αυτολεξεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτολεξεί < (ελληνιστική κοινή) αὐτολεξεί < αὐτός + αρχαία ελληνική λέξις < λέγω
Επίρρημα
[επεξεργασία]αυτολεξεί (τροπικό)
- λέξη προς λέξη, χρησιμοποιώντας ακριβώς τα ίδια λόγια και την ίδια διατύπωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτολεξεί