παρακράτησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρακράτησῐς | αἱ | παρακρατήσεις |
γενική | τῆς | παρακρατήσεως | τῶν | παρακρατήσεων |
δοτική | τῇ | παρακρατήσει | ταῖς | παρακρατήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παρακράτησῐν | τὰς | παρακρατήσεις |
κλητική ὦ! | παρακράτησῐ | παρακρατήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρακρατήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρακρατησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρακράτησις θηλυκό (καθαρεύουσα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (καθαρεύουσα)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)