συμπεθέρα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]συμπεθέρα • (sympethéra) f (plural συμπεθέρες, masculine συμπέθερος)
- female relation by marriage; female in-law
- co-mother-in-law
Declension
[edit]Declension of συμπεθέρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπεθέρα • | συμπεθέρες • |
genitive | συμπεθέρας • | συμπεθέρων • |
accusative | συμπεθέρα • | συμπεθέρες • |
vocative | συμπεθέρα • | συμπεθέρες • |
Related terms
[edit]- συμπεθεριάζω (sympetheriázo, “to become related by marriage”)
- πεθερά f (petherá, “mother-in-law”)
- πεθερικά n pl (petheriká, “in-laws”)