web

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Web
      ενικός         πληθυντικός  
web webs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

web (en)

  1. ο ιστός, το πλέγμα, το δίκτυο
  2. ο ιστός αράχνης
    ⮡  spiders spinning their web - αράχνες που υφαίνουν τον ιστό τους
     συνώνυμα: spiderweb
  3. το Διαδίκτυο, ο Παγκόσμιος Ιστός. Συνήθως γράφεται: Web, με κεφαλαίο W.
    έκφραση: upload (something πχ. your pages) to the web/to a web server (είναι το σύνηθες)
  4. (μεταφορικά) πλεκτάνη

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
web < αγγλική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /wɛb/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

web (fr) αρσενικό

  1. (πληροφορική) το διαδίκτυο