- γουαράι γουαράι : Pedro
- αγγλικά : Peter (en)
- αλβανικά : Pjetër (sq)
- αμχαρικά : ጴጥሮስ (am) (P'et'ros)
- αραβικά : بطرس (ar) (Buṭrus)
- αρμενικά : Պետրոս (hy) (Petros)
- αρχαία ελληνικά : Πέτρος
- αστουριανά : Pedru (ast)
- αφρικάανς : Pieter (af)
- βασκικά : Peio (eu), Peru (eu)
- βιετναμικά : Phierơ (vi)
- βοσνιακά : Petar (bs)
- βουλγαρικά : Петър (bg) (Petŭr)
- βρετονικά : Pêr (br)
- γαλικιανά : Pedro (gl)
- γαλλικά : Pierre (fr), Piers (fr)
- γερμανικά : Peter (de), Petrus (de)
- γεωργιανά : პეტრე (ka) (Ṗeṭre)
- δανικά : Peter (da)
- εβραϊκά : פטר (he) (Péter)
- εσθονικά : Peeter (et)
- εσπεράντο : Petro (eo)
- ζηλανδικά : Petrus
- ιαπωνικά : ペトロ (ja) (Petoro), ペテロ (ja) (Petero)
- ινδονησιακά : Petrus (id)
- ιντερλίνγκουα : Petro (ia)
- ίντο : Petrus (io)
- ιρλανδικά γαελικά : Peadar (ga)
- ισλανδικά : Pétur (is)
- ισπανικά : Pedro (es)
- ιταλικά : Pietro (it), Piero (it)
- καταλανικά : Pere (ca)
- κινεζικά : 皮艾尔 (zh) (Píàiěr)
- κινεζικά μανδαρίνικα : 彼得 (Bǐde)
- κινεζική ανατολική μιν : 彼得 (Bī-dáik)
- κορεατικά : 피터 (ko) (Piteo)
- κορνουαλικά : Peder (kw)
- κορσικανικά : Petru (co)
- κροατικά : Petar (hr)
- λατινικά : Petrus (la)
- λετονικά : Pēteris (lv)
- λευκορωσικά : Пётр (be) (Piotr), Пятро (be) (Piatro)
- λιθουανικά : Petras (lt)
- λιμβουργιανά : Petrus (li)
- λουξεμβουργιανά : Péiter (lb)
- μαλτέζικα : Pietru (mt)
- μανξ : Peddyr (gv)
- μογγολικά : Петр (mn) (Petr)
- νορβηγικά : Peder (no), Peter (no), Petter (no)
- ολλανδικά : Pieter (nl)
- οξιτανικά : Pèire (oc)
- ουαλικά : Pedr (cy)
- ουγγρικά : Péter (hu)
- ουκρανικά : Петро (uk) (Petro)
- ούρντου : پطرس (ur) (Piṭrus)
- περσικά : پطرس (fa) (Petros)
- πολωνικά : Piotr (pl), Petro (pl), Skałosz (pl)
- πορτογαλικά : Pedro (pt)
- ρουμανικά : Petru (ro)
- ρωσικά : Пётр (ru) (Pëtr)
- σεμπουάνο : Pedro
- σερβικά : Петар (sr), Petar (sr)
- σικελικά : Petru (scn)
- σκοτς : Peter
- σκωτικά γαελικά : Peadar (gd), Pàdraig (gd)
- σλαβομακεδονικά : Петар (mk) (Petar)
- σλοβακικά : Peter (sk)
- σλοβενικά : Peter (sl)
- σουαχίλι : Petro (sw)
- σουηδικά : Per (sv), Peter (sv), Petter (sv)
- ταϊλανδικά : ปีแยร์ (th) (Pī yær̒)
- ταμίλ : பெட்ரோ (ta) (Raayappar)
- τουρκικά : Petrus (tr)
- τσεχικά : Petr (cs)
- φεροϊκά : Petur (fo)
- φινλανδικά : Pietari (fi), Petri (fi), Petteri (fi), Pekka (fi)
- δυτικά φριζικά : Piter (fy)
- χαβανέζικα : Pekelo
- χίντι : पीटर (hi) (Pīṭara)
|