ευπροσέγγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευπροσέγγιστος < ευ- + προσεγγίζω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ευπροσέγγιστος
- που εύκολα προσεγγίζεται
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευπροσέγγιστος
|