withdrawn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός withdrawn
συγκριτικός more withdrawn
υπερθετικός most withdrawn

withdrawn (en)

  • αντικοινωνικός, που δεν θέλει να μιλήσει σε άλλους. εξαιρετικά ήσυχο και ντροπαλό
    ⮡  Although he is generally withdrawn, he sometimes participates in club events.
    Παρόλο που γενικά είναι αντικοινωνικός, μερικές φορές συμμετέχει στις εκδηλώσεις του συλλόγου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unsociable

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

withdrawn (en)