Category:Ionic Greek
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Terms or senses in Ancient Greek as spoken in Ionia.
This lect is extinct.
The following labels generate this category: Euboean
(alias eub
)edit; Ionic
(aliases Ionic Greek
, ion
)edit. To generate this category using one of these labels, use {{lb|grc|label}}
.
Etymology-only language code: grc-ion
.
Jump to: Top – Α Β Γ Δ Ε (Ϝ) Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π (Ϙ) Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω (Ϡ) |
Subcategories
This category has only the following subcategory.
T
Pages in category "Ionic Greek"
The following 200 pages are in this category, out of 475 total.
(previous page) (next page)Α
- Ἀβαρβαρέη
- ἀγγελίη
- ἄγγελος
- ἀγγήϊον
- ἄγκεα
- ἀγορή
- ἀγορῇ
- ἀγορήνδε
- ἀγρεύω
- ἀγρός
- ἀδεής
- ἀδεῶς
- Ἀδρίης
- ἄεθλος
- ἀείδω
- ἀείρω
- ἀεκούσιος
- ἀθανάτοισι
- ἀθανάτοισιν
- Ἀθηναίη
- αἰδοίη
- αἰεί
- αἴθω
- αἰνέω
- αἰχμάλωτος
- αἰχμή
- ἀκμάζω
- ἄκρῃ
- ἄκρης
- Ἀλαλίη
- ἀληθέα
- ἀληθείη
- ἀλλοδαποῖσι
- ἁλώῃ
- ἀμβροσίη
- ἀμφίπολος
- ἀμφοτέρῃσι
- ἄν
- ἀναγιγνώσκω
- ἀναγινώσκω
- ἀνέμοισι
- ἄνεμος
- ἄνθρωπος
- ἀξιόω
- ἀπέτηλος
- ἄποικος
- ἀπορίη
- Ἀργείη
- Ἀργείην
- Ἄργεος
- ἄργυρος
- Ἄρηα
- Ἄρηϊ
- ἀρήϊος
- Ἄρηος
- ἀριθμός
- ἅρπη
- ἄρσην
- ἀστός
- ἀτασθαλίη
- ἀτάσθαλον
- ἀτάσθαλος
- αὐδήσασκε
- αὐτοῖσι
- αὐτόμολος
Γ
Δ
Ε
- ἔγχεα
- ἔγχεος
- ἐγώ
- ἐδέξατο
- εἰκώ
- εἵνεκα
- εἴρομαι
- εἴσιδεν
- ἔκγονος
- ἐκδόσις
- ἐκτάμνω
- ἐλαίη
- ἐλευθερίη
- ἐλεύσομαι
- ἔλλαβε
- ἐμέ
- ἐμεῦ
- ἐμεωυτοῦ
- ἐμοί
- ἔμπης
- ἐναντίη
- ἐνθαῦτα
- ἐνθεῦτεν
- ἐνιαυτός
- ἐντανύω
- ἑξάμετρος
- ἐξέτασις
- ἔπαινος
- ἐπάλλομαι
- ἔπεσιν
- ἑπέτης
- ἐπιγινώσκω
- ἐπίστατο
- ἐπιτήδεια
- ἐπιτήδεος
- ἐραστής
- ἐρέω
- Ἐρυθρὴ θάλασσα
- ἐς
- ἐσβάλλω
- ἐσγράφω
- ἐσπλέω
- ἐσχάρη
- ἐσχατιή
- ἑταῖρος
- ἑτέρῃ
- εὑ
- εὐρείῃ
- εὐρείης
- εὖτε
- εὐτυχής
- ἐφέλκυσι
- ἐφελκύσι
- ἐφελκύσιας
- ἐφελκύσιες
- ἐφελκυσίεσσι
- ἐφελκυσίεσσιν
- ἐφέλκυσιν
- ἐφελκύσιος
- ἐφελκύσις
- ἐφελκύσισι
- ἐφελκύσισιν
- ἐφελκυσίων
- Ἐφύρη
- ἔχεσκε
- ἔχεσκεν
- ἔχεσκες
- ἔχεσκον
- ἑωυτοῦ