση με τον εξόριστο των Παρισίων». Στη συνέχεια, επιδιώκοντας να πετύχει τη συνεννόηση μεταξύ του Ανδρέα και του εξόριστου των Παρισίων Καραμανλή, ο Κουράτος απέστειλε στον δεύτερο την «πολιτική διαθήκη», με μία επιστολή της 22 Φεβρουαρίου 1969.(33) Πέρασε ένας μήνας, στη διάρκεια του οποίου ο Κουράτος συνέχισε τις δραστηριότητές του, ως ένας από τους πολλούς συμμέτοχους στις διαβουλεύσεις της ΕΚ και της ΕΡΕ, μέσα και έξω από την Ελλάδα, για την επίτευξη μιας «ενιαίας γραμμής», με κορυφαία στιγμή μία συνάντηση με τον Καραμανλή «για πολλή ώρα» στις 22 Μαρτίου. Σημειώνεται, όμως ότι, κατά τον Βούλτεψη, η συνάντηση με τον Καραμανλή έγινε με βάση τις «προσωπικές σκέψεις του [Κουράτου], χωρίς να ανακατέψει τον Ανδρέα». Ουσιαστικά, ο παλαίμαχος κεντρώος δικηγόρος είχε από μόνος του αναλάβει τον ρόλο του εκτελεστή της «πολιτικής διαθήκης» του Γέρου.(34) Σύμφωνα πάντα με τον Βούλτεψη, ο Κουράτος βρήκε ότι ο Καραμανλής ήταν «σαφής, σταράτος και έτοιμος να ηγηθεί σαν υπερκομματικός, αν συμφωνούσαν μεταξύ τους τα κόμματα και αν είχε τη συναίνεσή τους για την ηγεσία». Την επόμενη της συνάντησης, ο Κουράτος πήγε στο Στοκχόλμη για να ενημερώσει τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον βρήκε πρόθυμο να συζητήσει τις θέσεις του για μια μία μεταβατική, μεταδικτατορική κυβέρνηση με τον Καραμανλή πρωθυπουργό και σκόπευε, στη συνέχεια, να τις θέσουν υπόψη του τελευταίου. Τελικά η όλη προσπάθεια ναυάγησε, ενώ ενδιαφέρον έχει επίσης η διαπίστωση που έκανε ο Κουράτος ότι, όπως του δήλωσε ο Ανδρέας, την «επαφή με τον Κανελλόπουλο, τον αρχηγό της ΕΡΕ, την αναλαμβάνει ο ίδιος ο Ανδρέας». Και όντως, περίπου έξι εβδομάδες αργότερα, ο Ανδρέας έστειλε, μέσω ενός εξουσιοδοτημένου προσώπου, τις προτάσεις του στον Κανελλοπούλου, ο οποίος εντέλει ήταν ο άνθρωπος κλειδί στην όλη προσπάθεια. Στον απόηχο της αποτυχίας, ο Κουράτος έμεινε με την εντύπωση ότι ο Παπανδρέου τον είχε ξεγελάσει, και πιθανόν να είχε δίκιο. Σίγουρα στον Ανδρέα δεν θα άρεσε μια διαδικασία, όπως αυτή του Κουράτου, που ο ίδιος δεν έλεγχε. Αλλά επίσης, ο Παπανδρέου ήταν καχύποπτος απέναντι σε όλες τις κινήσεις που στόχευαν στην αναζητούμενη πολιτική λύση. Μόλις λίγες μέρες μετά τις ατελέσφορες διαβουλεύσεις με τον Κουράτο, ο Παπανδρέου προέβη σε μια κοινή δήλωση με το ΠΑΜ, η οποία έθετε όρους στην αποδοχή οιασδήποτε συμφωνίας για μια μετάβαση από τη χούντα στη δημοκρατία. Στη δήλωση αυτή, ο εκπρόσωπος στο εξωτερικό του πολιτικού κόμματος, της Ένωσης Κέντρου, άλλαξε καπέλο και εμφανίστηκε ως ο πρόεδρος της αντιστασιακής οργάνωσης, του ΠΑΚ. Η κοινή δήλωση ΠΑΚ-ΠΑΜ, που δόθηκε στον Τύπο στις 2 Απριλίου, επισήμαινε ότι τις «τελευταίες μέρες πληθαίνουν οι ενδείξεις πως προετοιμάζεται και επιχειρείται καθοδηγούμενη πολιτική λύση του ελληνικού προβλήματος από τους ίδιους ξένους και ελληνικούς παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για τη σημερινή τραγωδία της πατρίδας μας».(35) Και μάλιστα, «υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν τις ενδείξεις αξιοπρόσεκτες». Ο σκοπός της δήλωσης, ωστόσο, δεν ήταν να απορρίψει αυτές τις ενέργειες. Αντιθέτως, απέδιδε τη διαφαινόμενη κινητικότητα στην «αποφασιστική αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, με αποτέλεσμα την απόλυτη απομόνωση» του καθεστώτος, καθώς και στη «γενικευμένη αντίδραση των λαών και των προοδευτικών δυνάμεων των χωρών της Ευρώπης», Ωστόσο, συνέχιζε, αισθανόμαστε το χρέος να διακηρύξουμε απ’ τη μία μεριά τι θεωρούμε λύση του ελληνικού προβλήματος κι από την άλλη τι θεωρούμε εμπαιγμό απαράδεκτο του σκλαβωμένου λαού μας.» [τα πλάγια στο πρωτότυπο]. Κατά τη δήλωση, η λύση απαιτούσε την απόλυτη τήρηση της αρχής της «λαϊκής κυριαρχίας», και πιο συγκεκριμένα «την υποταγή του στρατού στην πολιτική εξουσία και την ανάληψη εποπτείας και ευθύνης από τα συντεταγμένα πολιτικά κόμματα που αντιτάχτηκαν στη δικτατορία». Επίσης, «το ξεκίνημα για μετάβαση στη δημοκρατία θα στηρίζεται στο Σύνταγμα του 1952» και στην «κατάργηση των απαράδεχτων νόμων και θεσμών νεοφασιστικού χαρακτήρα». Αντιθέτως, «εμπαιγμό απαράδεχτο θεωρούμε την επιβολή καθοδηγούμενου, δήθεν, κοινοβουλευτικού καθεστώτος που θα κυβερνά τη χώρα ερήμην του ελληνικού λαού και που θα στηρίζεται από το χουντικό Σύνταγμα του 1968». Η δήλωση έκλεινε με μία προειδοποίηση. Εάν αληθεύουν οι φήμες ότι «έχει ήδη επιλέγει “λύση” εμπαιγμού […] όχι μόνο η λύση αυτή δεν θα οδηγήσει τον τόπο στον δρόμο της δημοκρατικής ομαλότατος, αλλά θα ανοίξει τον δρόμο για νέο, αγεφύρωτο εθνικό διχασμό, με τραγικές συνέπειες». Εντωμεταξύ, αυτή η κοινή δήλωση ΠΑΚ-ΠΑΜ καθόρισε το πλαίσιο στο οποίο ο Παπανδρέου, ως εκπρόσωπος της Ένωσης Κέντρου στο εξωτερικό, κινήθηκε στην αναζήτηση μιας σωστής, κατά την αντίληψή του, πολιτικής λύσης. ********* Οι διαβουλεύσεις του Παπανδρέου με τον Κουράτο ήταν μέρος μίας ευρύτερης συντονισμένης επιχείρησης των αστικών κομμάτων να πείσουν τη νέα κυβέρνηση Νίξον να υιοθετήσει μια λύση Καραμανλή. Ο διακριτικός καθοδηγητής αυτής της επιχείρησης, όμως, ήταν ο ίδιος ο Καραμανλής, ο οποίος μας δίνει, σε ένα μεταγενέστερα υπαγορευμένο σημείωμά του (πότε παραμένει άγνωστο), μία πιο πλήρη εικόνα για το πώς και γιατί απέτυχε. Ο Καραμανλής θα επανέλθει μετά την αποτυχία αυτή με άλλες πρωτοβουλίες, και ο Ανδρέας θα ασχοληθεί και με αυτές. Αλλά η αποτυχία της πρώτης, μας βοηθάει να καταλάβουμε τις επόμενες, οι οποίες θα καταλήξουν με τις δηλώσεις του Καραμανλή της 30ής Σεπτεμβρίου. Την άνοιξη του 1969, όπως αφηγείται ο Καραμανλής, «ευρέθην εις την ανάγκην να διαμηνύσω και στον βασιλέα και εις τα εν Ελλάδι κόμματα, ότι δεν θα είχα αντίρρησιν να κάνουν χρήση του ονόματός μου για την μεταβατικήν Κυβέρνησιν που θα διεδέχετο την χούντα». Εξηγεί ότι, λόγω της «πιέσεως» που «υφιστάμην και πάλιν» από τους ίδιους «να αναλάβω την ηγεσίαν του αγώνος κατά της δικτατορίας», ανταποκρίθηκε, διότι είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μόνο με τη δική του παρουσία ως επικεφαλής μιας μεταβατικής κυβέρνησης, θα μπορούσαν οι Αμερικάνοι και οι Έλληνες πολίτες να ξεπεράσουν τους φόβους «μήπως μετά την απομάκρυνσιν της χούντας επεκράτει χάος εν Ελλάδι». Ισχυρίζεται ότι η δημιουργηθείσα εντύπωση ότι η «αποκατάστασις της ομαλότητος» εξαρτάται από την επαναφορά του στην πολιτική, του έθετε «ένα τεράστιο ηθικό πρόβλημα» που τον «βασάνιζε ψυχικώς». Και συνδέει αυτό το ηθικό πρόβλημα με το πολιτικό σκεπτικό ότι, με την πρωτοβουλία του, «θα εκινητοποιούντο αι δυνάμεις εκείνες, αίτινες ηδύναντο να επιβάλουν την αλλαγήν». Η αφήγηση του Καραμανλή υποκρύπτει δύο ανομολόγητους παράγοντες της απόφασής του να διακόψει την αποχή του, δίνοντας άδεια στον βασιλιά και τα κόμματα να «κάνουν χρήση του ονόματός του». Πρώτον, αφήνει απροσδιόριστο ποιες «δυνάμεις», κατά τη γνώμη του, ήταν σε θέση «να επιβάλουν την αλλαγή». Ωστόσο, σίγουρα είχε στο νου πρωτίστως τους Αμερικάνους και, δευτερευόντως, τους πρόθυμους Έλληνες αξιωματικούς. Σημειώνω ότι, ενώ στους Έλληνες συνομιλητές του απέφευγε να αναφέρει τη βαρύτητα που έδινε στον «αμερικανικό παράγοντα», ήταν ανοιχτός ως προς το θέμα αυτό στους μη πολιτικά εμπλεκόμενους ξένους. Το φθινόπωρο του 1969, σε μία συνέντευξη σε ένα αγγλόφωνο επιστημονικό περιοδικό, θα πει ότι «μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση στην Ελλάδα. Μέχρις ότου η Ουάσινγκτον αποφασίσει να δράσει, κανένας δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα».(36) Ο δεύτερος ανομολόγητος παράγοντας είναι η προφανής σχέση μεταξύ της αλλαγής της στάσης του και των προοπτικών, οι οποίες του είχαν ήδη επισημανθεί στην επιστολή γνωριμίας του Βιδάλη της 24 Δεκεμβρίου. «Η κύρια προσπάθεια όλων μας πρέπει να στραφεί προς Νίξον», είχε γράψει, και «τώρα συντρέχουν δύο μοναδικαί ευκαιρίαι», γράφει, «η νέα Κυβέρνησις [των ΗΠΑ] και η επικείμενη αναθεώρησις της συνθήκης του ΝΑΤΟ». Η σύμπτωση δυο γεγονότων τον Απρίλη έδωσε την «ευκαιρία αξιοποίησης της προσφοράς», γράφει ο Καραμανλής. Στις 3 Απριλίου έγινε η κηδεία του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (Dwight Eisenhower), δίνοντας αφορμή να ταξιδεύσει ο εξόριστος βασιλιάς Κωνσταντίνος στην Ουάσινγκτον, όπου μία εβδομάδα αργότερα, στις 10 Απριλίου, έγινε και ένα δεύτερο πρόσφορο γεγονός: η σύνοδος των υπουργών του ΝΑΤΟ. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, έφερνε και τον Παναγιώτη Πιπινέλη, τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, στην Ουάσινγκτον. Βάσει της περιγραφής του Καραμανλή για τα γεγονότα που ακολούθησαν, η προώθηση μιας πολιτικής λύσης στηρίχτηκε σε συντονισμένες κινήσεις του Κωνσταντίνου με τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα. «Ο βασιλεύς», γράφει, «πάρα την απροθυμίαν της αμερικανικής κυβερνήσεως να τον δεχθή ως εκπρόσωπον της Ελλαδος […] μετέβη εις την Ουάσινγκτον με την πρόθεσιν να συζητήση το ελληνικόν θέμα με τους υπευθύνους και να τους βεβαιώση ότι υπάρχει ήδη ασφαλής λύσις του προβλήματος». Ταυτόχρονα, είχε κανονιστεί τα ελληνικά κόμματα να «προβούν υπό το αυτό πνεύμα εις κοινή δήλωσιν», ενισχύοντας έτσι το αίτημα του βασιλιά να ληφθεί σοβαρά υπόψη η «ασφαλής λύσις» από τους Αμερικανούς που θα συναντούσε. Παράλληλα, με την ευκαιρία της επικείμενης συνόδου του ΝΑΤΟ, η κοινή δήλωση των κομμάτων επρόκειτο να κοινοποιηθεί στον γενικό γραμματέα της Συμμαχίας, ώστε να ασκηθεί πίεση στους Αμερικάνους και απ’ αυτή την πλευρά. Στη συνέχεια, η υπόθεση «εναυάγησεν, συνεπεία υπαναχωρήσεως της ΕΚ», όπως αφηγείται ο Καραμανλής, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Σε μια επιστολή του στον Κανελλόπουλο, περίπου δυο εβδομάδες μετά το ναυάγιο, όμως, ο ενοχλημένος Καραμανλής στηλιτεύει, γενικώς, την υβριστική συμπεριφορά των εκπροσώπων του Κέντρου εναντίον του. Σημειώνω, όμως, το ενδιαφέρον γεγονός ότι πουθενά δεν ρίχνει ευθύνες στον Ανδρέα Παπανδρέου.(37) Συνεχίζουμε με το σημείωμα του Καραμανλή: «Υπό τας συνθήκας αυτάς ο βασιλεύς ευρέθη έκθετος, εφόσον είχε βεβαιώσει [προφανώς τους ξένους συνομιλητές του] ότι όλος ο πολιτικός κόσμος ήτο σύμφωνος επί της λύσεως Καραμανλή». Κατόπιν τούτου, και ο Καραμανλής απέσυρε την «προσφορά» του με ένα χαρακτηριστικό τραχύ τρόπο. «Ενοχληθείς από την συμπεριφοράν των [κομμάτων]», γράφει, «τους διεμήνυσα να μη ασχολούνται στο μέλλον μαζί μου δεδομένου ότι η προσφορά μου έπαυσε να ισχύη». Η αφήγηση του Καραμανλή απαιτεί ένα σχόλιο. Ο Καραμανλής χρεώνει τους εκπροσώπους της Ένωσης Κέντρου με την ευθύνη για το ναυάγιο της προσπάθειας, λόγω της «υπαναχώρησής» τους στις διαβουλεύσεις για μια «ενιαία γραμμή» μεταξύ των δυο αστικών κομμάτων. Ενδεχομένως είχε δίκιο, αλλά δεν μπορεί ο Καραμανλής να μην αντιλήφθηκε ότι οι προοπτικές για τη θετική υποδοχή της προτεινομένης λύσης από τους Αμερικανούς δεν εξαρτήθηκαν αποκλειστικά από τη στάση των κομμάτων. Στηρίχθηκαν επίσης στη στάση των Αμερικάνων έναντι του βασιλιά, καθώς και στη στάση που κράτησε ο βασιλιάς στις συνομιλίες μαζί τους. Και στα δύο μέτωπα, ο βασιλιάς, κατά την επίσκεψή του στη Ουάσινγκτον, παρουσίασε σοβαρά ελαττώματα. Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Καραμανλής, ο βασιλιάς βρήκε την αμερικανική κυβέρνηση «απρόθυμη» να τον υποδεχτεί ως «εκπρόσωπο» της Ελλάδας. Όντως, παρόλο που, επισήμως, ο εξόριστος βασιλιάς παρέμενε Αρχηγός του Κράτους, ο υπουργός Εσωτερικών Στυλιανός Παττακός είχε οριστεί από την αμερικανική κυβέρνηση ως ο «επίσημος εκπρόσωπος» της Ελλάδας για την κηδεία του Αϊζενχάουερ. Επίσης, η υποβάθμιση του βασιλιά εκδηλώθηκε και με την άρνηση του Κίσινγκερ και του Προέδρου Νίξον να συναντηθούν μαζί του, ενώ στις 31 Μαρτίου ο Παττακός πέρασε το κατώφλι του Λευκού Οίκου για μια φιλική συζήτηση και με τους δύο.(38) Έγινε όντως μια συνάντηση του Κωνσταντίνου με τον υπουργό Εξωτερικών Ουίλιαμ Ρότζερς (William Rogers), καθώς και με τον αντιπρόεδρο Άγκνιου και τον υπουργό Αμύνης, αλλά μόνο μετά τις υποδείξεις του Πιπινέλη βάσει του διπλωματικού πρωτοκόλλου.(39) Η υποβάθμιση που υπέστη ο Κωνσταντίνος εγείρει το εύλογο ερώτημα, αν πράγματι ο Καραμανλής πίστευε ότι ο βασιλιάς θα μπορούσε να παίξει έναν αποτελεσματικό ρόλο στην προώθηση της «λύσης Καραμανλή». Αλλά οι απορίες δεν σταματούν εκεί, καθώς η αμερικανική έκθεση που καταγράφει τη συνάντηση του βασιλιά με τον Ρότζερς δείχνει ότι ο βασιλιάς εκδήλωσε ελάχιστο ενδιαφέρον στην προώθηση της λύσης Καραμανλή, αρκούμενος να αναφέρει ότι «ήταν σε επαφή με άλλους Έλληνες ηγέτες στο εξωτερικό σχετικά με βήματα που θα φέρουν πίσω την πολιτική ομαλότητα».(40) Πέραν αυτής της αόριστης αναφοράς, η κύρια επιδίωξη του βασιλιά ήταν να πειστούν οι Αμερικανοί να πιέσουν τη χούντα για την πλήρη εφαρμογή του συντάγματος του 1968, πράγμα που πιθανόν θα άνοιγε την πόρτα για την επιστροφή του στην Ελλάδα. Το ότι το κύριο μέλημά του ήταν η ανάκτηση της θέσης του ως βασιλιά, εμφανίζεται επίσης και από τη μυστική συνάντηση που είχε τρεις μέρες πριν με τον Παττακό, όπου το ζήτημα της επιστροφής φάνηκε να είναι το κύριο θέμα που τους απασχολούσε. Σύμφωνα με την περιγραφή της συζήτησης που ο Κωνσταντίνος έδωσε στο Ρότζερς, ο Παττακός προέτρεπε τον βασιλιά να μην πιέζει για την επιστροφή του, μήπως τυχόν δημιουργήσει σοβαρές εντάσεις στις σχέσεις του Παπαδόπουλου με τους νεότερους αξιωματικούς. Από τη μεριά του, ο βασιλιάς ζήτησε από τον Παττακό να διαμηνύσει στον Παπαδόπουλο ότι μια συνάντηση μεταξύ τους θα ήταν «χρήσιμη». Η εγκατάλειψη της συνεργασίας του με τα κόμματα, δεν ακύρωσε την απόφαση του Καραμανλή να αντιμετωπίσει την πολιτική συγκυρία ως μια μοναδική, ίσως ανεπανάληπτη, ευκαιρία να προάγει μια αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ. Καθώς κατέρρευσε το σχέδιο όπου τα (αστικά) κόμματα θα παρουσίαζαν μια ενιαία πρόταση στους Αμερικανούς, ο Καραμανλής ανέλαβε μια νέα πρωτοβουλία προς τον «Αμερικάνικο Παράγοντα» που δεν αναφέρεται στο μεταγενέστερο σημείωμα του. Στηριζόμενος στον Βιδάλη και με τις πλάτες του Νόρσταντ, ξεκίνησε μια διαδικασία που θα κατέληγε, ένα μήνα αργότερα, με την παρουσίαση στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ της «πρώτης άμεσης προσπάθειάς του [Καραμανλή] να αναζητήσει την αμερικανική υποστήριξη για μια πρωτοβουλία του ενάντια στη χούντα».(41) Η ιστορία ξεκινάει στις 26 Μαρτίου, όταν ο Βιδάλης, ύστερα από τρεις βδομάδες στην Ουάσινγκτον προσπαθώντας να συγκροτήσει ένα δίκτυο συνομιλητών στο Κογκρέσο, στο υπουργείο Εξωτερικών και στους Ελληνοαμερικανούς επιστήμονες, έστειλε μια νέα επιστολή στον Καραμανλή, με την οποία τον ενημέρωνε για την επικείμενη επίσκεψη στο Παρίσι του στενού συνεργάτη του Νόρσταντ, συνταγματάρχη εν αποστρατεία Τζέιμς Γουέμπελ [James Webel]. Ο Βιδάλης προέτρεπε τον Καραμανλή να συναντηθεί με τον Γουέμπελ και να μιλήσει μαζί του «χωρίς επιφυλάξεις», επισημαίνοντας τους «κινδύνους από την παρατεινόμενη αμερικανική αδράνεια» και υπογραμμίζοντάς του: «Πιστεύω ότι ήλθε η στιγμή να ηγηθείτε μιας ανανεωτικής σταυροφορίας».(42) Ανταποκρινόμενος στην προτροπή του Βιδάλη, ο Καραμανλής δέχτηκε τον Γουέμπελ στο διαμέρισμά του για μια κουβέντα διάρκειας μίας ώρας. Στην συνάντηση εκείνη, όπως την περιγράφει ο Γουέμπελ σε μια μακροσκελή επιστολή στον Βιδάλη,(43) ο Καραμανλής τόνισε ότι στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα πρόβλημα και για τους ίδιους, «είναι έτοιμος να έλθει στην Ουάσινγκτον, να συμβουλεύσει τον Πρόεδρο και να πάρει ενεργό μέρος στη διαμόρφωση ενός λεπτομερούς σχεδίου για τη μεταβίβαση της εξουσίας σε μια κυβέρνηση υπ’ αυτόν». Το σχέδιο, όμως, θα πρέπει να έχει την «πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ» για να πετύχει. Πέρασε ένας μήνας μέχρι να εξασφαλίσει ο Γουέμπελ μια συνάντηση με τους αρμόδιους αξιωματούχους του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και του υπουργείου Εξωτερικών, προκειμένου να τους παρουσιάσει τις προτάσεις του Καραμανλή. Η συνάντηση έγινε στις 6 Μαΐου, δέκα μέρες μετά την αποστολή του NSSM υπ’ αριθμ. 52 από τον Κίσινγκερ στους αρμόδιους αξιωματούχους, με το οποίο τους ζήτησε να του εκπονήσουν μελέτες σχετικά με την πλήρη επανάληψη της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα (το θέμα είχε κολλήσει στο Κογκρέσο). Το NSSM επισημάνει ότι οι μελέτες πρέπει να συμπεριλαμβάνουν την «εκτίμηση της υφιστάμενης πολιτικής κατάστασης» στην Ελλάδα. Προφανώς, η συνάντηση με τον Γουέμπελ έγινε στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Οι βασικοί κυβερνητικοί εκπρόσωποι που παρευρέθηκαν στη συνάντηση με τον Γουέμπελ στις 6 Μαΐου ήταν βετεράνοι στις ελληνικές υποθέσεις, ο Χάρολντ Σώντερς [Harold Saunders], που μόλις είχε πάρει μια προαγωγή από το υπουργείο Εξωτερικών στο ΝSC, και ο Ντάνιελ Μπρούστερ [Daniel Brewster], επικεφαλής του λεγόμενου Ελληνικού γραφείου (Greek desk) στο υπουργείο Εξωτερικών.(44) Μιλώντας βάσει ενός συνοπτικού υπομνήματος, ο Γουέμπελ τους μετέφερε την άποψη του Καραμανλή ότι «μια απόπειρα να επεκταθεί η χούντα επ’ αόριστον θα ήταν μια καταστροφή για την Ελλάδα και θα δημιουργούσε ένα μείζον πρόβλημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες». Εν συνέχεια, ο Καραμανλής έδινε ένα περιθώριο έξι έως δώδεκα μηνών για την «ασφαλή μεταβίβαση της εξουσίας», προβλέποντας μια «βίαια αντίδραση» στην αντίθετη περίπτωση. Υποστήριξε ότι αποτελούσε ο ίδιος τη μόνη «γέφυρα» που απομένει στη χούντα για μια ακίνδυνη (για αυτούς) παράδοση της εξουσίας. Μέχρι στιγμής «είχε απόσχει από δηλώσεις» για τις απόψεις του, ώστε να κρατήσει ανοιχτή αυτή τη γέφυρα. Αλλά σε έξι μήνες «η “ιστορία” ίσως να τον εξαναγκάσει να μιλήσει», με συνέπεια «η “γέφυρα” να καταστραφεί». Κατά το υπόμνημα, ο Καραμανλής ήταν πρόθυμος να είναι η «γέφυρα για την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τη δικτατορία στη δημοκρατία και ελεύθερες εκλογές», μόνο υπό την προϋπόθεση θα καταλάβουν οι ΗΠΑ ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί μια «ισχυρή κυβέρνηση», με «ευρείες εξουσίες» για μια περίοδο δύο ετών, προκειμένου να λύσει «βασικά προβλήματα» προτού γίνουν εκλογές, και ότι «θα εκπονηθεί ένα εμπεριστατωμένο σχέδιο από τις ΗΠΑ με την άμεση συμβολή, συμμετοχή και ηγεσία» του. Προσέθεσε ότι ο νέος πρέσβης δεν πρέπει να διοριστεί μέχρις ότου οι ΗΠΑ να έχουν ετοιμάσει το απαιτούμενο σχέδιο. Κλείνει το περίγραμμα με τη δήλωση ότι ο Καραμανλής δεν προτίθεται να παρέμβη στην υπόθεση εάν δεν ερωτηθεί, αλλά είναι ανοιχτός για «μια πρόσκληση από τους κκ. Νίξον, Ρότζερς και Κίσινγκερ». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι σημειώσεις στο Μνημόνιο της Συνομιλίας που αποτυπώνουν τις διευκρινήσεις του Γουέμπελ σε επιμέρους ζητήματα που του έθεσαν. «Αυτό που ελπίζει να κάνει ο Καραμανλής», εξήγησε στους Αμερικανούς αξιωματούχους, «είναι να διαπραγματευτεί με τη χούντα για την ειρηνική παράδοση της εξουσίας στον ίδιο. Ο Παττακός και ο Μακαρέζος ίσως θα δουν τα πλεονεκτήματα που θα έχει [αυτή η περίπτωση], αλλά ο κ. Γουέμπελ δεν είναι σίγουρος για τον Παπαδόπουλο. Εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, ο Καραμανλής προτίθεται οπωσδήποτε να προχωρήσει, αλλά αυτό πιθανόν να προκαλέσει βία. Επίσης, ο Γουέμπελ διευκρίνισε ότι ο Καραμανλής έχει την υποστήριξη των περισσότερων πολιτικών δυνάμεων, μέσα και έξω από την Ελλάδα, συμπεριλαμβανόμενων του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Ανδρέα Παπανδρέου». Η ιστορία φαίνεται να έκλεισε γρήγορα. Την άλλη μέρα ο Γουέμπελ ενημέρωσε τον Βιδάλη ότι, αφού ολοκληρώθηκε η παρουσίασή του, ο «σύμβουλος του Κίσινγκερ», εννοώντας τον Σώντερς του NSC, δήλωσε ότι, ενώ «δεν βλέπει δυνατότητα να προέλθει πρωτοβουλία από τις ΗΠΑ, δεν θα αντιδράσουν όμως σε επιτυχή ελληνική πρωτοβουλία». Ο Μπρούστερ υπήρξε «περισσότερο κατηγορηματικός στην αδυναμία αμερικανικής πρωτοβουλίας».(45) Παρά τα αρνητικά αποτελέσματα της συνάντησης του Γουέμπελ στο ΝSC, ο Βιδάλης πρότεινε μια νέα πρωτοβουλία από τον Καραμανλή.(46) Βάσει των εκτιμήσεων των Νόρσταντ και Γουέμπελ, εξέφρασε την πεποίθηση ότι, όντως, η αμερικανική κυβέρνηση επιθυμούσε να απαλλαγεί από τη χούντα «το συντομότερο δυνατόν» και ότι ασκούνται πιέσεις σε αυτή την κατεύθυνση. Όμως, δεν πρόκειται οι Αμερικανοί να δεσμευτούν έναντι τρίτων, και για αυτό το λόγο «δεν θα θελήσουν να προβούν εις πρόσκλησίν σας ούτε να συζητήσουν κοινόν πρόγραμμα ενεργείας». Ωστόσο, «θα χειροκροτήσουν, χωρίς να φαίνωνται εν αρχή, πάσαν θετικήν πρωτοβουλίαν [των Ελλήνων], θα αυξάνουν την πίεσίν των προς τη χούντα και θα εμφανίζωνται συνεχώς περισσότερο εις το προσκήνιον, όσον η κίνησις προχωρεί προς ρεαλιστικήν πρόβλεψιν τερματισμού». Ο Βιδάλης συνέχισε με την υπαινικτική δήλωση ότι «επιμένω ότι είναι ανάγκη να λάβετε τας αποφάσεις τώρα», μία παρότρυνση που δήλωσε την επιθυμία να συγκεκριμενοποιήσει σε μία κατ’ ιδίαν συζήτηση. Οι διαπιστώσεις του Βιδάλη δεν ήταν εξωπραγματικές. Υπήρχε πράγματι μία δυσαρέσκεια με τη χούντα από πλευράς των Αμερικάνων, αλλά κυρίως διότι δεν είχε προχωρήσει στην εφαρμογή του Συντάγματος του 1968, ώστε να καμφθούν οι συνεχείς πιέσεις από το Κογκρέσο και τους Ευρωπαίους συμμάχους του ΝΑΤΟ για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» ή τουλάχιστον κάτι που θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως τέτοια. Μία ένδειξη του κλίματος ανησυχίας στην νέα κυβέρνηση ήταν η επικριτική προς τη χούντα κατάθεση του υπουργού Εξωτερικών Ουίλιαμ Ρότζερς τον Απρίλη στην ισχυρή και, κατά πλειοψηφία, αντιχουντική Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας. Το αποτέλεσμα των αβεβαιοτήτων γύρω από την ελληνική υπόθεση ήταν μια καθυστέρηση στην οριστικοποίηση της αναθεώρησης της αμερικανικής πολιτικής, την οποία ο Κίσινγκερ είχε προγραμματίσει να κλείσει σχετικά γρήγορα. Το NSSM 52 της 26 Απριλίου, που είχε ξεκινήσει τη διαδικασία, είχε ορίσει την 16η Μαΐου ως την ημερομηνία υποβολής στο NSC των μελετών από το υπουργείο Εξωτερικών, το υπουργείο Αμύνης και τη CIA. Αλλά οι μελέτες αυτές, τελικά, δεν ολοκληρώθηκαν μέχρι τον Σεπτέμβρη, λίγο πριν από τη σύγκλιση του NSC στις 2 Οκτωβρίου, ενώ οι οριστικές αποφάσεις εκδόθηκαν μόλις στις 14 Νοεμβρίου.(47) Υπήρξε επίσης μια ενδοκυβερνητική διαμάχη γύρω από την επιλογή του νέου πρέσβη στην Ελλάδα. Η καθυστέρηση στο κλείσιμο της αναθεώρησης της πολιτικής έδωσε ένα περιθώριο χρόνου που αξιοποιούσε ο Καραμανλής για να διαμορφώσει μία «θετική πρωτοβουλία», προερχόμενη από τους Έλληνες, που ίσως θα μπορούσε να κερδίσει την (έστω) διακριτική (στην αρχή) υποστήριξη των Αμερικανών. Ταυτόχρονα, ενόψει της φαινομενικά ρευστής κατάστασης, κινήθηκε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος έφθασε στην Ουάσινγκτον τις πρώτες μέρες του Μαΐου, ύστερα από μια περιοδεία κυρίως στον Καναδά. Ο σκοπός του ήταν να βολιδοσκοπήσει τους Αμερικανούς αρμόδιους και να διερευνήσει τις προοπτικές για μία αλλαγή στην πολιτική προς τη χούντα. Ενδεικτικά, όταν ρωτήθηκε σε μία συνέντευξη που μεταδόθηκε στην αμερικανική τηλεόραση στις 11 Μαΐου 1969, εάν έβλεπε «κάποια αλλαγή στη στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ λόγω της αλλαγής κυβέρνησης στη Ουάσινγκτον», απάντησε ως εξής: «Υπάρχει δυνατότητα για μια αλλαγή, επειδή αυτή η κυβέρνηση δεν συμμετείχε σε καμία από τις ευθύνες της κυβέρνησης Τζόνσον. Ο Υπουργός Εξωτερικών Ρότζερς έχει κάνει μια δήλωση […] που υποδηλώνει ότι υπάρχει κάποια αναθεώρηση. Αλλά πόσο μακριά θα πάει αυτή η αναθεώρηση και ποια κατεύθυνση θα πάρει, παραμένει άγνωστο».(48) Στη συνέντευξη, ο Παπανδρέου αντέκρουσε τις αμφιβολίες του δημοσιογράφου για μια ενδεχόμενη «βελτίωση» στη στάση» της νέας κυβέρνησης, δεδομένου ότι ο αντιπρόεδρος Άγκνιου είχε δηλώσει, προεκλογικά, ότι ο Παπανδρέου ήταν «πλήρως ταυτισμένος με το κομουνιστικό κίνημα». Σε απάντηση, ο Παπανδρέου δήλωσε ότι «η πολιτική των ΗΠΑ δεν εξαρτάται από έναν άνθρωπο» και ότι «η αμερικανική θέση δεν είναι μονολιθική». Υπογραμμίζοντας ότι είχε συναντηθεί με επιφανείς βουλευτές των δυο κομμάτων, υποστήριξε ότι «συνεχίζω να ευελπιστώ». Στην πραγματικότητα, όμως, έμεινε «απογοητευμένος με την Ουάσινγκτον», όπως ομολόγησε στον Βιδάλη στην τηλεφωνική τους συνδιάλεξη μερικές μέρες αργότερα.(49) Η απογοήτευση ήταν μάλλον αναμενόμενη, εφόσον είχε ακυρωθεί η συνάντηση με τον Κίσινγκερ που ο Καρλ Κέιζεν, πρώην σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Κένεντι και παλιό φίλο του Ανδρέα, είχε κανονίσει εκ μέρους του. Μάλιστα, o Τζόζεφ Σίσκο (Joseph Sisco), ο νέος υφυπουργός Εξωτερικών για την Εγγύς Ανατολή και τη Νότια Ασία, είχε εξασφαλίσει τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό του Παπανδρέου από επαφές με κυβερνητικά στελέχη.(50) Ωστόσο, λόγο των συσσωρευμένων ενδείξεων ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση πίεζε τη χούντα να πάρει μέτρα για να ανατραπεί η δικτατορική της εικόνα, ο Παπανδρέου κατάλαβε ότι ήταν υποχρεωμένος να διερευνήσει τα όποια περιθώρια παρέμειναν ανοιχτά, έστω φαινομενικά, για την επίτευξη μιας σχετικά ανώδυνης πολιτικής λύσης. Περιέγραψε το δικό του σκεπτικό για αυτή την υπόθεση στο «Μήνυμα για την 21 Απριλίου 1969» που ανακοινώθηκε στην ίδια περίοδο με το ταξίδι του στη Ουάσινγκτον. Ενώ απευθύνεται στους Έλληνες, περιλάμβανε και σαφή μηνύματα για τις Δυτικές κυβερνήσεις του ΝΑΤΟ, και πρωτίστως για τις ΗΠΑ. Υποστήριζε ότι η «στρατιωτική χούντα», αντιμέτωπη με την «άκαμπτη» στάση του λαού, «παραμένει επιφανειακό, μισητό καθεστώς», ένα «σώμα ξένο στον ελληνικό χώρο». Χαρακτήριζε την επικράτηση της δικτατορίας ως «το αποτέλεσμα αποκλειστικά της ηθικής και υλικής συμπαράστασης που παρέχει στη χούντα ο ΝΑΤΟϊκός παράγοντας, που έχει ταυτίσει τα κακώς εννοούμενα στρατηγικά του συμφέροντα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου με τη διατήρηση της χούντας στην εξουσία». Παρά την επικριτική στάση του απέναντι στον ΝΑΤΟϊκό παράγοντα, δεν κάλεσε τους Έλληνες στα άρματα. Αντιθέτως, απέδιδε τη στάση του ΝΑΤΟ στις «κακώς εννοούμενες» αντιλήψεις για τα στρατηγικά του συμφέροντα. Άρα άφησε ανοιχτή τη δυνατότητα ότι το ΝΑΤΟ μπορούσε να διορθώσει τις λανθασμένες αντιλήψεις του και να πάρει την πολιτική απόφαση να αποσύρει την ηθική και υλική του υποστήριξη προς τη χούντα.(51) Σαφώς απέδιδε κυρίως στο Πεντάγωνο τις ευθύνες για τη διατήρηση της δικτατορίας στην εξουσία, αλλά σε άλλες δηλώσεις την ίδια περίοδο, έκανε καθησυχαστικές τοποθετήσεις προκειμένου να αντικρούσει υπόνοιες ότι η κριτική στο Πεντάγωνο ισοδυναμούσε με μία πρόθεση για την αποχώρηση της Ελλάδας από το Δυτικό στρατόπεδο. Ενδεικτική είναι η συνέντευξή του την 21 Απριλίου στον ραδιοφωνικό σταθμό της Κολωνίας, όπου δήλωσε ότι «η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και οι οικονομικές της δυνατότητες δεν επιτρέπουν να αμυνθεί αποτελεσματικά της εδαφικής και εθνικής ακεραιότητας στα πλαίσια μίας ουδέτερης εξωτερικής πολιτικής».(52) Στη συνέντευξη στην αμερικανική τηλεόραση στις 11 Μαΐου, εξηγούσε τη λογική της πρότασής του για την περικοπή στρατιωτικής βοήθειας. Μια τέτοια πράξη, υποστήριξε, θα δώσει το σήμα στους «2000 ανωτέρους αξιωματικούς» ότι οι «300 αξιωματικοί» που ανήκαν στη χούντα δεν θεωρούνται το «επίλεκτο όργανο του ΝΑΤΟ και του Πενταγώνου», με αποτέλεσμα να κινηθούν για να την ανατρέψουν.(53) Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός του Παπανδρέου σε αυτό το θέμα ουσιαστικά συνέπιπτε με τις απόψεις των Αμερικανών ιθυνόντων. Ενδεικτική είναι η ομολογία του Ρόσγουελ Μακλίλαντ (Roswell McClelland), επιτετραμμένου της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, σε μία επιστολή της 28 Απριλίου 1969, προς τον Μπρούστερ, διευθυντή του ελληνικού γραφείου στον υπουργείο Εξωτερικών.(54) Ο Μακλίλαντ παρατηρεί ότι «είναι η ψυχολογική απόδειξη πολιτικής αποδοκιμασίας εκ μέρους των ΗΠΑ που εκφράζεται με την παρακράτηση των όπλων, εκείνη η οποία ασκεί την πραγματική πίεση» στο καθεστώς και εκφράζει την έκπληξή του για την «σχεδόν αξιολύπητη διακαή επιθυμία» της χούντας «για αποδείξεις […] της επιδοκιμασίας των ΗΠΑ». Εν συνέχεια, γράφει ότι «είναι άξιο απορίας τι θα γινόνταν εάν, για παράδειγμα, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δημοσιοποιούσε μια ηχηρή επίσημη καταδίκη του ελληνικού καθεστώτος. Κάνει περίπου πιστευτό τον ισχυρισμό του Ανδρέα Παπανδρέου ότι θα προκαλούσε την κατάρρευση της χούντας!» [δικό του θαυμαστικό]. Άλλωστε, το παρατηρούμενο αίσθημα ανασφάλειας της χούντας είχε και μια αντικειμενική βάση, λόγω της αδυναμίας της να αποκτήσει μία κάποια λαϊκή αποδοχή, μια αδυναμία που εκδηλώθηκε στην αποχή της ηγεσίας των αστικών κομμάτων από οιανδήποτε συνεργασία στην εφαρμογή του Συντάγματος του 1968. Και, ενώ στις ιδιωτικές συζητήσεις, οι Αμερικανοί ιθύνοντες διαβεβαίωναν ότι η χούντα έχει φέρει «σταθερότητα» στην Ελλάδα, ήταν ακριβώς αυτή η προφανής έλλειψη στοιχειώδους πολιτικής βάσης που κινούσε το ζωντανό και μόνιμο ενδιαφέρον των Αμερικανών για την εφαρμογή του Συντάγματος του 1968 ως τη δική τους εκδοχή για μια «πολιτική λύση» της ελληνικής υπόθεσης. Και εδώ επανερχόμαστε στην εμπλοκή του Παπανδρέου στην αναζήτηση μιας πολιτικής λύσης αυτή την περίοδο. Το «Μήνυμα για την 21 Απριλίου 1969» καλούσε τις «επίσημες ηγεσίες ή εκπροσωπήσεις των πολιτικών κομμάτων […] να προχωρήσουν στην άμεση διακομματική συνεργασία, να διατυπώσουν με θάρρος τις αρχές που θα διέπουν τη λειτουργία της αυριανής δημοκρατίας στην Ελλάδα, μίαν Ελλάδα δημοκρατική, προοδευτική, σύγχρονη και περήφανη». Αυτό το κάλεσμα για μια «διακομματική συνεργασία», όμως, δεν εξυπηρετούσε μόνο την ανάγκη να παγιοποιηθεί η εσωτερική απομόνωση της χούντας. Εξυπηρετούσε και έναν άλλο σκοπό που δεν αναφέρεται στο «Μήνυμα», αλλά τον δήλωσε δημοσία στην αμερικανική τηλεόραση στις 11 Μαΐου. Απαντώντας στην ερώτηση του Αμερικανού δημοσιογράφου εάν έχουν αποτύχει οι απόπειρες να δημιουργήσει ένα «πραγματικά ενιαίο μέτωπο» μεταξύ του ιδίου και των «συντηρητικών εξόριστων» καθώς και του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο Παπανδρέου τον διαβεβαίωσε ότι «κάνουμε μία μεγάλη προσπάθεια να συντονίσουμε το σύνολο του πολιτικού κόσμου». Στη συνέχεια, αποκάλυπτε ότι «έχω κάνει μια πρόταση ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα πρέπει να κάνουν μία κοινή δήλωση για το τι ζητούν κατά τη μετάβαση στη δημοκρατία», εξηγώντας ότι ο σκοπός μιας κοινής δήλωσης ήταν «να παρουσιάσουμε στη Δύση, επιτέλους, αυτό που αποκαλείται μία βιώσιμη εναλλακτική (viable alternative) στο χάος». Δηλαδή, προς το εξωτερικό μέτωπο, ο σκοπός της «διακομματικής συνεργασίας» είναι να απαντήσει στο ερώτημα που οι υπέρμαχοι μιας πολιτικής λύσης υποχρεούνται να δώσουν στους Αμερικανούς συνομιλητές τους: Σε περίπτωση που απομακρύνεται η χούντα, τι μπορεί να την αντικαταστήσει προκειμένου να εγγυηθεί τη «σταθερότητα» στην Ελλάδα; Η αναφορά σε μία δική του πρόταση δεν ήταν πλαστή. Κατά την παραμονή του στην Ουάσινγκτον, ο Παπανδρέου εξουσιοδότησε τον Νίκο Κυριαζίδη, έναν Έλληνα οικονομολόγο κοινής εμπιστοσύνης των δυο αστικών κομμάτων και υψηλόβαθμο υπάλληλο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, να μεταβιβάσει στον Κανελλόπουλο την πρότασή του περί της κοινής στάσης των κομμάτων για τη μετάβαση στη δημοκρατία. Στις 10 Μαΐου, ο Κυριαζίδης εκτέλεσε την αποστολή που του ανέθεσε ο Ανδρέας σε μία επιστολή που έστειλε κρυφά στην Αθήνα στον Κανελλόπουλο.(55) Από τη μεριά του, ο Κανελλόπουλος περιέλαβε (και σχολίασε) τις προτάσεις του Παπανδρέου στο μακροσκελές γράμμα στον Καραμανλή στις 16 Ιουνίου, ζητώντας τις αντιδράσεις, «τας οποίας παρακαλώ θερμώς να γνωρίζω το συντομώτερον», όπως έγραψε. Ωστόσο, ο Καραμανλής, επισημαίνοντας ότι είχε καθυστερήσει να λάβει την επιστολή Κανελλόπουλου, απάντησε εκτενώς σε αυτήν περίπου έξι εβδομάδες αργότερα, την 1 Αυγούστου. Η επιστολή του Κανελλοπούλου είναι η μόνη πηγή που διαθέτουμε για το περιεχόμενο των προτάσεων του Παπανδρέου. Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνονταν στις τοποθετήσεις του Κανελλοπούλου στο κεφάλαιο της επιστολής του που αφορά «το πρακτέον», δηλαδή, «την ένωσι του πολιτικού κόσμου, ιδία των δυο μεγάλων κομμάτων, και η εκ μέρους του κοινή αντιμετώπισις της καταστάσεως και ανάληψις κοινής ευθύνης και δια το μέλλον». Μετά από μια ανακεφαλαίωση της αποτυχημένης προσπάθειας την προηγουμένη άνοιξη, αφηγείται τα προβλήματα που συνεχίζουν να δυσκολεύουν την επιχείρηση. Αυτά τα προβλήματα εστιάζονταν, κυρίως, στην «χαώδη» κατάσταση στην Ένωση Κέντρου που οφείλονταν στην έλλειψη «αποφασιστικής ηγεσίας» μετά το θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου από τη μία, και στον φόβο των σημαντικότερων πολιτικών της ΕΚ από την άλλη, για πιθανές επικρίσεις του Ανδρέα Παπανδρέου σε περίπτωση υπογραφής μιας συμφωνίας με την ΕΡΕ. Ωστόσο, ο Κανελλόπουλος παρέπεμπε σε μία έκθεση του Βιδάλη που κυκλοφορούσε μυστικά στην Ελλάδα, για να υπογραμμίσει την αποφασιστική σημασία που είχε «δια την χάραξιν της γραμμής, που θα ακολουθήση έναντι της Ελλάδος η κυβέρνησις Νίξον, η συνεργασία και δημοσία εκδήλωσις της συμφωνίας των δύο μεγάλων κομμάτων, ως και η συμπαράστασίς Σου εις τη συμφωνίαν αυτήν». Και, για να υπογραμμίζει το επείγον της υπόθεσης, επισήμανε τον «κίνδυνο», κατά τον Βιδάλη, «να προχωρήσουν οι Αμερικανοί, εάν το αργότερον μέχρι τέλους του έτους δεν υπάρξη συμφωνία, εις την υπόδειξιν νόθων λύσεων εις αυτούς τούτους τους κρατούντας σήμερον εν Ελλάδι, δηλαδή της συνεργασίας των με μεμονωμένα πρόσωπα του πολιτικού κόσμου, τα οποία θα εδέχοντο τυχόν να παίξουν το κακό αυτό παιχνίδι εις βάρος του τόπου». Επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά τη σταθερή του θέση μη συνεργασίας με τη χούντα, ο Κανελλόπουλος προειδοποιεί ότι «δεν είναι διατεθειμένος ο Ελληνικός Λαός να συγχωρήση οιανδήποτε συνθηκολόγησιν Ελλήνων πολιτικών με τον Παπαδόπουλον και την παρέα του», μια αιχμή, μάλλον, για τον «γεφυροποιό» Αβέρωφ. Μετά τις επισημάνσεις αυτές, ο Κανελλόπουλος στράφηκε στις προτάσεις του Παπανδρέου. Όπως τις περιέγραψε, οι προτάσεις αφορούσαν μία διαδικασία για την «συνεννόησιν του πολιτικού κόσμου […] επί ενός minimum προγράμματος δια την μετάβασιν προς δημοκρατικάς συνθήκας» και κατόπιν την υποβολή της συμφωνίας στον Καραμανλή για να την εφαρμόσει, έχοντας απόλυτη ελευθερία, όμως, στο χειρισμό του θέματος του βασιλιά. Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι ο Κανελλόπουλος δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο ότι ο Παπανδρέου θεωρεί «ευκταίαν την συμμετοχή της ΕΔΑ» στην προτεινόμενη διακομματική συνεργασία. Μάλιστα, πέραν της (μάλλον ευπρόσδεκτης) θέσης του Παπανδρέου ότι «η συμφωνία […] πρέπει να είναι διακομματική και όχι συμφωνία προσωπικοτήτων», το ζήτημα της συμμετοχής της Αριστεράς αποτελεί το μοναδικό θέμα που απασχολεί τον Κανελλόπουλο σχετικά με την εκπόνηση του minimum προγράμματος. Επειδή το ζήτημα αυτό έχει μια σημαντική συνάφεια με την εξέλιξη της δημόσιας σφαίρας στη μεταδικατορική Ελλάδα, ας δούμε το θέμα σε μεγαλύτερη έκταση. Ο Παπανδρέου υποστήριξε τη συμμετοχή της ΕΔΑ στη συμφωνία για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν πραγματιστικός. Εάν η ΕΔΑ μένει εκτός της συμφωνίας, υποστήριξε, θα μπορέσει «να εκμεταλλευθή ως αντιπολίτευσις τας αναπόφευκτας δυσχέρειας της μεταβατικής περιόδου». Αλλά ο δεύτερος λόγος ήταν πιο ουσιώδης, επειδή αφορούσε την πιο μακροπρόθεσμη θέση της Αριστεράς στο πολιτικό πεδίο της χώρας. Όπως ο Κανελλόπουλος αποτυπώνει το επιχείρημα του Παπανδρέου, «η συμμετοχή της ΕΔΑ εις την διακομματικήν συμφωνίαν θα βοηθήση εις την οριστικήν απόσχισιν […] του Ελληνικού αριστερού κινήματος από την Μόσχαν, πράγμα το οποίον κατά την γνώμην του θα απετέλει σημαντικόν παράγοντα ομαλότητας εις την πολιτικήν ζωήν του τόπου εις το μέλλον». Και προσθέτει ο Κανελλόπουλος το σχόλιο ότι «εδώ είναι φανερά η επίδρασις του Μπριλλάκη». Η αξίωση του Παπανδρέου για τη συμμετοχή της ΕΔΑ σε μία ενδεχόμενη διακομματική συμφωνία, είναι ένα από το θέματα που έδωσε λαβή στον ισχυρισμό των επικριτών του ότι, κατά την περίοδο της χούντας, διαπραγματεύτηκε με κακή πίστη, προβάλλοντας θέσεις τις οποίες ήξερε εκ των προτέρων ότι θα απορριφθούν, ότι «σ’ ένα μόνο σημείο ήταν ξεκάθαρος», όπως το αποτύπωσε ο Τακής Λαμπρίας, «στη σταθερή απέχθεια του να συνεργασθεί».(56) Πάντως, στις προτάσεις που διαβιβάστηκαν στον Κανελλόπουλο, ο Παπανδρέου διευκρίνισε ότι «η θέσις του επί του σημείου αυτού δεν είναι καθόλου άκαμπτος» και ότι η «τελική επίλυσις του θέματος της συμμετοχής τις Αριστεράς εις την συμφωνίαν είναι θέμα συνεννοήσεως μαζί σας [δηλ. με τον Καραμανλή]» και ότι, εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή της ΕΔΑ στη συμφωνία δεν σημαίνει συμμετοχή στην μεταβατική κυβέρνηση. Και ενώ ο Παπανδρέου έδειχνε μια συμβιβαστική διάθεση στη διαπραγμάτευση του επίμαχου αυτού ζητήματος, ήταν ο καταρχήν μετριοπαθής Κανελλόπουλος που παίρνει μια άκαμπτη θέση. Ενώ ομολογεί ότι «δεν ημπορώ να αποκλείσω τον οιονδήποτε αγώνα της άκρας αριστεράς κατά του σημερινού καθεστώτος», κατέληξε, μετά από την προβολή των συνηθισμένων ψυχροπολεμικών επιχειρημάτων, με τη δήλωση ότι «αποκλείω την οιανδήποτε συνεννόησιν με την άκραν αριστεράν». Υπάρχουν, βεβαία, εύκολα κατανοητοί λόγοι που εξηγούν την αρνητική στάση του Κανελλόπουλου στο θέμα της συνεννόησης με την Αριστερά. Ωστόσο, η επίδραση του άκαμπτου αντικομουνισμού στα πολιτικά δρώμενα πρέπει να συνυπολογιστεί στην εκτίμηση, εκ χρονικής αποστάσεως, στις περιπλοκές και τα πολιτικά αδιέξοδα της εποχής εκείνης. Η στάση που υιοθέτησε ο Παπανδρέου για τη συμμετοχή της Αριστεράς είναι ενδεικτική της σταθερής του ταυτότητας από την είσοδό του στον πολιτικό στίβο το 1964 ως μιας ελληνικής εκδοχής της αναδυόμενης προσπάθειας νέων πολιτικών δυνάμεων στη Δύση να αρθρώσουν μια πολιτική υπέρβασης των αντικομουνιστικών συμπλεγμάτων, τα οποία, στην Ελλάδα, οδήγησαν στον πολιτικό αποκλεισμό ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, υπό την ηγεμονία των νικητών του εμφύλιου πολέμου. Ο νέος λόγος που ο Παπανδρέου επιχείρησε να αρθρώσει πριν από το απριλιανό πραξικόπημα, αλλά και μετά, είχε σαν βασικό σημείο αναφοράς αυτή την υπέρβαση των πολιτικών συμπλεγμάτων του αντικομουνισμού. Ενδεικτικό της «νέας διαθήκης» του Ανδρέα ήταν η δήλωση της Κεντροαριστερής ομάδας του στις 13 Ιανουαρίου 1967, κατά την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, που χαρακτήριζε την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1964 ως «το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας […] για τη συντριβή του παρακράτους της Δεξιάς, της παράλληλης εξουσίας, που με τα ΤΕΑ [Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας], τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τα έκτακτα μέτρα, χωρίζει τους Έλληνες […] διαιρεί το έθνος και καταλύει κάθε έννοια δημοκρατίας στη χώρα μας.» Η δήλωση αυτή ουσιαστικά αποτελούσε την ληξιαρχική πράξη γέννησης της Κεντροαριστεράς ή της μη κομουνιστικής, προερχόμενης από το Κέντρο, Αριστεράς στην Ελλάδα. Εντωμεταξύ, για τον Κανελλόπουλο, ο ίδιος ο Ανδρέας αποτελούσε ένα αδιάβατο και αδιέξοδο πρόβλημα. Όπως ομολογούσε στον Καραμανλή, έπρεπε να ανασταλεί η «εγκαινίασις εκ μέρους μου οιασδήποτε διαπραγματεύσεως με τον Ανδρέα Παπανδρέου […] πρωτίστως δια δύο λόγους: Πρώτον, ήθελα προηγουμένως να επικοινωνήσω μαζί Σου και να γνωρίζω τας γνώμας Σου». Δεύτερον, λόγω της απουσίας «εγκύρου αντιπροσωπευτικού οργάνου» της ΕΚ στην Ελλάδα, διαπραγματευόμενος με τον Παπανδρέου «θα έχρια αυτομάτως -πράγμα το οποίο ούτε δικαίωμα έχω να πράξω, ούτε θα μου ήτο επιθυμητόν- τον Ανδρέα Παπανδρέου αρχηγόν της Ενώσεως Κέντρου». Την ίδια ώρα, όμως, ομολογούσε ότι «θα ήτο αντιρεαλιστικόν να αγνοηθή ο Ανδρέας Παπανδρέου, δηλαδή να απέκρουα την προτασίν του». Για αυτό, εξήγησε ότι έστειλε τον έμπιστο Μανώλη Κεφαλογιάννη να τον δει στο Λονδίνο, προκειμένου ουσιαστικά να κερδίσει χρόνο μέχρι να πάρει οδηγίες από τον Καραμανλή: «Εάν Εσύ απεφάσιζες να προχωρήσωμεν εις συνεννόησιν μαζί του, πράγμα το οποίον θα προϋπέθετε, φυσικά, το εκ μέρους του σταμάτημα της αλογίστου πολεμικής κατά των Αμερικανών δεν θα είχα και εγώ καμμίαν επιφύλαξιν να διαπραγματευθώ μαζί του». Όπως προκύπτει από ένα άλλο σημείο της επιστολής, υπήρχε και δεύτερος λόγος να ζητήσει ο Κανελλόπουλος οδηγίες από τον Καραμανλή. Παραθέτοντας επί λέξει το γράμμα που είχε λάβει από τον Κυριαζίδη με τις προτάσεις του Ανδρέα, αναφέρει ότι ο Παπανδρέου άφησε τον Κυριαζίδη να εννοήσει «ότι κάποια entente [συνεννόηση] υπάρχει μεταξύ του και του κ. Καραμανλή, ως και ότι πιστεύει ότι ο κ. Καραμανλής θα ενέκρινε και την ανωτέρω διαγραφομένην διαδικασίαν και το προτεινόμενον σχήμα». Η καθυστερημένη απάντηση του Καραμανλή δεν πρέπει να ήταν ενθαρρυντική για τον Κανελλόπουλο. Ενώ χαιρέτησε τις προσπάθειες για τη χάραξη «υπό του πολιτικού κόσμου κοινής γραμμής εγγυομένης την ακίνδυνον αποκατάσταση της ομαλότατος», τόνισε ότι «η ανατροπή μιας στρατιωτικής δικτατορίας με μέσα πολιτικά είναι κατ’ αρχήν έργον δυσχερές». Και μετά από κάποιες συμβουλές για άλλα ζητήματα, έφθασε στο μήνυμα του Παπανδρέου με τα εξής σχόλια: «Νομίζω ορθώς αντιμετώπισες το θέμα του Ανδρέα Παπανδρέου, που αποτελεί πράγματι πρόβλημα. Δεν μπορείς να τον αγνοήσης, αλλά και δεν μπορείς να τον προβάλλης, δεδομένου ότι αποτελεί το κόκκινο πανί για τους παράγοντας εκείνους, η συμπαράστασις των οποίων είναι απαραίτητος για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Θα ήτο ευχής έργο να αντιλαμβάνετο ο ίδιος την πραγματικότητα αυτή και να προσήρμοζε ανάλογα τον ρόλο του και την συμπεριφορά του. Πάντως, το θέμα θέλει προσοχή, δεδομένου ότι στην πολιτική, όπως ξέρεις, το ένα συν ένα δεν κάνουν πάντοτε δύο. Πολλές φορές, λόγω αμοιβαίας εξουδετερώσεως, κάνουν μηδέν. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίον απέκρουσα και εγώ επιμόνως προτάσεις του για συνάντησιν. Συνεπώς, τα περί entente δεν είναι ακριβή». Αντί να απαντήσει ρητά στις προτάσεις του Παπανδρέου για την «συνεννόησιν του πολιτικού κόσμου[…] επί ενός minimum προγράμματος» που, εν συνεχεία θα παρουσιαζόταν στον Καραμανλή ώστε να το εφαρμόσει, ο Καραμανλής έδωσε μια απάντηση που απορρίπτει, εμμέσως πλην σαφώς, τις προτάσεις αυτές. «Και έρχομαι τώρα στον ρόλο τον δικό μου», έγραψε, επαναλαμβάνοντας «εκείνο που σου είπα πολλές φορές στο παρελθόν: ότι, δηλαδή, είμαι απρόθυμος να επανέλθω εις την ενεργόν πολιτική». Αλλά εδώ, ο Καραμανλής έδωσε μία εξήγηση για αυτήν την απροθυμία που δεν ήταν η συνηθισμένη, αλλά χωρίς να το πει, αφορούσε άμεσα την πρόταση του Παπανδρέου για την εκπόνηση ενός minimum προγράμματος των κομμάτων: «Κατά μείζονα λόγο, είμαι απρόθυμος να γίνω εντολοδόχος του πολιτικού κόσμου και να εκτελώ πρόγραμμα υπαγορευόμενον και ελεγχόμενον παρ’ αυτού. Και αυτό, όχι από εγωϊσμό, αλλά διότι, όπως ξέρεις, αντιλαμβάνομαι το πολιτικό πρόβλημα της χώρας κατά τρόπον ριζικώς διάφορο από τους πλείστους εξ αυτών». Δεν καταλήγει ο Καραμανλής με τη ρητή απόρριψη της πρότασης του Παπανδρέου. Αλλά προφανώς, αποκλείει τον ρόλο του «εντολοδόχου» ενός minimum προγράμματος συμφωνημένου μεταξύ των κομμάτων. Η εξήγηση που δίνει στον Κανελλοπούλο για την απροθυμία να επανέλθει στην πολιτική επαναλαμβάνει, με απαλές και προσεγμένες διατυπώσεις, την εξήγηση που έδωσε με ανεπιφύλακτο τρόπο στον Παλαμά στις 28 Αυγούστου 1968: «Όπως ξέρεις δεν επιθυμώ να επανέλθω εις την πολιτική. Θα ημπορούσα, ίσως, να αναθεωρήσω την απόφασίν μου, εάν όλοι αυτοί αναγνώριζαν ότι τα έκαμαν θάλασσα και μου ζητούσαν να συμφιλιώσω το Έθνος και να το οδηγήσω, καθ’ όν τρόπον κρίνω εγώ, σε μια νέα και υγιά πολιτικήν ζωήν». Προφανώς, για τον Καραμανλή, ο σκοπός που θα είχε η χάραξη μιας «κοινής γραμμής» των κομμάτων δεν θα αποσκοπούσε στην εκπόνηση ενός minumun προγράμματος, το οποίο θα δέσμευε τον Καραμανλή στον χειρισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης. Ο σκοπός θα ήταν να έχει στα χέρια του τη συναίνεσή τους για μια άνευ όρων παράδοση της εξουσίας σε εκείνον, ως προς τον χειρισμό της μετάβασης. Ωστόσο, στη συνέχεια της επιστολής προς τον Κανελλόπουλο, ο Καραμανλής πάει ένα βήμα πιο πέρα και υπαινίσσεται μια επικείμενη πρωτοβουλία του. Επισημαίνοντας ότι «γνωρίζω τους κινδύνους που απειλούν την χώρα», υπογράμμισε ότι «δεν θα παραλείψω να βοηθήσω, εάν δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις -φροντίζω προς τούτο-που θα καταστήσουν αποτελεσματική μια πρωτοβουλία μου. Και επ’ αυτού θα σε ενημερώσω εγκαίρως». Με αυτό τον τρόπο, ο Καραμανλής προϊδεάζει για την πρωτοβουλία που θα εκδηλωθεί στο τέλος του Σεπτεμβρίου, με νέες δηλώσεις, όπου δίνει στους στρατιωτικούς τον κεντρικό ρόλο για την ανατροπή της χούντας. Ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για τις ενέργειες του Καραμανλή προκειμένου να «φροντίσει», όπως έγραφε στον Κανελλόπουλο, για τη δημιουργία των προϋποθέσεων της καινούργιας πρωτοβουλίας του. Ωστόσο, η νέα παρέμβασή του υποδεικνύει ότι αφορούσαν κυρίως τον στρατό, καθώς στις δηλώσεις του της 30ής Σεπτεμβρίου, απηύθυνε μια σαφή πρόσκληση στους «εξ αγαθής προαιρέσεως συστρατευθέντες» και στις Ένοπλες Δυνάμεις γενικότερα, να ανατρέψουν τη χούντα, σε περίπτωση που η ίδια δεν παραδώσει την εξουσία οικειοθελώς. Προσέθετε ότι «δεν θα έλυα τη σιωπή μου[…] εάν δεν ήμουν διετεθειμένος να συμβάλω, εν ανάγκη, εις τούτο προσωπικώς».(57) Η νέα πρωτοβουλία του Καραμανλή έτυχε θερμής και καθολικής αποδοχής από τον πολιτικό κόσμο. Ακόμα και ο Παπανδρέου την χαιρέτησε ως μία «αναμφίβολη συμβολή στον αγώνα του ελληνικού λαού» εναντίον της χούντας, επαναλαμβάνοντας, όμως, τις προτάσεις του για της εκπόνηση ενός κοινού προγράμματος, ως βάση για μια ενδεχομένη μεταβατική κυβέρνηση.(58) Εντωμεταξύ, στην Ουάσινγκτον, κορυφώθηκαν οι διαδικασίες για την αναθεώρηση της πολιτικής προς την Ελλάδα, με μια καταληκτική συνάντηση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (NSC) στις 2 Οκτωβρίου, όπου αποφασίστηκε η πλήρης επαναφορά της στρατιωτικής βοήθειας στην Ελλάδα. Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τις πιθανές αρνητικές αντιδράσεις από χώρες του ΝΑΤΟ που είχαν ταχθεί κατά της δικτατορίας στην Ελλάδα, αποφασίστηκε να μην ανακοινωθεί η απόφαση μέχρι να εμφανιστεί η κατάλληλη στιγμή, ή οποία ήρθε ένα χρόνο αργότερα στις 22 Σεπτεμβρη 1970. Κατά τη συζήτηση, ζητήθηκε η γνώμη του Στούαρτ Ρόκγουελ (Stuart Rockwell), από το Υπουργείο Εξωτερικών, για τις επιπτώσεις που αναμένονταν από τις δηλώσεις του Καραμανλή. Ο Ρόκγουελ απάντησε ότι «πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι πολιτική επίδραση θα έχει το κάλεσμα του Καραμανλή στον στρατό να ανατρέψει την παρούσα κυβέρνηση, ειδικά εάν ο βασιλιάς συμμετάσχει σε μια τέτοια κίνηση». Ωστόσο, από τη μεριά του, ο βασιλιάς κράτησε σιωπή. Εν μέσω διαπραγματεύσεων με τη χούντα που τον εκβίαζε με εκθρόνιση, ο Κωνσταντίνος φέρεται να «διαβεβαίωσε τηλεφωνικά την [ελληνική] κυβέρνηση ότι δεν θα έκαμε οποιαδήποτε δήλωση».(59) Γρήγορα όμως ο Καραμανλής απογοητεύτηκε με την αναποτελεσματικότητα της παρέμβασής του. Ο Βιδάλης σημειώνει ότι, κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ, ο Μητσοτάκης του εμπιστεύτηκε ότι «ο Καραμανλής δεν είναι ευχαριστημένος από την Ελλάδα. Περίμενε σθεναρότερη αντίδραση των εφημερίδων και κάποια αντίδραση των Αρχηγών Επιτελείων, η οποία είχε συμφωνηθεί, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε».(60) Σύμφωνα με τις πληροφορίες του δημοσιογράφου Γιάννη Κάτρη, ο Καραμανλής, σε ιδιωτικές συζητήσεις, υποστήριξε ότι «δέκα πρώην αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου Στρατού είχε συμφωνηθεί να απευθύνουν κοινή διακήρυξη εναντίον της χούντας και υπέρ αυτού», ενώ και οι ιδιοκτήτες των μη χουντικών αθηναϊκών εφημερίδων είχαν συμφωνήσει «να διακόψουν την έκδοση των εφημερίδων για 24 ώρες», αλλά «δεν συνέβη ούτε το ένα, ούτε το άλλο».(61) Εν τω μεταξύ, στις τάξεις των αντιχουντικων στρατιωτικών είχε πλέον επικράτησε ένα αίσθημα ηττοπάθειας. Από την Αθήνα, ο Βιδάλης έλαβε μια έκθεση από τον παραδοσιακή φιλοαμερικανικό απόστρατο Πανουργία, οπού ο τελευταίος δήλωνε «αηδιασμένος» από την πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης και αποφασισμένος να μην ενοχλήσει πλέον κανέναν Αμερικανό, ούτε μεταξύ των φίλων του, γύρω από το ζήτημα αυτό. εξέφραζε την «κατάληψη οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια να αλλάξει την Αμερικάνικη συμπεριφορά.» Κατά τον Βιδάλη, η στάση του Πανουργία υπήρξε το αποτέλεσμα της «επιμονής, κυρίως από το Πεντάγωνο, στη συνέχιση του κατευνασμό και της υποστήριξη της δικτατορίας.»(62) Στη συνέχεια, ο ίδιος Καραμανλής, απογοητευμένους με τους πάντες, γύρισε σε μια σιωπή που θα διαρκέσει μέχρι το 1973. Ίσως αισθάνθηκε ότι είχε πράξει ό,τι μπορούσε και είχε ήσυχη πλέον τη συνείδησή του. Την ίδια περίοδο, όμως, οι εξελίξεις οδήγησαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, όχι σε αδράνειας, αλλά σε μια επίταση της αγωνιστικής του διάθεσης. Δεν ξέρουμε εάν ο Κανελλόπουλος, μετά την επιστολή του Καραμανλή της 1 Αύγουστου, απάντησε ποτέ στον Παπανδρέου, άμεσα ή μέσω τρίτων ή εάν επέμεινε στην τακτική της αναβολής και αποφυγής. Αλλά εντωμεταξύ, ο Παπανδρέου προχώρησε στο δικό του ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με εκείνους, και πρωτίστως τον πατέρα του, που του απέδωσαν ευθύνες για το πραξικόπημα, με την προβολή «προκλητικών» συνθημάτων. Υπενθυμίζω τις νουθεσίες του πατέρα του, όπως ο ίδιος ο Ανδρέας τις αφηγείται, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του Δημοκρατία στο Απόσπασμα. Όταν την επομένη του πραξικοπήματος, οι φύλακες επέτρεψαν μια κατ’ ιδίαν συνάντηση τους, ο Γέρος του είπε: «Η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου ήταν η τελευταία μας ελπίδα για να αποφύγομε την επέμβαση των στρατιωτικών. Με την αδιάλλακτη στάση σου εναντίον της, με τις έντονες δηλώσεις σου εναντίον του βασιλιά, με τη δυσπιστία που είχες εμπνεύσει στους εδώ Αμερικανούς παράγοντες, το πραξικόπημα έγινε αναπόφευκτο». Τέτοιου είδους κριτική συνεχίστηκε μετά το πραξικόπημα, με ενδεικτική περίπτωση την αναφορά του Κανελλόπουλου περί «της αλογίστου πολεμικής [του Ανδρέα] κατά των Αμερικάνων» που, κατά τον Καραμανλή, έκανε τον Ανδρέα το «κόκκινο πανί για τους παράγοντας εκείνους, η συμπαράστασις των οποίων είναι απαραίτητος για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας». Στα μέσα Αυγούστου 1969, ύστερα από περίπου ένα χρόνο συγγραφής, ο Παπανδρέου έβαλε τις τελευταίες πινελιές στο βιβλίο Δημοκρατία στο Απόσπασμα, το οποίο αφιέρωσε στον πατέρα του. Προς το τέλος του βιβλίου, αλλά χωρίς να αναφέρει το όνομα του πατέρα του, έδωσε μία απάντηση σε αυτή την επιβαρυντική κριτική: «Προβάλλεται συχνά ο ισχυρισμός πως το δημοκρατικό στρατόπεδο, ιδιαίτερα εγώ, φέρω την ευθύνη του πραξικοπήματος», γράφει, «γιατί προκάλεσα την κρίση προωθώντας ένα υπερβολικά ριζοσπαστικό, ένα εξτρεμιστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Έπρεπε, δηλαδή, να είναι λιγότερο ριζοσπαστικές οι προτάσεις μου για μεταρρύθμιση και τα συνθήματά μου λιγότερο συναρπαστικά. Έτσι, διατείνονται μερικοί, θα είχε αποφευχθεί η στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα. Δεν μπορώ βέβαια πάρα να συμφωνήσω πως έτσι θα μπορούσε να αποφευχθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα, απορρίπτω όμως εξ ολοκλήρου αυτό το επιχείρημα. Και μόνο γιατί βασίζεται στην εσφαλμένη λογική πως δεν θα πρέπει ν’ αναλαμβάνεται καμία μεταρρυθμιστική προσπάθεια από φόβο μήπως καταλάβει βίαια την εξουσία κάποια αντιδραστική ομάδα, πως οι άνθρωποι πρέπει ν’ αποδέχονται τη μοίρα τους, είτε τους αρέσει είτε όχι, από φόβο μήπως βρεθούν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, πως κάθε ελπίδα για πρόοδο και αλλαγή πρέπει να εγκαταλειφθεί για πάντα από φόβο μήπως οι δυνάμεις του κατεστημένου επιλέξουν τη βίαια αρπαγή της εξουσίας». Την ίδια ώρα, απογοητευμένος και αυτός από την διαφαινόμενη απόφαση της κυβέρνηση Νίξον να παρέχει ανεπιφύλακτη στήριξη στη χούντα, και το ναυάγιο της πρωτοβουλίας του Καραμανλή, ξεκίνησε μια δική του «αναθεώρηση πολιτικής», προχωρώντας σε πιο τολμηρές θέσεις κατά της χούντας και της αμερικανικής πολιτικής. Έχοντας, μάταια, καλέσει τον βασιλιά από τον Μάιο να προχωρήσει σε δηλώσεις ανοικτά κατά της χούντας, αποφάσισε να πάρει ρητή θέση κατά του θεσμού της μοναρχίας σε μία αυριανή, δημοκρατική Ελλάδα. Συμμετείχε στους πανηγυρισμούς των Ελλήνων για την εκδίωξη της χούντας από το Συμβούλιο της Ευρώπης στις 12 Δεκεμβρίου, αλλά σε ιδιωτικές συζητήσεις, εξέφρασε την ανησυχία ότι οι Ευρωπαίοι, πιστεύοντας ότι είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους προς την υπόθεση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, θα χαλαρώσουν τις διαμαρτυρίες τους για τη δικτατορία στις συναντήσεις του ΝΑΤΟ, όπου μια σκληρή στάση θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική από την, κατά πολύ, συμβολική πράξη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στις 27 Δεκεμβρίου 1969, σε ένα μακροσκελές μήνυμά του «προς τους Έλληνες της Ελλάδας και του εξωτερικού», ο πρόεδρος του ΠΑΚ διατύπωσε τη νέα στρατηγική που αντιστοιχούσε στη «νέα φάση» του αγώνα. Σε εκείνο το μήνυμα διαπίστωνε ότι, κάτω από τις υφιστάμενες συνθήκες, «είναι τουλάχιστον αφελές να περιμένει κανείς πολιτική λύση του ελληνικού προβλήματος. Η πείρα μας είναι πρόσφατη», προσέθεσε. «Η προσπάθεια του Καραμανλή καμία δε βρήκε απήχηση στην Ουάσιγκτον. Κι αυτό γιατί η χούντα και μόνο η χούντα -κάτω από τις σημερινές αντικειμενικά δεδομένες συνθήκες- θεωρείται από το Πεντάγωνο σαν ο ασφαλής εγγυητής των συμφερόντων του σε μακρόχρονα προοπτική». Το 1970, θα επικεντρωθεί, από τη μία, στην πίεση των φιλικών προς το ΠΑΚ χωρών-μελών του ΝΑΤΟ για μια σκληρή στάση ενάντια την δικτατορία, και από την άλλη, στην υποστήριξη του σχεδιασμού και της εκτέλεσης πράξεων «δυναμικής αντίστασης» στη Ελλάδα. Διατυπώνω εδώ ένα ισχυρισμό που πιθανόν να φανεί παράδοξο. Το κάλεσμα για πράξεις δυναμικής αντίστασης του Παπανδρέου βασίστηκε στην ιδία πολιτική εκτίμηση που κινούσε τις άκαρπες πρωτοβουλίες του Καραμανλή, δηλαδή, ότι, μέχρι να διαπιστώνουν ότι το Ελληνικό πρόβλημα είναι και δικό τους πρόβλημα, οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να αλλάζουν τη στάση τους προς τη χουντά. Όπως ισχυρίζεται ο Παπανδρέου στο μήνυμα του Δεκέμβρη, «Το Πεντάγωνο θα συνεχίσει απροκάλυπτα τη συμπαράσταση του προς τη χούντα ως την ώρα που οι ηλεκτρονικοί του εγκέφαλοι το ειδοποιήσουν ότι το κόστος του Παπαδόπουλου και των συνταγματαρχών είναι μεγαλύτερο για της Ηνωμένες Πολιτείες από το οφέλη που τους αποδίδουν.» Με την αποτυχία της «επιχείρησης ΝΑΤΟ» να αποδώσει καρπούς, πήρε θέση υπέρ της αποχώρησης της Ελλάδας από την Ατλαντική Συμμαχία. «Υπήρχαν κάποτε σε μεγάλα κλίμακα και υπάρχουν ακόμη ψεύτικες ελπίδες για άπονη πολιτική λύση,» δήλωσε το Νοέμβριο του 1970. «Τέτοια λύση δεν υπάρχει. Η κατοχή στην Ελλάδα είναι Αμερικάνικη.»(63) Ο αγώνας πλέον ήταν «εθνικοαπελευθερωτικό» με την πλήρη έννοια του όρου. Η ριζοσπαστικοποίηση του Παπανδρέου είχε πλέον ολοκληρωθεί. Το Μάρτιο του 1971, όταν ρωτήθηκε από το Harvard Crimson, την εφημερίδα του παλιού του πανεπιστημίου, τι είδους κυβέρνηση οραματιζόταν για την Ελλάδα, ομολόγησε τη μακρά απόσταση που είχε διατρέξει από τότε που μπήκε στον πολιτικό στίβο της Ελλάδας, το 1964. «Παλιά, τύποι όπως ο Σουλτσμπέργκερ» [Cyrus Sulzberger, ένας διάσημος αρθρογράφος των New York Times, εχθρικός απέναντι στον Αντρέα], έλεγαν ότι, εάν μου δινόταν η ευκαιρία, θα απέσυρα την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και θα έδιωχνα τον βασιλιά, ότι ήμουνα έναw σοσιαλιστής. Ε, τότε, ήμουν ένας προοδευτικός κύριος, αλλά όχι με αυτή την έννοια. Σήμερα πάντως, είμαι απόλυτα έτοιμος να κάνω όλα αυτά τα ‘επαίσχυντα’ πράματα».(64) Στο τέλος βέβαια, φθάνοντας στο 1974, η «Μοίρα» ή η «Τύχη» (αυτό που ο Μακιαβέλι αποκαλεί Fortuna) πήρε τα πράματα στα χέρια της, με ιστορικά ειρωνικές συνέπειες και για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Από τη μία, με την κατάρρευση της χούντας στις φλόγες του Κυπριακού, εμφανίστηκαν οι προϋποθέσεις που ο Καραμανλής απαιτούσε προκειμένου να επανέλθει στην ενεργό πολιτική. Λόγω των έκτακτων συνθηκών, του δόθηκε η απόλυτη ελευθερία κινήσεων από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, με τη συναίνεση ακόμα και της Αριστεράς, τελικώς δε, και του Παπανδρέου. Αλλά ταυτόχρονα, οι αντικειμενικές συνθήκες υπαγόρευσαν την εφαρμογή, κατά μια έννοια, βασικών πυλώνων του προγράμματος του ΠΑΚ και του Ανδρέα. Αναγνωρίζοντας τα καινούργια δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί στηn Ελλάδα κατά τη δικτατορία, ο Καραμανλής νομιμοποίησε το ΚΚΕ, έστησε ένα δημοψήφισμα που οδήγησε στην κατάργηση της μοναρχίας, προώθησε ένα νέο Σύνταγμα, και ακόμα απέσυρε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1 Ο Πάππας εξήγησε στον Τζόνσον ότι «ο [Γεώργιος] Παπανδρέου είχε κάνει μεγάλη ζημιά στην οικονομία της Ελλάδας και ότι ο [Πρωθυπουργός] Στεφανόπουλος χρειαζόταν ενίσχυση» [«Papandreou had done great damage to the economy of Greece and that Stephanopoulos needed bolstering». Βλ. «Meeting between the President, Mr. Thomas Pappas and Mr. Califano» 16.3.1966, LBJ Library. Επιπλέον, ο Πάππας επρόκειτο να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο το 1972 στο σκάνδαλο Watergate, ως χρηματοδότης για τη δωροδοκία των διαρρηκτών του Δημοκρατικού Κόμματος που οδήγησε στην παραίτηση του Νίξον το 1974. Πιθανολογείται ότι ο σκοπός της διάρρηξης ήταν να αφαιρεθούν από το αρχείο του επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος τα στοιχεία που τεκμηρίωναν την παράνομη χρηματοδότηση του Πάππας στην καμπάνια του Νίξον το 1968. Επίσης, βλ. «The Greek for Go-Between», Time Magazine, 14.2.1969, μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της εποχής για τις δραστηριότητες του Πάππας. 2 Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, τ. 7, Αθήνα 1997, σ. 255. 3 Στο ίδιο, τ. 7, σ. 54. 4 Στο ίδιο, τ. 7, σ. 111-112. 5 Βλ. το κεφάλαιο για την «Άγνωστη Πρωτοβουλία» στο παρόν βιβλίο. 6 Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), ό.π., τ. 7, σ. 66. 7 Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), ό.π., τ. 7, σ. 76 8 Εξαίρεση αποτελούσε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ένας έμπειρος και έμπιστος πρώην υπουργός του Καραμανλή που έπαιξε ένα ξεχωριστό και αμφιλεγόμενο ρόλο στον πολιτικό κόσμο, ως γεφυροποιός επί χούντας, αλλά επίσης και ο Σπύρος Μαρκεζίνης. Δυστυχώς, η πλήρης διαλεύκανση του σημαντικότατου ρόλου τους δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Για μια συνοπτική παρουσίαση της στάσης τους, βλ. ενδεικτικά Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «Πολιτικοί και δικτατορία της 21ης Απριλίου: Μια απόπειρα απογραφής», στο Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, έκδοση Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2016, σ. 243-266. 9 Τάκης Λαμπρίας, Καραμανλής ο Φίλος, εκδ. Ποταμός, Αθήνα, 1998, σ. 67. 10 Στην απαντητική επιστολή του της 24 Αυγούστου, ο Παπανδρέου επαναλαμβάνει την ανάγκη για μια κοινή στάση του πολιτικού κόσμου για το δημοψήφισμα και δηλώνει ότι η πρότασή του για μια συνάντηση «παραμένει εν ισχυί.» Η επιστολή του Παπανδρέου δεν ασχολείται με τη θεώρηση του αυτοεξόριστου περί «συνάρτησης» του αντιχουντικού αγώνα με τη «θεραπεία των αιτίων» της πτώσης της δημοκρατίας. Απλώς διατυπώνει την πεποίθηση ότι «είναι επείγον κόμματα και προσωπικότητες να καταδικάσουν το συνταγματικό τερατούργημα το οποίον η στρατιωτική δικτατορία προτίθεται να επιβάλη εις τον ελληνικόν λαόν την 29ην Σεπτεμβρίου». Μάλλον με τον Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Σπύρο Μαρκεζίνη κατά νου, επαναλαμβάνει τις προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που θα προκύψουν από τη δυνητική συμμετοχή πολιτικών στον συνταγματικό εμπαιγμό. «Εάν ένα τμήμα του πολιτικού κόσμου αποδεχθή να συμμετάσχη εις τον πολιτικόν βίον της χώρας», βάσει του χουντικού Συντάγματος, γράφει, «τότε ασφαλώς θα έχουν τεθή τα θεμέλια δια μίαν αναμέτρησιν εις την χώραν μας, η οποία θα προσελάμβανε τας διαστάσεις εμφυλίου πολέμου». Κλείνοντας, ο Παπανδρέου διαβεβαιώνει τον Καραμανλή ότι η πρότασή του για μία συνάντηση «δεν περιείχε αιχμήν» και, μάλιστα, «παραμένει εν ισχύι». 11 Στις 27 Νοεμβρίου 1967, είχε επισκεφθεί τον Καραμανλή ένας απεσταλμένος του μέλους της χουντικής τριανδρίας Νικόλαου Μακαρέζου. Βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), ό.π., τ. 7, σ. 49. 12 Στο ίδιο, τ. 7, σ. 251. 13 Τηλεγράφημα του Μπρους με θέμα: «Karamanlis Plans to Re-enter Politics», 17.10.1968 στον υπουργό Εξωτερικών Ρασκ, LBJ Library, Austin, Texas. 14 Τηλεγράφημα του πρέσβη (Sargent Shriver) με θέμα «Συνάντηση με Καραμανλή στον υπουργό Εξωτερικών Ρασκ», 26.10. 1968, LBJ Library. 15 Βλ. το βιβλίο μου, Σπύρος Δραΐνας, Ανδρέας Παπανδρέου: Η Γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2013, σ. 381. 16 Ορέστης Βιδάλης, Ιστορικό Ημερολόγιο, Χρόνια Εκπατρισμού 1968-1975, Αθήνα 1997, τ. 1, σ. 60-61. 17 Βιδάλης, ό.π., σ. 68-69, εγγραφή 8.11.1968. 18 Μια σχετική συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των χωρών του ΝΑΤΟ είχε προγραμματιστεί για τον Απρίλη του 1969 στη Ουάσιγκτον. 19 Βιδάλης, ό.π., σ. 77-79, εγγραφή 24.121968. 20 Τα αποχαρακτηρισμένα πλέον έγγραφα όλων των NSSM είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα https://www.nixonlibrary.gov/virtuallibrary/documents/nationalsecuritystudymemoranda.php 21 U.S. Department of State, Foreign Relations of the United States, (FRUS), XXIX, (1969-1976), Ουάσινγκτον 2007, έγγραφο 257, 7.10.1969. 22 Ο χαρακτηρισμός του Παπανδρέου είναι του Τάκη Λαμπρία, ό.π., σ. 70. 23 Μαρία Καραβία, Το Ημερολόγιο του Λονδίνου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2007, σ. 43. Σημειωτέον ότι ο Μητσοτάκης, ο οποίος, μόλις έφθασε στο Παρίσι στις 1 Αυγούστου 1968 για να αρχίσει τη δική του εξορία, δήλωσε ως «λύση» του αδιέξοδου της χώρας την αποχώρηση της «σημερινής κυβέρνησης», την επαναφορά του «συνταγματικού βασιλιά» και τον σχηματισμό Οικουμενικής Κυβέρνησης με τον Καραμανλή πρωθυπουργό. 24 C.M. Wooodhouse, Karamanlis: The Restorer of Greek Democracy, Clarendon Press, Οξφόρδη 1982, σ. 191. Να σημειωθεί ότι παρόμοια επιστολή δεν εντοπίζεται στο αρχείο του Ιδρύματος Κωνσταντίνου Καραμανλή. 25 Ορέστης Βιδάλης, ό.π., τ. 1, σ. 92, εγγραφή 12.2.1969. 26 Βλ. Γιάννης Βούλτεψης, Η Πολιτική Διαθήκη του Γεωργίου Παπανδρέου και η Αντίσταση του Ανδρέα, εκδ. Ισοκράτης, Αθήνα 1985, που βασίζεται στα αρχεία του Κουράτου. Το βιβλίο γράφτηκε με απροκάλυπτο σκοπό να αποδομήσει την πολιτική του Ανδρέα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αλλά είναι καλά τεκμηριωμένο και παραθέτει πολλά χρήσιμα έγγραφα. 27 Αρχείο του Ιδρύματος Γεωργίου Παπανδρέου. 28 Βλ. Δραΐνας, ό.π., σ. 304. 29 Βλ. Δραΐνας, ό.π., σ. 354-58 για τη δήλωση και το περιστατικό. 30 Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, Κρίσιμα Χρόνια: Αγώνες για τη Δημοκρατία (1936-1996), εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα, 2002, 3η βελτιωμένη έκδοση, σ. 115. 31 Βλ. Κεφάλαιο ΙΙ 32 Βούλτεψης, ό.π., σ. 74. Σύμφωνα με το βιβλίο, κατά τη συνάντηση όπου ο Κουράτος ανέγνωσε το κείμενο στον Ανδρέα, ήταν παρών και ο Μινέικος, ο οποίος το 1984 θα δηλώσει ότι «δεν θυμάται αυτό το περιστατικό» και «δεν έχει υπόψη του τέτοιο κείμενο», αλλά επιβεβαίωσε ότι περιλαμβάνει «όσα συνεχώς και με κάθε τρόπο διαμηνούσε ο Γέρος στο εξωτερικό». 33 Βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), ό.π., τ. 7, σ. 74-76. Ο τόμος δεν παραθέτει καμία αναφορά του Καραμανλή για τη «διαθήκη». 34 Βούλτεψης, ό.π., σ. 131. 35 Αρχείο των ΑΣΚΙ, φάκελος Μπριλλάκη. 36 Nick Gage και Elias Kulukundis, «Under the Junta», The American Scholar, τ. 39, αρ. 3, σ. 490, καλοκαίρι 1970. H συνέντευξη με τον Καραμανλή πάρθηκε τους τελευταίας μήνες του 1969. 37 Επιστολή του Καραμανλή στον Κανελλόπουλο στις 16.4.1969, βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), ό.π., τ. 7, σ. 98. 38 Σύμφωνα με το «Μνημόνιο της Συνομιλίας» της συνάντησης, ο Νίξον ενημέρωσε τον Παττακό για τη γενικότερη «αναθεώρηση» που διεξάγει η κυβέρνησή του για την εξωτερική πολιτική, «ιδιαίτερα στο χώρο της στρατιωτικής βοήθειας», αλλά δήλωσε πως «γνώριζε ότι η Ελλάδα ήταν ένας δυνατός συνέταιρος του ΝΑΤΟ και είχε βοηθήσει στο Κυπριακό και άλλα θέματα». Ο πρόεδρος επισήμανε επίσης ότι «στις σχέσεις με άλλες χώρες, ασχολούμαστε πρωτίστως με εξωτερικά, αντί πολιτικά θέματα». FRUS XXIX, ό.π., έγγραφο 243, 31.3.1969. 39 FRUS XXIX, ό.π., Memorandum of Conversation, έγγραφο 244, 2.4.1969. 40 FRUS XXIX, ό.π. 41 Memorandum of Conversation, απόρρητο, 6.5.1969, NARA, College Park, Md., βλ. επίσης. Βιδάλης, ό.π., σ. 116-119, εγγραφή 7.4.1969. 42 Βιδάλης, ό.π., σ. 106-107, εγγραφή 26.3.1969. 43 Η επιστολή γράφτηκε αυθημερόν, 5 Απριλίου, Βιδάλης, ο.π., σ. 116-119, έγγραφή 7.4.1969. 44 Οι παραπομπές είναι από το έγγραφο, χαρακτηρισμένο «απόρρητο», της NSC της 6.3.1969, NARA. 45 Βλ. Βιδάλης, ό.π., σ. 124-125, έγγραφή 7.5.1969. 46 Βιδάλης, ό.π., σ. 125-126, εγγραφή 8.5.1969, 47 FRUS XXIX , ό.π., βλ. σχετικά έγγραφα 256 (2.10.1969) και 262 (14.11.1969). 48 Καταγραφή συνέντευξης του προγράμματος, «The Evans-Novak Report», στο The Greek Junta Collection, Jim Pyrros Papers, University of Michigan at Ann Arbor. 49 Βιδάλης, ό.π., εγγραφή 4.5.1969. 50 FRUS XXIX, ό.π., έγγραφο 248, 2.5.1969. 51 «Μήνυμα για την 21 Απριλίου 1969», προσωπικό αρχείου συγγραφέα. 52 Από παραπομπή στο βιβλίου της Κατερίνας Βαρελά, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, 1919-1996, τ. Α΄, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002, σ. 153. 53 Καταγραφή της συνέντευξης, ο.π.. 54 FRUS ό.π., έγγραφο 247, Επιστολή από τον επιτετραμμένο Μακλίλαντ στον διευθυντή του Ελληνικού γραφείου Μπρούστερ, 28.4.1969. 55 Υπενθυμίζεται ότι ο Παπανδρέου είχε πει στον Κουράτο ότι αναλαμβάνει ο ίδιος τις επαφές με τον Κανελλόπουλο. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), ό.π., τ. 7, σ. 108. Η επιστολή του Κανελλόπουλου φέρει την ημερομηνία 16.6.1969. 56 Λαμπρίας, ό.π., σ. 70. 57 Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), ό.π., τ. 7, σ. 114. 58 Ανακοίνωση τύπου του ΠΑΚ, 2.10.1969, Βούλτεψης, ό.π., σ. 198. 59 Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιμ.), ό.π., τ. 7, σ. 119. Σύμφωνα ωστόσο με τον αυλάρχη Λεωνίδα Παπάγο, ο βασιλιάς τηλεφώνησε αυθημερόν στον Καραμανλή «να τον συγχαρεί για τις δηλώσεις του». Βλ. Λ. Παπάγος, Σημειώσεις 1967-1977, Αθήνα 1999, σ. 206. 60 Βιδάλης, ό.π., σ. 185, εγγραφή 14.11.1969. Βλ, επίσης τη συνάντηση του Καραμανλή με τον Αμερικανό πρέσβη Λοτζ, FRUS XXIX, ό.π., έγγραφο 258, 7.10.1969. 61 Γιάννης Κάτρης, Eyewitness in Greece: The Colonels Come to Power, New Critics Press, St. Louis, 1971, σ. 305 (ελλην. έκδοση Η Γέννηση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα, Αθήνα 1974, σ. 378). 62 Βιδάλης, ο.π. εγγραφή 24.12.1969. 63 «Προσκλητήριο για την Ενότητα στον Απελευθερωτικό Αγώνα», Από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ: λόγοι, άρθρα, συνεντεύξεις, δηλώσεις του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου, εκδ. Λαδάς, Αθηνα, 1976, σ. 10. 64 Harvard Crimson, 29.3.1971. 59