Nothing Special   »   [go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Gottgläubig

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο θρησκευτικός όρος Gottgläubig (ελλ.: πίστη στα θεία)[1][2] αναφερόταν σε Γερμανούς πολίτες που είχαν εγκαταλείψει τις χριστιανικές εκκλησίες, αλλά ομολογούσαν την πίστη τους σε κάποια ανώτερη δύναμη ή θεϊκό δημιουργό. Χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια της ναζιστικής διακυβέρνησης, ώστε να ενταχθούν οι πολίτες που είχαν εγκαταλείψει τα επίσημα εκκλησιαστικά δόγματα σε ένα ενιαίο θρησκευτικο-εθνικιστικό πλαίσιο. Οι άνθρωποι που ακολουθούσαν την συγκεκριμένη πίστη καλλούνταν Gottgläubige (πιστοί στον Θεό) και ο όρος που αναφερόταν σε αυτήν γενικώς ήταν Gottgläubigkeit (πίστη στον Θεό)[1]. Οι συγκεκριμένοι πολίτες ήταν μεν απομακρυσμένοι από τις διάφορες εκκλησίες, αλλά δεν είχαν και κάποια σχέση με τις τάξεις των άθεων.[2][3] Το 1943, το Φιλοσοφικό Λεξικό περιέγραψε την Gottgläubig ως «επίσημο χαρακτηρισμό για όσους δηλώνουν ένα είδος ευσέβειας και πίστης στον Θεό χωρίς να δεσμεύονται σε ένα εκκλησιαστικό δόγμα, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτουν την αθρησκεία και την αθεΐα».[4] Στην απογραφή του Γερμανικού Ράιχ του 1939, το 3.5% του Γερμανικού πληθυσμού αυτοπροσδιορίστηκε ως Gottgläubig.[2]

  1. 1,0 1,1 Steigmann-Gall, Richard (2003). «Gottgläubig: Assent of the Anti-Christians?» (PDF). The Holy Reich: Nazi Conceptions of Christianity, 1919–1945. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 218–260. doi:10.1017/CBO9780511818103.009. ISBN 9780511818103. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 28 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Ziegler, Herbert F. (2014). Nazi Germany's New Aristocracy: The SS Leadership, 1925-1939. Princeton, New Jersey: Princeton University Press. σελίδες 85–87. ISBN 978-14-00-86036-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαΐου 2018. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  3. Burleigh, Michael (22 Μαρτίου 2012). The Third Reich: A New History. Pan Macmillan. ISBN 978-0-330-47550-1. 
  4. «amtliche Bezeichnung für diejenigen, die sich zu einer artgemäßen Frömmigkeit und Sittlichkeit bekennen, ohne konfessionell-kirchlich gebunden zu sein, andererseits aber Religions- und Gottlosigkeit verwerfen». Philosophisches Wörterbuch Kröners Taschenausgabe. Volume 12. 1943. σελ. 206. . Cited in Cornelia Schmitz-Berning, 2007, p. 281 ff.