συντάραξις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συντάραξῐς αἱ συνταράξεις
      γενική τῆς συνταράξεως τῶν συνταράξεων
      δοτική τῇ συνταράξει ταῖς συνταράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συντάραξῐν τὰς συνταράξεις
     κλητική ! συντάραξῐ συνταράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνταράξει
γεν-δοτ τοῖν  συνταραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντάραξις < συνταράσσω + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συντάραξις θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]