Γυπαετός
Γυπαετός | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος γυπαετός (υποείδος G. b. aureus)
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Gypaetus barbatus (Γυπαετός ο γενειοφόρος) [1] (Linnaeus, 1758) | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Gypaetus barbatus aureus |
Ο γυπαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό που ανήκει στην οικογένεια των Αέτιδων, ένας από τους γύπες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο, και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[3][4]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος G. b. aureus (Hablizl, 1783).[3] [ii]
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Καθοδική ↓ [5]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Gypaetus, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης Γυπάετος (sic).[6] Η λατινική λέξη barbatus στην επιστημονική ονομασία του είδους, σημαίνει «γενειοφόρος» και σχετίζεται με το χαρακτηριστικό πτίλωμα στο ράμφος του πτηνού που μοιάζει με γενειάδα.[7]
Η αγγλική ονομασία του είδους Lammergeier, προέρχεται από την αντίστοιχη γερμανική λέξη Lämmergeier, που σημαίνει «γεράκι των προβάτων» και, έχει τη ρίζα της στη λαϊκή πεποίθηση ότι ο γυπαετός επιτίθεται σε πρόβατα.[8]
Η ελληνική ονομασία παραπέμπει στο γενικό παρουσιαστικό του πτηνού, δηλαδή κάτι μεταξύ αετού και γύπα. Επίσης, στο γεγονός ότι συνδυάζει τις συνήθειες του γύπα (πτωματοφάγος) με τη μεγαλοπρέπεια του αετού.[9]
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Vultur barbatus (Αλγερία, 1758). Η μεταφορά του στο γένος Gypaetus, έγινε το 1784 από τον Γερμανό φυσικοχημικό και φυσιοδίφη Γ. Στορ (Gottlieb Conrad Christian Storr, 1749 – 1821).[10]
Ο γυπαετός ανήκει στους γύπες του λεγόμενου Παλαιού Κόσμου για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του Νέου Κόσμου, που ανήκουν στην οικογένεια Καθαρτίδες (Cathartidae). Όμως, τα γένη αυτών των δύο ομάδων είναι φυλογενετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους και, αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, πολυφυλετική ομάδα μέσα στην οικογένεια Accipitridae, με τους ασπροπάρη), γυπαετό και γυποϊέρακα να αποτελούν ξεχωριστά taxa.[11] Υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση του πτερώματος εντός του είδους, καθώς και γεωγραφικές παραλλαγές όσον αφορά στο μέγεθος των επί μέρους υποειδών.[10]
Γεωγραφική εξάπλωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος εμφανίζει έντονα κατακερματισμένη εξάπλωση σε όλο το φάσμα κατανομής του (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή). Εύρος γεωγραφικών πλατών 53,5° Β με 31° Ν., περίπου.[12] Η ζώνη εξάπλωσής του έχει τα δυτικά της όρια στην Ισπανία και τη Ν. Γαλλία (Πυρηναία) και τα ανατολικά στην Κ. Κίνα. Ενδιαμέσως, απαντά σε αποκλειστικά ορεινές περιοχές, όπως στις Άλπεις, στην περιοχή του Καυκάσου, στην Κρήτη, στην Αραβική Χερσόνησο, στα όρη Ζάγκρος, στα Αλτάι και στα Ιμαλάια. Στην Αφρική, βρίσκεται στην οροσειρά του Άτλαντα, στο Αιθιοπικό υψίπεδο και νότια του Σουδάν, μέχρι την Κένυα και την Τανζανία. Ένας απομονωμένος πληθυσμός υπάρχει στο Drakensberg της Νότιας Αφρικής.[12]
Σε όλες τις επικράτειες όπου απαντά, ο γυπαετός είναι καθιστικό (επιδημητικό) πτηνό, με κάποιες μικρές εσωτερικές μετακινήσεις, ανάλογα με την εποχή.
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Gypaetus barbatus aureus | ΝΔ Ευρώπη (Πυρηναία, Κορσική), ανατολικά προς Ελλάδα, Τουρκία, Τρανσκαυκασία, Μέση Ανατολή, Ιράν, Αφγανιστάν, Α Καζακστάν, ρωσικά Αλτάι, Β και Δ Μογγολία και ΒΔ Κίνα. Επίσης, νότια προς Δ Πακιστάν, Υψίπεδο του Θιβέτ, Ιμαλάια, Νεπάλ και Κ Κίνα | Επιδημητικοί πληθυσμοί | Αποτελεί το κύριο υποείδος (βλ. Μορφολογία), αν και όχι το nominate. Κάποιοι ταξινομικοί φορείς το συμπεριλαμβάνουν στο 2 |
2 | Gypaetus barbatus barbatus | ΒΔ Αφρική (κυρίως στον μαροκινό Υψηλό Άτλαντα) | Ενδημικό στην περιοχή | Είναι το nominate υποείδος. Κάποιοι ταξινομικοί φορείς θεωρούν ότι συμπεριλαμβάνει και το 1 |
3 | Gypaetus barbatus meridionalis | ΒΑ και Α Αφρική, Α Νότια Αφρική και Λεσότο, Υεμένη; | Είναι το αφρικανικό υποείδος. Υπάρχει διχογνωμία για το εάν οι πληθυσμοί της ΝΔ. Αραβικής Χερσονήσου ανήκουν σε αυτό το υποείδος ή στο 1. Ελαφρώς μικρότερο και ελαφρύτερο από το 1, κατά μέσον όρο. Τα «μπαλώματα» στα μάγουλα δεν ενώνονται μεταξύ τους, δεν υπάρχει ημισελινοειδές σημάδι στα ωτικά καλυπτήρια, ταρσοί μη-πτερωμένοι στα τελευταία 4-5 εκ. του ολικού μήκους τους [13] |
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γυπαετός είναι καθιστικό πτηνό σε όλες τις περιοχές όπου απαντά, πολλές φορές όμως θεωρείται ότι οι πληθυσμοί του μετακινούνται, κάτι που οφείλεται στον τεράστιο (sic) ζωτικό χώρο του είδους, με τα νεαρά κυρίως άτομα να διασπείρονται ευρέως.[15] Αν και έχουν υπάρξει περισσότερες από 100 θεάσεις γυπαετών έξω από τα Πυρηναία από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ουδένα από τα 33 νεαρά άτομα στα οποία τοποθετήθηκε ετικέτα στις πτέρυγές τους στο διάστημα 1987 – 1996, παρατηρήθηκε ξανά.
- Το μέσο εύρος ζωτικού χώρου για 13 από αυτούς τους νεαρούς γυπαετούς ήταν 4.932 χμ2.
Μέχρι στιγμής δεν έχουν σημαδευτεί ενήλικα άτομα με ετικέτες ή ραδιοκολάρο. Στις Άλπεις το 70% των απελευθερωμένων ατόμων επιστρέφουν στον τόπο απελευθέρωσης αν ένα πουλί ανακτήθηκε περίπου 1.300 χιλιόμετρα από την περιοχή απελευθέρωσης, έξω από τις Άλπεις. Έτσι, τα νεαρά και ανώριμα άτομα παραμένουν κυρίως στη γειτονιά του συγκεκριμένου «γενέθλιου» ορεινού οικοσυστήματος και φαίνεται να περιπλανώνται λιγότερο από τους άλλους γυπαετούς της Δ. Παλαιαρκτικής γύπες. Ωστόσο, αναζητούν την τροφή τους μέχρι τους πρόποδες των Άλπεων.[16]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες αναφέρονται, μεταξύ άλλων, από τη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Γερμανία, την Τσεχία, τη Ρουμανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, τη Μαυριτανία και τη Σομαλία, τον Λίβανο και τη Βόρεια Κορέα. Έχει εισαχθεί στην Ελβετία, Αυστρία και Ιταλία.[5]
- Στην Ελλάδα, ο γυπαετός είναι πολύ σπάνιο επιδημητικό πτηνό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στη χώρα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους. (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[17][18][19][20][21] Απαντά τόσο στην Κρήτη [22], όσο και στην Κύπρο, αλλά στη δεύτερη έρχεται μόνον ως περιπλανώμενος επισκέπτης, δεδομένου ότι οι συνθήκες κτηνοτροφίας δεν επιτρέπουν τη μόνιμη παρουσία του εκεί.[23]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γυπαετός είναι ένα αρπακτικό, ταυτισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου με τα ορεινά οικοσυστήματα, τα διάσπαρτα βράχια, τους απομονωμένους μονόλιθους, τους γκρεμούς, τα βάραθρα, τα φαράγγια και τις χαράδρες. Συχνά, αυτές βρίσκονται σε «σπασμένο» τερέν, κοντά σε αλπικού τύπου λιβάδια και ορεινά βοσκοτόπια, βραχώδεις ξεροπόταμους (όπως τα wadis στη Μέση Ανατολή), μεγάλου υψομέτρου στέπες και, περιστασιακά, γύρω από δάση. Φαίνεται να προτιμά έρημες, ή ελαφρά κατοικημένες περιοχές, όπου άλλα αρπακτικά, όπως λύκοι και χρυσαετοί, έχουν υγιείς πληθυσμούς, για να αποκομίζει οστά ως «λάφυρα» από το κυνήγι τους. Επίσης, χρειάζεται τρεχούμενα νερά κοντά στην επικράτειά του.[24] Στην Αιθιοπία, συχνάζει πλέον σε σκουπιδότοπους στα περίχωρα των μικρών χωριών και πόλεων.
Παρά το γεγονός ότι, κατά καιρούς, κατεβαίνουν στα 300-600 μέτρα (λ.χ. στην Αιθιοπία), οι γυπαετοί είναι σπάνιοι κάτω από το υψόμετρο των 1.000 μέτρων και, συνήθως, κατοικούν πάνω από τα 2.000 μέτρα σε ορισμένα τμήματα της περιοχής τους. Τις περισσότερες φορές βρίσκονται γύρω ή πάνω από τη γραμμή των δέντρων (αλπική ζώνη), κοντά στις κορυφές των βουνών, μέχρι και τα 2.000 μέτρα στην Ευρώπη, τα 4.500 μέτρα στην Αφρική και τα 5.000 μέτρα στην κεντρική Ασία. Μπορούν και ζουν σε υψόμετρο 7.300 μέτρων στο όρος Έβερεστ, ενώ έχουν παρατηρηθεί στην ίδια περιοχή να πετάνε περιστασιακά σε ύψος 7.500-7.800 μέτρων (!), που σημαίνει ότι είναι από τους πλέον χαρισματικούς ιπτάμενους ζωντανούς οργανισμούς του πλανήτη.[25][26][27]
- Στην Ελλάδα, ο γυπαετός απαντά σε ορεινές κοιλάδες κατά τη διάρκεια του χειμώνα και στην αλπική ζώνη πάνω από το δασοόριο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Παρατηρείται συνήθως κοντά σε βράχια ή απότομες ορθοπλαγιές, τόσο στην ενδοχώρα όσο και σε παράκτιες περιοχές και σε υψόμετρο 400-2.500 μ.[28] Μπορεί να αναζητά την τροφή του και σε λόφους με αραιή βλάστηση, αλπικά λιβάδια, κ.α.[29] Φαίνεται ότι η παρουσία του σχετίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με την παρουσία των όρνεων στην ευρύτερη περιοχή.[30]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γυπαετός είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος γύπας, το μεγαλύτερο πτηνό της Ευρώπης [30] και, από τα μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά στον κόσμο. Μόνο ο μαυρόγυπας είναι βαρύτερος από αυτόν, ενώ το όρνιο έχει ανάλογο άνοιγμα πτερύγων. Τα φύλα, εκτός από κάποια μικρή διαφορά μεγέθους υπέρ των θηλυκών, είναι όμοια.[26][31] Από τα άτομα της Ευρασίας, τα ευρισκόμενα στην περιοχή των Ιμαλαΐων, τείνουν να είναι ελαφρά μεγαλύτερα από εκείνα άλλων περιοχών.[32]
Οι εντυπωσιακές του διαστάσεις, το σχήμα της ουράς του κατά την πτήση και η χαρακτηριστική του «γενειάδα» , το καθιστούν ένα από τα ευκολότερα πτηνά στην αναγνώριση πεδίου.
Πέρα από το εντυπωσιακό του μέγεθος, γενικά, έχει πτέρωμα όπου επικρατεί το γκρίζο, το λευκό και το χρώμα της σκουριάς στα ενήλικα άτομα, ενώ τα νεαρά πουλιά έχουν εντελώς σκούρα «φορεσιά» . Το κεφάλι είναι μικρό σε σχέση με το σώμα, αλλά ο τράχηλος είναι μακρύς και πανίσχυρος. Έχει επίμηκες, λεπτό σώμα, που μερικές φορές εμφανίζεται πιο «στρουμπουλό», λόγω της καμπουρωτής του στάσης. Οι εντυπωσιακές πτέρυγες και η ουρά έχουν μεγάλο μήκος, ενώ οι ταρσοί είναι είτε πτερωμένοι είτε έν μέρει άπτεροι και τα πόδια ισχυρά.[26]
Οι αναλογίες του γυπαετού, θεωρείται από τους ειδικούς ότι είναι εκείνες ενός γερακιού σε πολλαπλάσια κλίμακα.[33]
Σε αντίθεση με τον μαυρόγυπα και το όρνιο, ο γυπαετός δεν έχει φαλακρό κεφάλι. Τα ενήλικα άτομα έχουν, ως επί το πλείστον, σκουρογκρίζο χρώμα, με τη ράχη να πλησιάζει στο γκρίζο-μπλε ή γκριζόμαυρο χρώμα. Η κάτω επιφάνεια έχει μεν υπόλευκο χρώμα, αλλά σπάνια θα το δει κανείς αυτό -κυρίως σε άτομα σε αιχμαλωσία-, διότι συνήθως αποκτά ένα πορτοκαλοκίτρινο χρώμα σκουριάς. Αυτό το χρώμα μπορεί να προέρχεται από τρίψιμο σε σκόνη ή κολύμβηση και κύλισμα σε λασπώδες έδαφος, ή από την κατανάλωση πλούσιου σε μεταλλικά στοιχεία νερού.
Το καφετί-κρεμώδες χρώμα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το πιο υπόλευκο μέτωπο, το μαύρο «μπάλωμα» στα μάγουλα και, κυρίως, τις χαρακτηριστικές σκληρές τρίχες (σμήριγγες) στο πηγούνι, κάτω από το ράμφος, που σχηματίζουν «γενειάδα» και αποτελούν το βασικό διαγνωστικό του στοιχείο. Στην περιοχή των ωτικών καλυπτηρίων υπάρχει μαύρη δέσμη τριχών, που δημιουργεί χαρακτηριστικό σημάδι σε σχήμα ημισελήνου. Τα πρωτεύοντα ερετικά και τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι γκρίζα. Η ουρά κατά την πτήση, εμφανίζεται μακριά και έντονα σφηνοειδής, ενώ σε εμπρόσθια όψη, οι πτέρυγες διατηρούνται σχεδόν ευθείες, με ελαφρά ανασηκωμένα τα άκρα τους.
Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από χαρακτηριστική, κόκκινη ή σκούρα πορτοκαλί σκληρωτική (scleral) μεμβράνη που, εν πολλοίς, αντανακλά τη διάθεση του πτηνού: όσο πιο εκνευρισμένο ή αγχωμένο είναι, τόσο πιο λαμπερή γίνεται. Η ίριδα είναι κρεμ-κίτρινη, ενώ τα πόδια είναι γκρίζα στο χρώμα του μολυβιού. Το κήρωμα είναι ανοικτό κυανό ή γκρίζο-κυανό αλλά, συχνά, καλύπτεται από τη «γενειάδα».[33]
Τα νεαρά άτομα είναι διαφορετικά από τους ενήλικες, με σκούρα καφέ-γκρίζα άνω επιφάνεια σώματος, σκούρο κίτρινο-μπεζ σημάδι στον μανδύα, σκοτεινόχρωμη, «βρώμικη», καφέ-γκρίζα ή σκωριόχρωμη κάτω επιφάνεια σώματος, πολύ σκούρο, σχεδόν μαυριδερό κεφάλι και πολύ μικρότερη «γενειάδα». Το πτέρωμα «ανοίγει» με το πέρασμα των ετών για να γίνει όπως των ενηλίκων, μετά από 4-5 χρόνια. Η ίριδα είναι γκρίζα-καφέ ή κόκκινη-καφέ, ενώ η σκληρωτική μεμβράνη είναι πορτοκαλί-κόκκινη. Τα πόδια είναι ανοικτοκίτρινα ή γκρίζα-κίτρινα.[34]
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: (94-) 110 έως 115(-125) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: (210-) 249 έως 280 (-283) εκατοστά
- Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ (72,5-) 74 έως 79 (-88,5) εκατοστά, ♀ 71,5 έως 81 (-91) εκατοστά
- Μήκος ουράς: ♂ (43-) 46 έως 47 (-52) εκατοστά, ♀ (44-) 47 έως 51 εκατοστά
- Μήκος ταρσού: ♂ (88-) 93 έως 94 (-100) εκατοστά, ♀ (89-) 92 έως 93 (-94) εκατοστά
- Βάρος: (4,5-) 5,6 έως 7 (-7,2) κιλά
(Πηγές:[13][9][16][35][36][37][38][39][40][41][42][43][44]
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως και οι άλλοι γύπες, ο γυπαετός τρέφεται με θνησιμαία (scavenger), κυρίως νωπά σφάγια παρά πολυκαιρισμένα κουφάρια.[36] Εκείνο, όμως, που τον χαρακτηρίζει είναι ότι, χωρίς να περιφρονεί την πραγματική σάρκα, στρέφεται κατά 85-90% στα οστά και τον μυελό τους. Στην πραγματικότητα, είναι το μόνο είδος πτηνού που ειδικεύεται τόσο πολύ στο συγκεκριμένο διατροφικό στοιχείο.[33] Είναι σε θέση να καταπιεί ολόκληρο οστό μέχρι το μέγεθος του μηρού ενός αρνιού,[45], ενώ το ισχυρό πεπτικό σύστημα του διαλύει γρήγορα ακόμα και μεγάλα κομμάτια (βλ. Φυσιολογία). Επιπλέον, μπορεί εύκολα να απογειωθεί μετά από ένα μεγάλο γεύμα, σε αντίθεση με τo όρνιo που πρέπει πρώτα να χωνέψει την τροφή του. Πολλές φορές, όταν καταπίνει ένα μακρύ κόκκαλο, ενώ η μία άκρη του βρίσκεται έξω από το στόμα του, έχει αρχίσει η πέψη της άλλης άκρης που βρίσκεται στο στομάχι του.[46] Είναι παροιμιώδης η τεχνική του να ρίχνει από μεγάλο ύψος οστά ή και ζωντανούς οργανισμούς (βλ. Ηθολογία).
Ζωντανά θηράματα, σπάνια δέχονται επίθεση από τον γυπαετό, αλλά ίσως σε μεγαλύτερη συχνότητα από τους άλλους γύπες.[33] Οι χελώνες φαίνεται να αποτελούν την κύρια προτίμησή του και, σε μικρότερο ποσοστό, μαρμότες, λαγοί, σκίουροι, πέρδικες φασιανοί και περιστέρια, ενώ από τα μεγάλα θηλαστικά έχουν καταγραφεί επιθέσεις σε αιγοειδή (αίγαγροι, κατσίκια, αντιλόπες) ανάλογα με την αφθονία τους. Τις περισσότερες φορές, όμως, αυτά τα ζώα έχουν σκοτωθεί από τον αιφνιδιασμό τους και την πτώση τους από τις ορθοπλαγιές όπου κατοικούν, παρά από την ίδια την επίθεση του γυπαετού. Επίσης, πολλά μεγάλα ζώα σκοτώνονται όταν είναι νεαρά και ασταθή ακόμη στην ισορροπία, ή είναι ασθενικά και ετοιμοθάνατα.[47] Ειδικά, στο Αιθιοπικό υψίπεδο, οι γυπαετοί έχουν προσαρμοστεί να ζουν σε μεγάλο βαθμό από τα ανθρώπινα σκουπίδια, εισερχόμενοι ακόμη και στον οικιστικό ιστό.
Ο γυπαετός, εκ της φύσεως της τροφής του, ουδέποτε εμπλέκεται σε «διαμάχες» πάνω από ένα σφάγιο, αλλά περιμένει υπομονετικά τη σειρά του (τελευταίος), καθόσον μόνον αυτός τρώει τα μεγάλα οστά. Εφόσον όμως δεν υπάρχει άλλο αρπακτικό πτηνό τρώει και τη σάρκα του θνησιμαίου, ενώ όταν η τροφή είναι επαρκής μπορεί να τη φέρει για αποθήκευση στη φωλιά του. Οι εκτάσεις αναζήτησης τροφής που οι γυπαετοί «κτενίζουν» ευλαβικά σε καθημερινή βάση για ολόκληρες εβδομάδες ή και μήνες είναι τεράστιες. Έχει υπολογιστεί πως, ένα ενήλικο άτομο μπορεί να καλύψει έως και 700 χιλιόμετρα μέσα σε μία (1) ημέρα.[48]
Στην Ελλάδα, το είδος εξαρτάται αποκλειστικά από τη νομαδική κτηνοτροφία. Στην Κρήτη οι μικρές ομάδες αιγοπροβάτων που ζουν σε ημιάγρια κατάσταση σε όλους τους ορεινούς όγκους του νησιού αποτελούν σημαντική πηγή τροφής του.[49]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γυπαετός είναι αρκετά επιφυλακτικό πτηνό. Συχνά, κάθεται σε σημείο επόπτευσης του χώρου, συνήθως έναν εκτεθειμένο βράχο -σπανιότερα σε κάποιο δένδρο-, με χαρακτηριστική «καμπουριαστή» στάση, ενώ στο έδαφος περπατάει με ασταθές, τρικλιστό βάδισμα. Είναι μοναχικό πτηνό ή, το πολύ, σχηματίζει ζευγάρια. Ωστόσο, στις θέσεις ρίψης απορριμάτων στην Αιθιοπία, έχουν παρατηρηθεί σμήνη των 20 ατόμων.
Θραύση οστών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι παροιμιώδης η τεχνική του γυπαετού να σπάζει εκείνα τα οστά που είναι πολύ μεγάλα για να καταποθούν ολόκληρα: κρατώντας τα με το ράμφος ή τους γαμψώνυχές του, ανεβαίνει σε ύψος 50-150 μέτρων και τα αφήνει να πέσουν πάνω στα βράχια, οπότε αυτά σπάνε σε μικρότερα κομμάτια, ενώ ταυτόχρονα εκτίθεται το μεδούλι τους. Το αξιοσημείωτο αυτό στοιχείο της ηθολογίας του, έδωσε στον γυπαετό το προσωνύμιο bone breaker «οστεοθραύστης» (ελλην. «κοκκαλάς»). Οι διαστάσεις των οστών μπορεί να φθάνουν τα 10 εκατοστά σε διάμετρο και τα 4 κιλά βάρος, ενώ έχουν παρατηρηθεί να μεταφέρουν οστά ίσου βάρους με το δικό τους σώμα (!).[33] Μετά τη ρίψη των οστών, ο γυπαετός κατεβαίνει για να ελέγξει το αποτέλεσμα και επαναλαμβάνει το εγχείρημα εάν αυτά δεν είναι επαρκώς ραγισμένα.
Είναι τέτοια η επιμονή τού γυπαετού σε αυτή την πρακτική που έχει παρατηρηθεί να την επαναλαμβάνει μέχρι και 20-50 φορές. Τα σημεία που χρησιμοποιούνται γι’ αυτόν τον σκοπό φαίνεται ότι είναι συγκεκριμένα και μάλιστα αποκαλούνται ossuaries (σημ. σε ελεύθερη απόδοση «θέσεις [ρίψης] οστών» ή τοπικά στην Ελλάδα «σπάστρες»), χρησιμοποιούνται δε επί δεκαετίες, πιθανόν επί αιώνες (!)[33]
Αυτή η τεχνική είναι, βέβαια, επίκτητη και απαιτεί εκτεταμένη πρακτική, με τα ανώριμα πουλιά να χρειάζονται έως και επτά χρόνια για να την κάνουν κτήμα τους.[50] Πιο σπάνια, γυπαετοί έχουν παρατηρηθεί στο έδαφος να προσπαθούν να σπάσουν τα οστά (συνήθως μεσαίου μεγέθους), χτυπώντας τα απ'ευθείας στα βράχια. Την ίδια τεχνική χρησιμοποιούν και για να σπάσουν το κέλυφος από τις χελώνες, που δεν αποτελούν όμως προτεραιότητα για τον γυπαετό, όσο υπάρχει διαθέσιμη η κανονική τους τροφή. Αντίθετα, οι χρυσαετοί χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο τέχνασμα πιο συχνά με τις χελώνες.
Ωστόσο, οι γυπαετοί της Αφρικής έχουν παρατηρηθεί να ρίχνουν από ψηλά ακόμη και ύρακες (Procavia capensis).[47]
Φυσιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συνήθεια του γυπαετού να τρέφεται με οστά, προϋποθέτει και ανάλογη φυσιολογία στομάχου. Έχει αποδειχθεί, κατόπιν μετρήσεων, ότι το περιβάλλον του στομάχου ενός γυπαετού είναι ισχυρότατα όξινο, με PH=1 (!) (του ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες έχει ΡΗ= 3-7), που σημαίνει πρακτικά ότι ένα μεγάλο οστό μπορεί να διαλυθεί και να χωνευτεί μέσα σε ένα 24ωρο. Η υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος του μυελού των οστών, καθιστά την καθαρή ενεργειακή αξία του οστού σχεδόν τόσο υψηλή όσο αυτήν ενός μυός, ακόμη και αν το οστό δεν έχει χωνευθεί πλήρως. Ένας σκελετός από σφάγιο ζώου αφημένος σε συνθήκες βουνού αφυδατώνεται και έτσι προστατεύεται από βακτηριακή αποδόμηση. Επομένως ο γυπαετός μπορεί να καταναλώσει το υπόλοιπο του σφαγίου ακόμη και μήνες μετά την κατανάλωση των μαλακών μερών από άλλα αρπακτικά ζώα, προνύμφες ή βακτήρια.[51]
Πτήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γυπαετοί είναι άριστοι ανεμοπόροι και περνούν το μεγαλύτερο τμήμα της ημέρας στον αέρα, κυριολεκτικά. Πετούν με αρχοντικό, «ανέξοδο» τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τα ανοδικά θερμικά ρεύματα, ενώ όταν χρειαστεί να φτεροκοπήσουν, οι κινήσεις τους είναι αργές και «βαθιές». Πολύ συχνά, μπορεί κάποιος να τους παρατηρήσει να γυροπετούν (soaring) κάνοντας «περιπολίες» στις ορθοπλαγιές και τις χαράδρες, ιδιαίτερα τις ζεστές μέρες, και να κερδίζουν ύψος μέσω των θερμικών στηλών αέρα που δημιουργούνται στο στενό αυτό περιβάλλον, χωρίς καν να κινούν τις πτέρυγές τους. Η πτήση είναι τόσο άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic), όπως στον μαυρόγυπα και το όρνιο.[36]
Το κεφάλι και ο λαιμός εξέχουν σαφώς από το υπόλοιπο σώμα, ενώ οι πτέρυγες εμφανίζονται πολύ μακριές και ασυνήθιστα στενές και μυτερές, 2,4 φορές το ολικό μήκος σώματος. Τα ακραία πρωτεύοντα ερετικά φτερά, έχουν τη μορφή ανοικτών «δακτύλων», χαρακτηριστικό όλων των γυπών και αετών, που τα κρατάει ελαφρά ανορθωμένα προς τα πάνω όταν γυροπετάει ή προς τα κάτω όταν αερολισθαίνει.[36] Η έντονα σφηνοειδής ουρά φαίνεται από κάτω σε σχήμα «διαμαντιού» (sic), σκούρα καφέ ή και μαυριδερή από απόσταση ενώ, παραδόξως, η «γενειάδα» μπορεί να είναι διακριτή ακόμη και στα 300 μ. μακριά από τον παρατηρητή.[33]
- Η σιλουέτα του γυπαετού στον αέρα θυμίζει έντονα ασπροπάρη σε μικρογραφία. Μάλιστα, πολλές φορές είναι ευκολότερο να εντοπιστεί από τη σκιά που δημιουργεί η πτήση του στη φωτεινή ορθοπλαγιά.[36]
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γυπαετός είναι συνήθως σιωπηλό πτηνό· κατά την εναέρια επίδειξη κοντά στη φωλιά, φωνάζει με οξείες, ηχηρές νότες σαν σφυρίγματα ή μια τρίλια.[36]
- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γυπαετός αναζητά την τροφή του σε μια τεράστια περιοχή που βρίσκεται υπό την κυριαρχία του. Το ίδιο ισχύει και κατά την περίοδο αναπαραγωγής (ζωτικός χώρος), με τα ζευγάρια να ελέγχουν από 100 έως 400 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκταση. Η περίοδος αναπαραγωγής είναι μεταβλητή, ανάλογα με το υποείδος και τη γεωγραφική περιοχή και μπορεί να κυμαίνεται από τον Δεκέμβριο μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο στην Ευρασία (στην Ελλάδα Ιανουάριο με Φεβρουάριο), από Νοέμβριο-Ιούνιο στην ινδική υποήπειρο, από Οκτώβριο - Μάιο στην Αιθιοπία ή και όλο το χρόνο στην Α. Αφρική και Μάιο με Ιανουάριο στη Νότια Αφρική.[47] Παρόλο που ο γυπαετός είναι μοναχικό πτηνό, ο δεσμός μεταξύ ενός ζεύγους αναπαραγωγής είναι συχνά σημαντικά στενός, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις, πολυανδρία (το θηλυκό ζευγαρώνει με περισσότερα του ενός, αρσενικά) έχει καταγραφεί στο είδος. Οι «προγαμιαίες» τεχνικές προσέλκυσης του θηλυκού είναι εντυπωσιακές και περιλαμβάνουν επίδειξη και εμπλοκή των γαμψωνύχων, σπειροειδείς και κάθετες εφορμήσεις κ.α. Η πυκνότητα των φωλιών σε μια επικράτεια είναι εξαιρετικά χαμηλή και κυμαίνεται από 1 φωλιά / 100 χμ2 μέχρι 1 / 625 χμ2 στην Αφρική. Στα Πυρηναία, η πυκνότητα είναι 2 φωλιές / 100 χμ2 [47]
Η φωλιά (eyrie) είναι ένας μεγάλος σωρός από ξύλα που, όταν είναι καινούργια, φθάνει το 1 μέτρο μήκος και 60 εκατοστά βάθος, ενώ με την επαναχρησιμοποίησή της κάθε έτος, αποκτά τεράστιες διαστάσεις: έχουν μετρηθεί φωλιές με πλάτος 3 μέτρα και ύψος 2 μέτρα, λόγω των υπολειμμάτων τροφής και των σκουπιδιών που μαζεύονται εκεί μέσα, σταδιακά. Συνήθως, οι φωλιές βρίσκονται πολύ ψηλά από την επιφάνεια του εδάφους (μέχρι και 700μ.), σε σπηλιές και σε προεξοχές βράχων ή σε απότομες ορθοπλαγιές, οπότε είναι εξαιρετικά δύσκολο για τυχόν θηρευτές να έχουν πρόσβαση.[45] Συχνά, οι γυπαετοί κατασκευάζουν δύο και τρεις μεγάλες φωλιές αλλά γεννούν σε μία από αυτές.[46] Το υλικό επίστρωσης είναι μαλλί, ξεραμένο δέρμα και περιττώματα ή σκουπίδια.
Η γέννα αποτελείται συνήθως από 1 έως 2 ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, -αν και έχουν καταγραφεί μέχρι 3 αβγά σε σπάνιες περιπτώσεις στην Ινδία-, διαστάσεων 85,6 Χ 66,1 χιλιοστών.[52] Τα αβγά εναποτίθενται με διαφορά μίας (1) εβδομάδας το ένα από το άλλο, τα οποία επωάζονται από το θηλυκό για 53 έως 60 ημέρες. Δυστυχώς, η διαφορά αυτή της μίας εβδομάδας, είναι αρκετή ώστε να επιβιώνει μόνον ο πρώτος νεοσσός. Μετά την εκκόλαψη, και οι δύο γονείς φέρνουν τροφή για 3 εβδομάδες περίπου, ενώ οι νεοσσοί -αν έχουν επιζήσει και οι δύο- μένουν για 100-130 ημέρες στη φωλιά, πριν πτερωθούν.[52] Εξαρτώνται από τους γονείς για τα επόμενα 1-2 χρόνια, ενώ αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων στα 5 με 7 χρόνια.
Στην Ελλάδα, ο γυπαετός φωλιάζει σε σχετικά χαμηλό υψόμετρο (750 μ.), αποτέλεσμα της εξάρτησής του από τα μεταφερόμενα κοπάδια, αποφεύγοντας συστηματικά τις βόρειες εκθέσεις.[53] Ειδικά στην Κρήτη έχει καταγραφεί η χαμηλότερη φωλιά εν ενεργεία (300 μ.) και η πρωιμότερη ωοτοκία του είδους (10 Οκτωβρίου) παγκοσμίως.[54] Η ωοτοκία πραγματοποιείται από τα μέσα Νοεμβρίου έως τα τέλη Ιανουαρίου, με την αναπαραγωγικότητα του είδους αρκετά χαμηλή (0,25-0,60 νεοσσοί/επικράτεια/έτος), και τη συντριπτική πλειονότητα των νεοσσών που πτερώνονται κάθε χρόνο (2-3) να προέρχεται από δύο επικράτειες: της δυτικής Κρήτης και του Εθνικού Πάρκου Λευκών Ορέων.[55]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά, οι κύριες αιτίες της -εν εξελίξει- μείωσης των πληθυσμών του είδους φαίνεται να είναι η μη στοχευμένη (έμμεση) δηλητηρίαση, η λαθροθηρία, η υποβάθμιση των οικοτόπων, οι οχλήσεις των πτηνών αναπαραγωγής, η ανεπαρκής διαθεσιμότητα τροφής, οι αλλαγές στις κτηνοτροφικές πρακτικές και οι συγκρούσεις με ηλεκτροφόρα καλώδια και ανεμογεννήτριες (Ferguson-Lees και Christie 2001, Barov και Derhé 2011, S. Xirouchakis in litt. 2012).
Στη Ν. Ασία, η πιο σημαντική δυνητική απειλή μπορεί να προέρχεται από τη δικλοφενάκη, ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ) που χρησιμοποιείται στην κτηνοτροφία και φέρει την ευθύνη για την καταστροφική πτώση σε 3 από τα είδη Gyps της περιοχής από το 1990, μέσω της κατάποσης από μολυσμένα σφάγια και προκύπτουσα νεφρική ανεπάρκεια. Στα Ιμαλάια της Ινδίας, το είδος μπορεί να επηρεάζεται από την αύξηση των άγριων σκύλων που, ενδεχομένως, ανταγωνίζονται τον γυπαετό για την τροφή. Οι ραγδαίες αυξήσεις στη βόσκηση και των ανθρώπινων πληθυσμών στα βουνά του Ιράν, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Τουρκία και το Δ. Πακιστάν προκάλεσαν υποβάθμιση των οικοτόπων του είδους στις εν λόγω χώρες. Οι κατάλληλοι βιότοποι απειλούνται επίσης από την κατασκευή αγωγού μέσα από τα βουνά Αλτάι και τον Καύκασο, και την κατασκευή ηλεκτρικού δικτύου που έχει προγραμματιστεί από το Αφγανιστάν, μέσω Τατζικιστάν, στο Πακιστάν και την Ινδία. Σε ορισμένα μέρη του Νεπάλ, το είδος μπορεί να υποφέρει από τη συλλογή των νεοσσών, καθώς θεωρούνται από τους ντόπιους ως καλός οιωνός ευημερίας, καθώς και την καταστροφή των φωλιών για να πάρουν τα υλικά τους. Επίσης, υπάρχει λαθροθηρία επειδή τα έντερα του είδους θεωρούνται «φάρμακο» στην παραδοσιακή ιατρική. Η χρήση ζιζανιοκτόνων, εντομοκτόνων και μυκητοκτόνων μπορεί επίσης να έχουν επιπτώσεις στο πτηνό.[5]
Στην Α. Αφρική, η πιο εκτεταμένη απειλή φαίνεται ότι είναι η δηλητηρίαση. Ειδικά στην Αιθιοπία, το είδος απειλείται από την κατασκευή γραμμών μεταφοράς ρεύματος στις ορεινές περιοχές και τη χρήση δηλητηρίων για τον έλεγχο των σκύλων σε σκουπιδότοπους. Μελέτη (Simmons και Jenkins, 2007) έδειξε ότι, οι τάσεις των πληθυσμών στη νότια Αφρική μπορεί να συσχετιστούν με την εξέλιξη του κλίματος. Παρά την απειλή της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, το είδος φαίνεται να προσαρμόζεται και να φωλιάζει σε «τροποποιημένα» τοπία, όπως στην Αιθιοπία.[5]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γυπαετός, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων κάθε πληθυσμού, τοπικά απειλείται σε διεθνές επίπεδο. Απαντά σε αποικίες που μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να φθάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα, με πιο συχνή την παρουσία του στην Αιθιοπία (χώρα «κλειδί») και ορισμένες περιοχές των Ιμαλαΐων. Είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί από την Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά άρχισε εκ νέου -σε τοπικό επίπεδο και σε προστατευόμενες περιοχές- η αποκατάστασή του (Πυρηναία, Άλπεις, Ν. Γαλλία, Κορσική). Έχει, επίσης, μειωθεί σε τμήματα της Ασίας και της Αφρικής, αν και λιγότερο από ό, τι στην Ευρώπη. Σήμερα οι κίνδυνοι προέρχονται κυρίως από τα δηλητήρια για κάποια σαρκοφάγα, την υποβάθμιση των οικοτόπων, την όχληση στις φωλιές, τη μειωμένη τροφοδοσία λόγω καλυτέρευσης των συνθηκών υγιεινής και τις συγκρούσεις με τις γραμμές μεταφοράς ενέργειας. Σε μερικές, παραδοσιακού τύπου, κοινωνίες διώκονται αδικαιολόγητα, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται ότι επιτίθενται σε παιδιά και κατοικίδια ζώα, ενώ είχε επίσης θηρευθεί ως κυνηγετικό «τρόπαιο».[56]
Στην Ινδία, το είδος είναι τοπικά κοινά σε όλη την Ιμαλάια, από το Κασμίρ μέχρι το Αρουνάτσαλ Πραντές. Μερικές υψομετρικές μεταναστεύσεις συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οπότε εμφανίζεται περιστασιακά μόλις στα 600 μ. Είναι ευρέως διαδεδομένος υψομετρικός μετανάστης στο Νεπάλ, με τον πληθυσμό του στη χώρα να εκτιμάται σε 500 περίπου άτομα το 2010. Το είδος έχει περιγραφεί ως σπάνιο στο Μπουτάν, ενώ στο Ιράκ μπορεί να έχουν απομείνει λιγότερα από 20 ζευγάρια.[5]
Ο γυπαετός θεωρείται σπάνιος και σε υψηλό κίνδυνο στην Αίγυπτο, αλλά στην Αιθιοπία εκτιμάται ότι υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες ζευγάρια στην Αιθιοπία. Το 2011, υπήρχαν μόνο τρεις θέσεις φωλιάσματοςστην Κένυα, και έξι ή περισσότερες στην Τανζανία, με τον πληθυσμό στην Ουγκάντα άγνωστο, αν και υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για σχεδόν ολική απώλεια του πληθυσμού στο όρος Elgon. Μόλις 5-10 ζευγάρια υπάρχουν στο Μαρόκο, αλλά δεν έχουμε πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του είδους στην Αλγερία. Θεωρείται εξαφανισμένο στην Τυνησία Στο νότιο τμήμα της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Αφρικής, ο πληθυσμός εκτιμάται σε περί το 100 αναπαραγωγικά ζευγάρια.[5]
Στην Ευρώπη, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί στις Άλπεις (με την εμφάνιση νέων αναπαραγωγικών ζευγών, λόγω ενός σχεδίου επανεισαγωγής, με 19 ζεύγη το 2010, καθώς και στα Πυρηναία, ιδιαίτερα στο κεντρικό τους τμήμα (Αραγωνία, Ισπανία), με τον πληθυσμό του είδους από 39 ζεύγη το 1994, να ανεβαίνει στα 72 ζευγάρια το 2010. Στην Ισπανία, δύο προγράμματα επανεισαγωγής είναι σε εξέλιξη στην Ανδαλουσία και τα βουνά της Κανταβρικής. Ο συνολικός πληθυσμός στις χώρες της ΕΕ εκτιμάτο σε 175 ζεύγη το 2010. Στην Τουρκία, ένας μέγιστος πληθυσμός από 160 ζεύγη θεωρείται πιθανός, ενώ στην Αρμενία, ο πληθυσμός εκτιμάται σε 13-15 αναπαραγόμενα ζευγάρια. Στα Ιμαλάια της Ινδίας, έχει υπάρξει επιδείνωσης στους εκεί πληθυσμούς κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Οι πληθυσμοί στο Λαντάκ θεωρούνται, πιθανόν, ασφαλείς. Κατακόρυφες μειώσεις σημειώθηκαν στην περιοχή Mustang του Νεπάλ, ενώ ο πληθυσμός φαίνεται να είναι σταθερός στο ΝΑ. Καζακστάν. Στην Υεμένη, το είδος φαίνεται να έχει μειωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.[5]
Χάρη, κυρίως, στους υγιείς αφρικανικούς πληθυσμούς, το είδος αποφεύγει προς το παρόν τα χειρότερα σε παγκόσμιο επίπεδο και κατατάσσεται ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ) από την IUCN.[5]
Κατάσταση στην Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ο γυπαετός είναι ο σπανιότερος γύπας της Ελλάδας και, μάλιστα, δεν σχηματίζει αποικίες όπως οι 3 υπόλοιποι.[57]
Στην Ελλάδα, ο γυπαετός υπήρξε αρκετά κοινός μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, σε όλα τα απόκρημνα βουνά τόσο στην ενδοχώρα, όσο και σε πολλά νησιά (Αττική, Ταΰγετος, Χελμός, Κλεισούρα Μεσολογγίου, Λευκάδα, Ρόδος, κ.α.). Σήμερα έχει εξαφανιστεί από όλες αυτές τις περιοχές.[58] Στη δεκαετία το ’70, μόλις 25 ζευγάρια είχαν απομείνει. Στη δεκαετία του ’90, είχαν απομείνει 12-18 ζευγάρια και η μείωση αυτή αποδόθηκε στη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για τους λύκους σε αρκετά βουνά της Στερεάς και της Θεσσαλίας.[59] Η πτωτική αυτή τάση συνεχίστηκε σε όλη τη δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του γυπαετού να μειωθεί κατά 84% και η κατανομή του κατά 75%. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχαν απομείνει 4 ζευγ. στην Κρήτη και ένα (1) μεμονωμένο άτομο στο ορεινό τόξο της Αριδαίας (Τζένα-Πίνοβο) στη Δ. Μακεδονία.[60]
Σήμερα ο γυπαετός απαντά μόνο στην Κρήτη, με 8 περίπου ζευγάρια,[61] που αποτελούν και τον μοναδικό αναπαραγωγικό πληθυσμό της ΝΑ. Ευρώπης, πλην Τουρκίας.[62]. Ο συνολικός του πληθυσμός στην Κρήτη δεν ξεπερνά τα 30 άτομα, εκ των οποίων περίπου το 1/3 είναι ανώριμα.[63]
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα δηλητηριασμένα δολώματα, μια πραγματική μάστιγα, τα οποία έχουν αφανίσει ολόκληρους πληθυσμούς γυπών. Τα δολώματα τα οποία εξακολουθούν να τοποθετούνται, όπως χωρίς κανένα ενδοιασμό ομολογούν οι άνθρωποι της υπαίθρου, είναι η κυριότερη αιτία εξαφάνισης του γυπαετού από το προπύργιό του, τη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, σήμερα αντικρίζουμε βουνά όπως ο Παρνασσός, η Γκιώνα και τα Βαρδούσια, εξαιρετικούς βιοτόπους του είδους να είναι εντελώς άδεια από γύπες.[46] Ακόμη και σήμερα, θεωρείται ανεπίτρεπτο να κινδυνεύει από δηλητηριασμένα δολώματα ή λαθροθηρία στην Κρήτη, με τόσο λίγα εναπομείναντα ζευγάρια στη μεγαλόνησο.
Άλλες απειλές είναι η ενδογαμία λόγω του μικρού μεγέθους του πληθυσμού του, η όχληση στις θέσεις φωλιάσματος, που επιτείνεται με την ανεξέλεγκτη διάνοιξη αγροτικών δρόμων και η υποβάθμιση των οικοτόπων φωλιάσματος και σίτισης, λόγω της ανερχόμενης τουριστικής και οικιστικής κίνησης σε πολλές ορεινές περιοχές. Επίσης, η πιθανή έλλειψη τροφής την περίοδο της εκκόλαψης του νεοσσού, όταν αυτός δεν μπορεί να τραφεί με κόκκαλα, αποτελεί το κρισιμότερο στάδιο του αναπαραγωγικού του κύκλου.[64]
Ο συνολικός πολύ μικρός αριθμός του πληθυσμού του, έχει κατατάξει τον γυπαετό, ειδικά στην Ελλάδα, στην κατηγορία Κρισίμως Κινδυνεύοντα (CR [A2ac+3ac, C1+2a(i,ii), D]) είδη,[65] από την κατηγορία Κινδυνεύοντα όπου ανήκε παλαιότερα.[66]
Μέτρα διαχείρισης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γυπαετοί, χρειάζονται ειδικά μέτρα προστασίας, όπως λεπτομερή πληθυσμική απογραφή, προστασία των χώρων φωλιάσματος, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. Επίσης, μελέτη της γενετικής δομής και ποικιλομορφίας του πληθυσμού και έρευνα συγκεκριμένων σταδίων του κύκλου ζωής του (π.χ. εγκατάσταση νεαρών μετά τη γενέθλια διασπορά). Βέβαια, το είδος είναι προστατευόμενο, με όλες τις περιοχές αναπαραγωγής του στην Κρήτη να ανήκουν στο δίκτυο ΖΕΠ/Natura 2000 (Παρ. 1 απόφασης 414985/1985 ΥΠΓΕ).[66]
Ο πληθυσμός αυτός παρακολουθείται σταθερά και ενισχύεται με τεχνητή τροφοδοσία σε ανοικτές ταΐστρες. Κατά την τελευταία δεκαετία ο γυπαετός αποτελεί βασικό αντικείμενο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και προβολής του νησιού. Το πρόγραμμα Life είναι σε εξέλιξη, αλλά είναι λίγα αυτά που μπορούν να γίνουν για τον γυπαετό στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ίσως η μόνη λύση να είναι, μετά από πολύ σοβαρή μελέτη και οργάνωση -και αφού γίνει κατορθωτό να εκλείψουν οι αιτίες της εξαφάνισης-, η επανεισαγωγή του. Τουλάχιστον, κάτι μπορεί να γίνει για το είδος στην Κρήτη.[46]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο, ο Γυπαετός απαντά και με τις ονομασίες Οξυά (Ακαρνανία), Κλάρα (Παρνασσός, Ήπειρος), Μεγάλο Όρνιο, Κοκκαλάς (Κρήτη), Φάλκος και Χαλιναράς (Ρόδος) η επίσης Γυ-Πάρης (Λέσβο).[9][46][67]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το γένος Gypaetus, ανήκει στην ξεχωριστή υποοικογένεια Γυπαετίνες (Gypaetinae) που, μαζί με την υποοικογένεια Γυπίνες (Aegypiinae), περιλαμβάνει τους γύπες του Παλαιού Κόσμου. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.
ii. ^ Στο συγκεκριμένο υποείδος συμπεριλαμβάνεται και το taxon haemachalanus.[68]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ ΠΛM, 5:328
- ↑ Howard and Moore, p. 98
- ↑ 3,0 3,1 Howard & Moore, p. 101
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175487
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 http://www.iucnredlist.org/details/full/22695174/0
- ↑ ΠΛΜ, 19:460
- ↑ http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=barbatus
- ↑ Everett
- ↑ 9,0 9,1 9,2 ΠΛΜ, 19:312
- ↑ 10,0 10,1 http://www.hbw.com/species/bearded-vulture-gypaetus-barbatus
- ↑ Lerner & Mindell
- ↑ 12,0 12,1 Ferguson-Lees & Christie, p. 413
- ↑ 13,0 13,1 Ferguson-Lees & Christie, σ. 417
- ↑ Howard and Moore, p. 101
- ↑ 15,0 15,1 http://ibc.lynxeds.com/species/ bearded-vulture-gypaetus-barbatus
- ↑ 16,0 16,1 planetofbirds.com
- ↑ Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
- ↑ Handrinos & Akriotis, p. 131-2
- ↑ Όντρια (Ι), σ. 75
- ↑ RDB, p. 152, 180
- ↑ ΣΠΕΕ, σ. 246
- ↑ Σφήκας, σ. 28
- ↑ Σφήκας, σ. 24
- ↑ Όντρια, σ. 75-6
- ↑ Gavashelishvili 1,2,3
- ↑ 26,0 26,1 26,2 Ferguson-Lees & Christie, σ. 414
- ↑ Bruce
- ↑ Xirouchakis & Andritsou, 2003 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 249
- ↑ RDB, p. 180
- ↑ 30,0 30,1 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 72
- ↑ Beaman & Madge
- ↑ Ferguson-Lees & Christie
- ↑ 33,0 33,1 33,2 33,3 33,4 33,5 33,6 Ferguson-Lees & Christie, σ. 415
- ↑ Ferguson-Lees & Christie, σ. 414-5
- ↑ Harrison & Greensmith, p. 92
- ↑ 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 36,5 Mullarney et al, p. 89
- ↑ Grimmett et al, p. 120
- ↑ Flegg, p. 84
- ↑ Heinzel et al, p. 86
- ↑ Perrins, p. 88
- ↑ Bruun, p. 70
- ↑ Όντρια (Ι), σ. 74
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 177
- ↑ 45,0 45,1 "The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture". PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm
- ↑ 46,0 46,1 46,2 46,3 46,4 http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2371&aID=35
- ↑ 47,0 47,1 47,2 47,3 Ferguson-Lees & Christie, σ. 416
- ↑ Ferguson-Lees & Christie, σ. 415-6
- ↑ Xirouchakis et al. 2001 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246
- ↑ "Lammergeier (video, facts and news)". Wildlife Finder. BBC. http://www.bbc.co.uk/nature/species/Bearded_Vulture Αρχειοθετήθηκε 2010-11-06 στο Wayback Machine.
- ↑ Houston & Copsey
- ↑ 52,0 52,1 Harrison, p. 105
- ↑ Xirouchakis & Nikolakakis 2002 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249
- ↑ Grivas et al. 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249
- ↑ Xirouchakis et al. 2006, Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249
- ↑ "Lammergeier". howstuffworks.com. Discovery Communications. 2008-04-22. http://animals.howstuffworks.com/birds/lammergeier-info.htm
- ↑ Ξηρουχάκης in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
- ↑ Handrinos & Akriotis, p. 130
- ↑ Tucker & Heath 1994, Handrinos & Akriotis 1997, Sakoulis 2000, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
- ↑ Xirouchakis et al. 2001 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
- ↑ Ροββά, Κατερίνη (11 Δεκεμβρίου 2020). «Γιατί μετακομίζουν από την Κρήτη στην ηπειρωτική Ελλάδα δεκάδες αρπακτικά πουλιά;». in.gr. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ BirdLife International 2004, Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246
- ↑ Xirouchakis & Tsiakiris 2008 in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
- ↑ Ξηρουχάκης in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 249
- ↑ Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 246
- ↑ 66,0 66,1 RDB, σ. 180
- ↑ Απαλοδήμος, σ. 32
- ↑ Howard &Moore, p. 101, footnote 3
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ξηρουχάκης Σταύρος, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 248
- Acharya, R.; Cuthbert, R.; Baral, H. S.; Chaudhary, A. 2010. Rapid decline of the Bearded Vulture Gypaetus barbatus in Upper Mustang, Nepal. Forktail 26: 117-120.
- Barov B. and Derhé, M. A. 2011. Lammergeier Gypaetus barbatus species action plan implementation review. In: Barov, B and Derhé, M. A. (eds), Review of The Implementation Of Species Action Plans for Threatened Birds in the European Union 2004-2010. Final report. BirdLife International For the European Commission.
- Beaman, Mark; Madge, Steve (1999). The Handbook of Bird Identification for Europe and the Western Palearctic. Princeton University Press. ISBN 978-0-691-02726-5.
- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- Bruce, Charles Granville (1923). The assault on Mount Everest 1922. London: Longmans, Green and Co.
- Das, D.; Cuthbert, R.; Jakati, R. D.; Prakash, V. 2010. Diclofenac is toxic to the Himalayan Griffon Vulture Gyps himalayensis. Bird Conservation Internatnational 21: 72–75.
- Everett, Mike (2008). Lammergeiers and lambs. British Birds 101 (4): 215.
- Ferguson-Lees, James; Christie, David A. (2001). Raptors of the World. Illustrated by Kim Franklin, David Mead, and Philip Burton. Houghton Mifflin. ISBN 978-0-618-12762-7. http://books.google.com/books?id=hlIztc05HTQC&lpg=PP1&pg=PP1.
- Frey, H., Walter, W. 1989. The reintroduction of the Bearded Vulture Gypaetus barbatus into the Alps. In: Meyburg, B. –U., and Chancellor, R. D. (eds), Raptors in the Modern World, pp. 341–344. WWGBP, Berlin.
- Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). Breeding site selection by bearded vulture (Gypaetus barbatus) and Eurasian griffon (Gyps fulvus) in the Caucasus. Animal Conservation 9 (2): 159–170. doi:10.1111/j.1469-1795.2005.00017.x. (Gavashelishvili 1)
- Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2006). Geographic information system-based modelling of vulture response to carcass appearance in the Caucasus. Journal of Zoology 269 (3): 365–372. doi:10.1111/j.1469-7998.2006.00062.x. (Gavashelishvili 2)
- Gavashelishvili, A.; McGrady, M. J. (2007). Radio-satellite telemetry of a territorial Bearded Vulture Gypaetus barbatus in the Caucasus. Vulture News 56: 4–13. (Gavashelishvili 3)
- Houston, D.C. & Copsey, J.A. (1994). Bone Digestion and Intestinal Morphology of the Bearded Vulture (PDF). J. Raptor Res. (Raptor Research Foundation) 28 (2): 73–78. Archived from the original on 14 June 2011. https://web.archive.org/web/20120910142003/http://elibrary.unm.edu/sora/jrr/v028n02/p00073-p00078.pdf.
- IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
- Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA. Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf Αρχειοθετήθηκε 2011-06-06 στο Wayback Machine..
- Simmons, R. E.; Jenkins, A. R. 2007. Is climate change influencing the decline of Cape and Bearded Vultures in southern Africa? Vulture News: 41-51.
- Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
- The Living Edens — Bhutan — Lammergeier Vulture. PBS. http://www.pbs.org/edens/bhutan/a_lv.htm.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
- Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
- Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
- Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Gypaetus barbatus στο Wikimedia Commons