του Νίκου Νικολέτου
Έχω την πεποίθηση ότι
βρισκόμαστε ενώπιον μίας εποχής (epokhē) χωρίς
(sans) εποχή, με την
φιλοσοφική έννοια του όρου, κατά την οποία έχουμε χάσει το δρόμο της σκέψης και
της ύπαρξης, ήτοι του προσανατολισμού σε έναν κόσμο κι ένα σύνολο. Ζού-με
αγκαλιασμένοι με τον μηδενισμό και τον κυνισμό της εγωπαθούς αποβλεπτικότητας,
δεν επιδιώκουμε τη μέριμνα του μέλλοντος, ενός μέλλοντος βιώσιμου και άξιου να
βιωθεί κατά τρόπο ανθρώπινο. Η στάση μας του τώρα αποτελεί προϋπόθεση
δυνατότητας, όπως έλεγε ο Kant,
για το αύριο, το μέλλον. Αυτό εκλείπει, και γι’ αυτό η κριτική, ως εκείνη η
ξεχασμένη κεφαλή του μαρξικού πάθους, είναι κάθε άλλο παρά αναγκαία. Ακόμα κι
αν εκπίπτει σε φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Η εκλογική νίκη μίας
συντηρητικής αναδίπλωσης και εκτίναξης της φασίζουσας και θεματοποιούσας κάθε άλλου κοσμοαντίληψης στην Ελλάδα - και
την Ευρώπη – είναι για εμάς, τους μη θεματοποιήσιμους και αντικειμενοποιήσιμους
από τον ανορθόδοξο λόγο της συντήρησης, του μίσους και της α-νοησίας, άλλους,
μία διττή ήττα. Φυσικά, η ακραία συντηρητική στροφή της κοινωνίας, η οποία
εκφράζεται με την εισδοχή στο Κοινοβούλιο τριών φασιστικών σχηματισμών – πρώην
γκρουπούσκουλων – δεν αφήνει χώρο σε μία ισχυρή αριστερή αναστοχαστική και
έχουσα κοινωνιακό αντίκτυπο πολεμική θέσεων. Η κοινωνία δείχνει να τελεί μέσα
σε βραχυκυκλωμένα δίκτυα μνήμης και πράξης κι αυτό είναι ξεκάθαρο από το
γεγονός ότι η φαντασιακή ανα-παράσταση υπερίσχυσε έναντι μίας ορθολογικής
εκλογικής στάσης και θέσης.
Η πρώην κυβέρνηση της
λαϊκιστικής Δεξιάς, που κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη, κατάφερε μέσα από ακριβώς
αυτή την φαντασιακή και μη-ορθολογική επιλογή κριτηρίων να παραμείνει διαυγής
και ισχυρή από τα κατάστικτα κτυπήματα της αποτυχημένης διαχείρισης της
πανδημίας, των παρακολουθήσεων, των απευθείας αναθέσεων, της κρατικής
δολοφονίας των Τεμπών ή του εγκλήματος ανοικτά της Πύλου. Όσο η αντικειμενική
πραγματικότητα κτυπούσε την εικόνα που επιθυμούσε να διαδίδει για τον εαυτό της
η ΝΔ, τόσο αυτή, περιέργως, γινόταν πιο συνεκτική, πιο ισχυρή, ωσάν να
επρόκειτο για μία καθαρή ουσία που βάλλεται από ένα τίποτα μίας απλής
εξωτερικής απειλής.
Η δεξιά και η φασιστική
εκλογική κατίσχυση αποτελούν αποτέλεσμα μίας υφέρπουσας υπερσυντηρητικοποίησης
της κοινωνίας, η οποία ενσκίπτει δουλικά σε ένα είδωλο της ασφάλειας, του
οποίου η κοινωνική πραγματικότητα διαφαίνεται από το γεγονός ότι κάθε άλλο παρά
μπορεί να πραγματωθεί. Με απλά λόγια, η ασφάλεια αποτέλεσε ένα όπλο της
κυβέρνησης, σε καθαρά συμβολικό επίπεδο, καθώς επί των ημερών της η ασφάλεια
ήταν ανύπαρκτη, ένα φάντασμα που βρίσκεται δύο βήματα μπροστά μας.
Το παράγωγο αποτέλεσμα
αυτής της ήττας είναι ο αποκλεισμός ενός κόμματος που στον πολιτικό του λόγο,
λόγο καταγγελτικό αλλά χωρίς ευκρινή κοινωνικοταξικά ερείσματα, περιείχε το
ζήτημα της οικολογίας, της κλιματικής κρίσης και μίας όχι τόσο διαυγασμένης
αλλά υπαρκτής κριτικής του περιεχομένου της απεριόριστης οικονομικής
μεγέθυνσης, της βιομηχανοποίησης της κοινωνικής ζωής και της αυτονόμησης της
τεχνοεπιστήμης. Η κοινωνία κλείνει τα αυτιά της στις κραυγές της υπερθέρμανσης,
της αδυνατότητας του πεπερασμένου των πόρων του πλανήτη και των κινδύνων που
ελλοχεύουν από την ψηφιοποίηση της κοινωνιακής πραγματικότητας χωρίς καμία
ευρετική αναστοχασμού και αυτοπεριορισμού στον αγώνα για έναν ανταγωνισμό χωρίς
τέλος.
Η μη εκπροσώπηση της
οικολογικής προβληματικής στην Ανθρωπόκαινο εποχή υπογραμμίζει πράγματι ότι
ζούμε σε μία μη-εποχή, μία εποχή και μία περίοδο ανοίκεια προς τον εαυτό της. Μία
κοινωνία που στρέφεται ενάντια στο συν-ανήκειν, στην φρόνηση του
αυτοπεριορισμού είναι μία κοινωνία ετερόνομη, καταδικασμένη να επιστρέφει διαρκώς
στο σκότος για το οποίο υπεύθυνη είναι η ίδια.
Κλείνοντας αυτές τις
όχι και τόσο συνοχικές σκέψεις, η απαισιοδοξία οφείλει να γίνει κριτική, όχι
μονόλογος. Από την άλλη, η αισιοδοξία και η θολή αυτοεπιβεβαίωση του
κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο αδυνατεί να δει την εκλογική του άνοδο ως
σημαίνουσα της συνολικής κατίσχυσης της συντήρησης και όχι ενός – ανύπαρκτου -
προλεταριακού είναι-προς-σοσιαλισμό, δεν μας εκφράζει και ούτε σκοπεύουμε να
την αποδομήσουμε εδώ. Η κριτική μας οφείλει να είναι συνολική, ασυμβίβαστη και διαρκής.
Ακόμα και αν συνεπάγεται την χλεύη που συνοδεύει την διανοητική αύρα σε ένα
σύνολο οχλοκρατίας. Η κριτική είναι αυτό που μένει όταν όλα καίγονται και η
αλήθεια είναι ότι το οφείλουμε – το οφείλω - σε ό,τι απομείνει εν τω μέλλοντι.
Comments
Post a Comment