εκ περιτροπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκ περιτροπῆς, ἐν περιτροπῇ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκ περιτροπής → δείτε τις λέξεις εκ και περιτροπή

Έκφραση

[επεξεργασία]

εκ περιτροπής

  • εναλλάξ, μια ο ένας, μια ο άλλος, διαδοχικά
    θα επισκεπτόμαστε εκ περιτροπής τον πατέρα στο νοσοκομείο, μια μέρα εγώ και μια μέρα ο αδελφός μου
    εκ περιτροπής εργασία επέλεξε ο εργοδότης με μια βδομάδα κενό μεταξύ εργάσιμων εβδομάδων για όλους τους υπαλλήλους του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]