Übernachtung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Übernachtung | die | Übernachtungen |
γενική | der | Übernachtung | der | Übernachtungen |
δοτική | der | Übernachtung | den | Übernachtungen |
αιτιατική | die | Übernachtung | die | Übernachtungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Übernachtung (de) θηλυκό