αυτοαποτελεσματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοαποτελεσματικότητα < αυτο- + αποτελεσματικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-efficacy)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοαποτελεσματικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) (ψυχολογία) η πίστη στην ικανότητα κάποιου να ολοκληρώσει τα καθήκοντά του και να επιτύχει στόχους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοαποτελεσματικότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)