επιχείρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιχείρημα < αρχαία ελληνική ἐπιχείρημα < ἐπιχειρέω < ἐπί + χείρ (χεῖρας ἐπιτίθημι τινί, χωρίς ενδιάμεσο πρόσωπο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.piˈçi.ɾi.ma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιχείρημα ουδέτερο
- συλλογισμός που χρησιμοποιείται σε μια διαλογική συζήτηση, για να υπερασπιστούμε ή να απορρίψουμε μια άποψη