Σειρήνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σειρήνα | οι | Σειρήνες |
γενική | της | Σειρήνας | των | Σειρήνων |
αιτιατική | τη | Σειρήνα | τις | Σειρήνες |
κλητική | Σειρήνα | Σειρήνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σειρήνα < αρχαία ελληνική Σειρήν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Σειρήνα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) γυναικεία μορφή που μάγευε τους ναυτικούς με το τραγούδι της για να τους σκοτώσει
- (μεταφορικά) γοητευτική αλλά επικίνδυνη γυναίκα
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μας γοητεύει αλλά και μας παραπλανά ή μας βάζει σε κίνδυνο