τσαγκάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαγκάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσαγκάρης / τσαγγάρης / τζαγγάρης / τζαγκάρης < τσαγκάριος / τζαγγάριος < ελληνιστική κοινή τζαγκάριος[1] / [τ]σανγάριος / σαγγάριος < τζάγγη / τζάγγα[2] < παρθική (πβ. περσικά: ظانگا)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tsaŋˈga.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐γκά‐ρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαγκάρης αρσενικό (θηλυκό τσαγκάρισσα)
- (επάγγελμα) αυτός του οποίου το επάγγελμα είναι να κατασκευάζει ή να επισκευάζει υποδήματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- παπουτσής
- υποδηματοποιός
- → δείτε και τη λέξη μπαλωματής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσαγκάρης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τζαγκάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ είδος μαλακού περσικού παπουτσιού· τσαγκάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παρθικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)