ευθέως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευθέως < αρχαία ελληνική εὐθέως < εὐθύς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευθέως
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευθέως