συκώτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συκώτι | τα | συκώτια |
γενική | του | συκωτιού | των | συκωτιών |
αιτιατική | το | συκώτι | τα | συκώτια |
κλητική | συκώτι | συκώτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συκώτι < μεσαιωνική ελληνική συκώτι < συκώτιον, υποκοριστικό του συκωτόν < φράση (ἧπαρ) συκωτόν (συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα) < συκωτός (θρεμμένος με σύκα) < σύκον
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συκώτι ουδέτερο
- (ανατομία) μεγάλος αδένας, στον άνθρωπο και στα άλλα σπονδυλωτά, στο επάνω δεξιό τμήμα της κοιλιακής χώρας, που εκκρίνει τη χολή και εκτελεί τις λειτουργίες του μεταβολισμού και της αποτοξίνωσης του αίματος
- (γαστρονομία) συκώτι ζώου για μαγείρεμα
- συκώτι μοσχαρίσιο στο φούρνο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- συκώτι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συκώτι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- συκώτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συκώτι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)