εκκρίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκκρίνω < αρχαία ελληνική ἐκκρίνω < ἐκ + κρίνω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εκκρίνω (παθητική φωνή: εκκρίνομαι)
- αποβάλλω, παράγω και βγάζω από ένα όργανο ειδικές ουσίες, είτε προς άλλο μέρος του σώματος είτε προς τα έξω
- αντίστοιχη διαδικασία για τα φυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απεκκρίνω
- απέκκριση
- απεκκριτήριος
- απεκκριτικός
- έκκριμα
- έκκριση
- εκκριτικός
- ενδοέκκριση
- υπερεκκρίνω
- υπερέκκριση
- → δείτε τις λέξεις εκ και κρίνω