whereupon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]whereupon (en)
- οπότε
- she entered the room, whereupon everybody looked at her - μπήκε στην αίθουσα, οπότε όλοι την κοίταξαν
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]whereupon (en)
- πάνω στο οποίο, κατόπιν του οποίου