Τουρά
Η Τουρά (τουρκ. tuǧra), κάποιες φορές και "τουγράς" (ο), είναι το καλλιγραφικό έμβλημα και μονόγραμμα των Τούρκων ηγεμόνων, από την εποχή των Ογκούζ και των Σελτζούκων μέχρι και περίοδο των σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά την οποία απέκτησε καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά υψηλής αισθητικής. Αποτελείται από το όνομα, το πατρώνυμο και τους τίτλους του σουλτάνου, μαζί με την επίκληση «πάντα νικηφόρος» [el-muzaffer daima]. Σπανιότερα, συναντούμε επίσης τουρά που φέρουν το όνομα ενός αγίου του τάγματος των Σούφι, ένα στίχο από το Κοράνιο ή ένα χαντίθ του προφήτη Μωάμεθ. Ήταν σε χρήση σε κάθε επίσημο έγγραφο, όπως στα φιρμάνια αλλά και σε νομικά έγγραφα ή στην αλληλογραφία του σουλτάνου, και εξελίχθηκε σε έμβλημα του οθωμανικού κράτους και σύμβολο κυριαρχίας.
Η χρήση της ανάγεται στα χρόνια της δυναστείας των Σελτζούκων στο Ιράν (1038-1194), των οποίων αποτελούσε ήδη μακραίωνη παράδοση. Αρχικά, η τουρά ήταν σφραγίδα με την οποία οι νομάδες φύλαρχοι σημάδευαν τα κοπάδια τους, αλλά από τη βασιλεία του Μαλίκ Σαχ (1072-1092) και εφεξής χρησιμοποιούνταν ως έμβλημα του σουλτάνου για την επικύρωση εγγράφων.[1] Φαίνεται πως τον 11ο ή 12ο αιώνα πέρασε επίσης στη νότια Ασία, πιθανότατα μέσα από το έργο καλλιγράφων που κατέφυγαν για διάφορους λόγους στην Ινδία. Σε αντίθεση με την οθωμανική, η οποία λειτουργούσε ως έμβλημα της αυτοκρατορίας, η τουρά της νότιας Ασίας εξελίχθηκε ως αμιγώς διακοσμητικό καλλιγραφικό στοιχείο, περίπου όπως ίσχυε για τους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Άνθισε ιδιαίτερα στη Βεγγάλη, στη διάρκεια του 14ου και 15ου αιώνα, όπου δέσποζε στην αρχιτεκτονική καλλιγραφία και απέκτησε διακριτά χαρακτηριστικά. Γνώστες της ελευθερίας της αραβικής γραφής, οι καλλιγράφοι της Βεγγάλης χρησιμοποίησαν τη φαντασία τους για να δημιουργήσουν νέες φόρμες, ορισμένες από τις οποίες θεωρούνται αφηρημένες αναπαραστάσεις που αντλούν από το φυσικό τοπίο της περιοχής. Στη νότια Ασία παραμένει σε χρήση στα πλαίσια καλλιγραφικών σχεδίων, ιδιαίτερα στο Πακιστάν, όπου συναντάται για παράδειγμα σε νομίσματα, γραμματόσημα και μετάλλια.
Η οθωμανική τουρά υπήρξε μάλλον εξέλιξη της αντίστοιχης των Σετζούκων και ήδη στις παλαιότερες από αυτές, όπως εκείνη του πρίγκηπα και ηγεμόνα της Ρούμελης Σουλεϊμάν Τσελεμπί (ηγ. 806-13/1403-13), διακρίνονται τα βασικά χαρακτηριστικά της: τρεις κάθετες γραμμές στο μέσο της σύνθεσης, προερχόμενες από το γράμμα άλεφ (αραβ. ا), και δύο οβάλ ή ελλειπτικές ανοιχτές καμπύλες που αρχικά σχεδιάζονται με φορά από το κέντρο προς τα αριστερά και στη συνέχεια με αντίθετη φορά, τέμνοντας τις κάθετες γραμμές για να συναντηθούν στο δεξιότερο τμήμα της σύνθεσης. Εξαιρέσεις από τη αυτή τη γενική φόρμα της τουρά αποτελούν ορισμένες στις οποίες διακρίνονται τέσσερεις κάθετες γραμμές ή ακόμα μία ή τρεις καμπύλες. Οι καμπύλες της σύνθεσης πιθανώς προέκυψαν αρχικά ως προεκτάσεις του γράμματος ن του αραβικού αλφάβητου. Οι πρώιμες οθωμανικές τουρά ήταν απλούστερες, γραμμένες με μαύρο μελάνι ή στο χρώμα του χρυσού. Αρχικά χρησιμοποιούνταν ευδιάκριτες στην ανάγνωση γραφές, όπως οι tawqī‛ και riqā, ωστόσο αργότερα, κατά το 16ο αιώνα, υιοθετήθηκαν και οι πιο περίπλοκες γραφές divani και celi divani. Από τα τέλη του 16ου αιώνα, η διακόσμησή της έγινε πιο πλούσια και εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο σχέδιο που διαμορφωνόταν σε διαφορετικά σχήματα. Θεωρείται πως έφτασε στην κλασική και πλούσια μορφή της κατά την εποχή του Σουλεϊμάν Α' του Μεγαλοπρεπή. Περισσότερο πολύχρωμες τουρά συναντώνται από το 17ο αιώνα. Η χρήση των χρωμάτων ή της γραφής δεν ήταν αυθαίρετη αλλά είχε ιδιαίτερη σημασία σύμφωνα με το οθωμανικό πρωτόκολλο. Με τις επαναστατικές καινοτομίες που εισήγαγε ο καλλιγράφος Μουσταφά Ρακίμ στις αρχές του 19ου αιώνα, η τουρά μεταμορφώθηκε σε ένα αριστούργημα αναλογιών, έτσι ώστε να μην είναι πλέον απαραίτητη η περαιτέρω διακόσμησή της. Τουρά στο ύφος του Ρακίμ συναντώνται ωστόσο σπάνια σε έγγραφα, αλλά κατά κύριο λόγο σε επιγραφές.
Με δεδομένο πως οι σουλτάνοι δεν υπέγραφαν τα διατάγματά τους, η τουρά αποτελούσε απόδειξη γνησιότητας ενός εγγράφου και την ευθύνη της είχαν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, όπως οι νισαντζήδες (τουρκ. nişancı). Κατά την πρώιμη και μέση περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, η τουρά σχεδιαζόταν από τον Μεγάλο Βεζίρη. Στους καλλιγράφους απαγορευόταν να υπογράψουν σε έγγραφα που προέρχονταν από το αυτοκρατορικό συμβούλιο (διβάνι). Ήταν το κυριότερο διακοσμητικό στοιχείο σε κάθε φιρμάνι, συνήθως με την τουρά να τοποθετείται στο άνω μέρος του εγγράφου και σε σχετική απόσταση από το όνομα του Θεού. Συναντάται επίσης σε οθωμανικά νομίσματα, καθώς και σε χαρτονομίσματα ή γραμματόσημα του 19ου αιώνα. Η επίσημη χρήση της έπαψε ταυτόχρονα με την καθαίρεση του τελευταίου σουλτάνου Μεχμέτ ΣΤ'.
Διαφορετικές θεωρίες έχουν προταθεί προκειμένου να εξηγήσουν τη μορφή και το συμβολισμό της τουρά. Παραδοσιακά, η συγκεκριμένη φόρμα θεωρείται πως μιμείται τα τρία δάχτυλα και τον αντίχειρα του Μουράτ Α', τα οποία πιστεύεται ότι τοποθέτησε, αφού πρώτα εμβάπτισε σε μελάνι, προκειμένου να υπογράψει μια συνθήκη στη Ραγκούσα της Ιταλίας. Ο συγκεκριμένος θρύλος καταγράφηκε από τον Αυστριακό ανατολιστή Γιόζεφ φον Χάμερ, ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται από άλλες ιστορικές πηγές και αμφισβητείται. Η τουρά έχει συνδεθεί επίσης με το σχήμα της ουράς αλόγου (ή ποηφάγου) που υπήρξε σύμβολο εξουσίας ή υψηλού στρατιωτικού βαθμού στην Κεντρική Ασία.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- "Tughra", The Encyclopedia of Islam, Vol. Χ, E.J. Brill, Leiden: 1997, σσ. 595-598
- Annemarie Schimmel. "Tughra." Grove Art Online. Oxford Art Online. 2009
- Mohammad Yusuf Siddiq, An Epigraphical Journey to an Eastern Islamic Land, Muqarnas, Vol. 7 (1990), σσ. 83-108
- Hannah E. McAllister, Tughras of Sulaimān the Magnificent, The Metropolitan Museum of Art Bulletin, Vol. 34, No. 11 (Nov., 1939), σσ. 247-248
- M. Ugur Derman, Masterpieces of Ottoman Calligraphy, κατάλογος έκθεσης Μουσείου Sakıp Sabancı, 2004
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 8, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, σ. 64.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]